Πρώτο το Ιράν και δεύτερο το Ιράκ..
Στο Top 10 των πιο δυστυχισμένων χωρών του πλανήτη κατατάσσεται η Ελλάδα σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας «Gallup».
Συγκεκριμένα η χώρα μας βρίσκεται στην τέταρτη θέση της… κατάταξης πίσω από το Ιράν, το Ιράκ και την Αίγυπτο.
Η εταιρεία ρώτησε ένα τυχαίο δείγμα ανθρώπων αν την προηγούμενη μέρα του γκάλοπ είχαν νιώσει θυμό, λύπη, άγχος, σωματικό πόνο και ανησυχία.
Όπως προέκυψε ανάμεσα σε αυτούς που απάντησαν τα περισσότερα… «ναι» ήταν και οι Έλληνες.
Όλο και συχνότερα φτάνουν ιστορίες στα αυτιά μας για ανθρώπους, γνωστούς και μη, οι οποίοι παραπονιούνται ότι πάσχουν από κατάθλιψη, άγχος, κρίσεις πανικού, εξάντληση, μοναξιά, χαμηλή λίμπιντο και εμμονικές ιδέες. Η καθημερινή χρήση τέτοιων όρων, οι οποίοι έχουν εισχωρήσει στην αργκό της γενιάς μας και ανταλλάσσονται με την ίδια συναδελφικότητα με την οποία θα αντάλλαζες δύο στριφτά τσιγάρα, δείχνουν ότι η ποιότητα της ζωής μας, αν μπορεί κανείς να κάνει λόγο για ποιότητα πια, πάει από το κακό στο χειρότερο. Η εργασιομανία μέχρι τελικής πτώσης, η υπερκόπωση, η δωρεάν εργασία, η εργασία χωρίς συμβάσεις, οι υπερωρίες οι οποίες δεν πληρώνονται ποτέ, καθώς και η διαρκώς αυξανόμενη πίεση από τον εκάστοτε μάνατζερ για να αυξήσεις την παραγωγικότητά σου, κάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερα σε λιγότερο χρόνο, ενώ παραμένεις χαμογελαστός, είναι πλέον η νόρμα.
Ο τρόπος αντιμετώπισης αυτής της ζοφερής πραγματικότητας και των προαναφερθέντων συμπτωμάτων, όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο, είναι να καταφύγεις στα ψυχοφάρμακα -αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά και ό,τι άλλο σου συνταγογραφήσουν οι απανταχού ψυχίατροι και «ψυχογνώστες». Η δε ευκολία με την οποία γράφουν πλέον φάρμακα, είναι μέρος μιας τάσης της ψυχιατρικής -η καθαρά βιολογική προσέγγιση- η οποία, βασισμένη στην αρχή ότι όλα αυτά τα συμπτώματα είναι καθαρά αποτέλεσμα της χημικής ανισορροπίας του εγκεφάλου, αναζητά τις ευθύνες στο ίδιο το άτομο, βγάζοντας εκτός συζήτησης κοινωνικο-πολιτικό-οικονομικούς παράγοντες.
Η ψυχίατρος Ελένη Μοσχονά, μου εξηγεί ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι διαγνώσεις και, κατ’ επέκταση η χορήγηση φαρμάκων, είναι βασισμένες πάνω σε δύο «εγχειρίδια», το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο για Ψυχικές Διαταραχές (DSM), της αμερικανικής σχολής, και τη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (ICD), την οποία ακολουθεί η αγγλοσαξονική σχολή. Στην Ελλάδα, ενώ η εκπαίδευση των ψυχιάτρων βασίζεται στο DSM, χρησιμοποιούνται και τα δύο, επιλογή/απόφαση που τίθεται στην ευχέρεια και κρίση του εκάστοτε ψυχίατρου, παρόλο που η ελληνική συνταγογράφιση απαιτεί το ICD. Το DSM και το ICD είναι ένα λεξικό διάγνωσης, ένα παγκοσμίως συμφωνημένο εργαλείο βάσει του οποίου πιστοποιούνται οι νόσοι και γίνεται η κλινική χορήγηση των αντιψυχωσικών φαρμάκων. Θεωρείται δε από πολλούς η «Βίβλος» της σύγχρονης ψυχιατρικής. Η κοινή λογική λέει ότι για να θεωρηθεί ότι πάσχεις από κάποια αρρώστια, πρέπει να παρουσιάζεις έναν αριθμό συμπτωμάτων. Με βάση το DSM όταν ο «ασθενής» έχει τουλάχιστον 3 από τα 5 συμπτώματα, τότε μπορεί να θεωρηθεί πάσχων.
Γιατί πρέπει να μας προβληματίσει ο τρόπος που γίνεται η διάγνωση;
Όπως έγραψε πρόσφατα o Peter Gøtzsche σε άρθρο της Guardian, ο ορισμός που δίνεται για τις ψυχιατρικές διαταραχές είναι πλατύς και αόριστος με αποτέλεσμα σε πολλούς ανθρώπους να δίνεται λανθασμένη διάγνωση. Tα διαγνωστικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται δεν υπάρχουν a priori, αλλά δημιουργούνται κατόπιν ψηφίσματος και εισάγονται στο DSM. Αυτό που ψηφίζεται είναι ένα σύστημα ταξινόμησης των συμπτωμάτων. Σκεφτείτε μόνο το ότι το DSM χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μια προσπάθεια θεραπείας στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η δεύτερη εκδοχή του (1968), η οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη ψυχοδυναμική θεωρία, δέχτηκε σκληρή κριτική από ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, δεδομένου ότι η ομοφυλοφιλία είχε καταγραφεί ως ψυχική διαταραχή. Το DSM έχει αναθεωρηθεί αρκετές φορές από τότε αλλά, δεδομένου του ότι καμία διάγνωση δεν υποστηρίζεται από αντικειμενικά ιατρικά στοιχεία και του ότι κανένα DSM δεν έχει αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, η αξιοπιστία του ως διαγνωστικό σύστημα αμφισβητείται.
Το αποτέλεσμα είναι ότι άνθρωποι οι οποίοι πάσχουν από ψυχική οδύνη αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή, χωρίς να γνωρίζουν τον τρόπο που λειτουργούν τα φάρμακα αυτά. Αυτό σύμφωνα με τoν Peter Gøtzsche έχει οδηγήσει στην αυξανόμενη εξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα, τα οποία πολλές φορές αντί να αντιμετωπίζουν, προκαλούν τα συμπτώματα τα οποία υποτίθεται ότι καταπολεμούν. Έρευνα του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δείχνει ότι τα ψυχοφάρμακα πολλές φορές εντείνουν την κατάθλιψη και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των αυτοκτονιών ειδικότερα στις νέες ηλικίες μέχρι τα 40.
Η καθαρά οργανική αντιμετώπιση μιας ψυχικής νόσου αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο σαν το άθροισμα των ατομικών κυττάρων του, εξαιρώντας από την κουβέντα τον παράγοντα κοινωνία και συντηρώντας έτσι ένα τρόπο ζωής ο οποίος χωρίς φάρμακα ίσως να ήταν μη-βιώσιμος. Αυτή η τάση της ψυχιατρικής είναι απόρροια και συντηρεί το νεοφιλεύθερο οικονομικό μοντέλο που προάγει το πρότυπο του εργασιομανή. Τα φάρμακα ναρκώνουν, δεν θεραπεύουν για να μπορέσει ο εξαντλημένος, βαριεστημένος, μηχανοποιημένος εργάτης να εξακολουθεί να σηκώνεται το πρωί για δουλειά. Η γενιά μας, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη γενιά, όπως έγραψε η JD Taylor, «είναι αγχώδης, παρανοϊκή, ανήσυχη και εξαντλημένη» και, η κανονικοποίηση όλων αυτών των ψυχιατρικών διαταραχών, οδηγεί στην παθητική αποδοχή τους ως ατυχή, αλλά αναπόφευκτα στοιχεία της κοινωνίας μας και του δρόμου προς την εργασιακή επιτυχία.
Το άγχος και ο φόβος, λέει η Taylor, είναι ψυχολογικά σημάδια ενός εξουσιαστικού μοντέλου το οποίο εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες. Όμως, εξηγεί, ένα ιδιαίτερο είδος άγχους και φόβου εμφανίζεται στον οικονομικό καπιταλισμό μέσω των διαρκώς αυξανόμενων πιέσεων τις οποίες δέχεται αυτός που ζει και εργάζεται στη νεοφιλελεύθερη κοινωνία. Το άγχος, η κούραση, η ανασφάλεια στον εργασιακό χώρο και η κατάθλιψη, αποδίδονται στο ίδιο το άτομο, στην ατομική ανικανότητά του να ανταπεξέλθει στον υπερβολικό φόρτο εργασίας του, το οποίο όντας άρρωστο πια και μη μπορώντας να αποδώσει, αυτο-ενοχοποιείται, καταφεύγοντας πλέον στην μοναδική διέξοδο, αυτή των φαρμάκων. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο συντηρείται κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργώντας συναισθήματα ανεπάρκειας και άγχους στο ίδιο το άτομο χωρίς να του επιτρέπει ποτέ να μπει στην διαδικασία τελικά να αναρωτηθεί γιατί εξακολουθεί να εργάζεται έτσι, όταν το ίδιο το σύστημα είναι άρρωστο και κατ’ επέκταση τον αρρωσταίνει.
Πολλοί, μην μπορώντας να λειτουργήσουν σε αυτό το σύστημα, αποκλείονται από τον εργασιακό χώρο. Το πρόβλημα ακριβώς είναι ότι οι ιδέες για την ψυχική υγεία, όπως δείχνει και η ιστορία του DSM το οποίο συνέχεια ανανεώνεται και εμπλουτίζεται με νέες διαταραχές, είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις κοινωνικο-πολiτικο-οικονομικές συνθήκες στις οποίες εμφανίζονται. Αυτές πρέπει να μας προβληματίσουν. Αυτές πρέπει να αλλάξουν.
Η απάντηση δεν είναι απαραίτητα η μη-χορήγηση φαρμάκων, αλλά η ενημερωμένη επιλογή του «ασθενή» για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διάγνωση και, ως εκ τούτου, των φαρμάκων που παίρνει, μου εξηγεί η παλιά μου συμφοιτήτρία η Ελένη, η οποία τώρα κάνει το διδακτορικό της στα «Πρώτα Στάδια της Ψύχωσης». Η πολιτικοποίηση της κουβέντας γύρω από την ψυχιατρική και η προσεκτική ακρόαση της προσωπικής ιστορίας του κάθε ασθενή (l' ecoute du recit), είναι πιο αναγκαίες από ποτέ. «Σήμερα είμαστε τελειωμένοι, ικανοί να δουλέψουμε μόνο για πολύ λίγα χρόνια ακόμη, σε κακοπληρωμένες δουλειές, πριν βρεθούμε πεταμένοι στο περιθώριο από τις αγορές εργασίες λόγω μη παραγωγικότητας», γράφει η Taylor, «...τα πράγματα θα χειροτερέψουν αν δεν πολιτικοποιήσουμε το άγχος και την κατάθλιψη και δεν ξεκινήσουμε αγώνα ώστε να βάλουμε σε προτεραιότητα την καλή υγεία των ατόμων στις κοινωνίες μας».
Τώρα που γράφω, το βίντεο με το ξέσπασμα του Μπούκουρα στα έδρανα της Βουλής έχει γίνει viral.
Απ’ ότι φαίνεται ακόμα και οι χρυσαυγίτες έχουν αδυναμίες.
Τα Lexotanil και τα Ladose μάλλον δεν κάνουν διακρίσεις.
Πηγή: vice