Επιστήμονες στις ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων ο διακεκριμένος ελληνικής καταγωγής καθηγητής ογκολογίας του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, Νικόλας Παπαδόπουλος, ανέπτυξαν ένα νέο τεστ αίματος «υγρής βιοψίας» για τη διάγνωση του καρκίνου του παγκρέατος σε πρώιμο στάδιo.
Το τεστ ανιχνεύει συνδυασμένα τόσο το DNA του όγκου, όσο και ορισμένους πρωτεϊνικούς βιοδείκτες του καρκίνου στο αίμα του ασθενούς.
Τέτοιες υγρές βιοψίες αποσκοπούν στο να αλιεύουν μόρια DNA ειδικά για καρκίνο μέσα σε μια ευρεία “θάλασσα” φυσιολογικού DNA που κυκλοφορεί στο αίμα. Οι όγκοι τείνουν να αποβάλλουν το μεταλλαγμένο DNA τους στην κυκλοφορία του αίματος, επιτρέποντας στους επιστήμονες να χρησιμοποιούν γονιδιωματικά εργαλεία προσδιορισμού αλληλουχίας για να κοσκινίσουν μέσω του αίματος και να βρουν το DNA που συνδέεται με τον καρκίνο.
Οι περισσότεροι καρκίνοι του παγκρέατος σε πρώιμο στάδιο βρίσκονται τυχαία κατά τη διάρκεια κάποιας απεικονιστικής εξέτασης, και γενικά δεν προκαλούν συμπτώματα. Όμως, η νόσος εντοπίζεται συχνότερα σε προχωρημένο στάδιο, όταν είναι πολύ προχωρημένη και η εκτομή ή χειρουργική επέμβαση δεν είναι η πρώτη επιλογή θεραπείας, λέει ο Jin He, M.D., επίκουρος καθηγητής χειρουργικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins.
Ο συνδυασμός αυτός επιτρέπει στο τεστ να έχει διπλάσια ακρίβεια σε σχέση με το τεστ που ανιχνεύει μόνο το γενετικό υλικό του καρκίνου στο αίμα. Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), δοκίμασαν το τεστ σε 221 ασθενείς με παγκρεατικούς καρκίνους πρώτου και δευτέρου σταδίου, καθώς επίσης σε 182 υγιή άτομα.
Ανιχνεύοντας μόνο το DNA του όγκου, οι επιστήμονες μπόρεσαν να εντοπίσουν έγκαιρα τον καρκίνο στους 66, δηλαδή περίπου στο ένα τρίτο των ασθενών. Ανιχνεύοντας τον πρωτεϊνικό βιοδείκτη CA19-9, το τεστ αίματος εντόπισε τον καρκίνο σε 109 από τους 221 καρκινοπαθείς (ποσοστό 49%). Όμως ο συνδυασμός της ανίχνευσης των καρκινικών μεταλλάξεων στο γενετικό υλικό και των πρωτεϊνικών βιοδεικτών (της CA219-9 και άλλων τριών) επέτρεψε στους επιστήμονες να ανιχνεύσουν τον καρκίνο στους 141 από τους 221 ασθενείς (ποσοστό 64%), δηλαδή σχεδόν στα δύο τρίτα των περιπτώσεων.
Ο Ν. Παπαδόπουλος εκτιμά ότι το κόστος του νέου τεστ θα κυμαίνεται μεταξύ του κόστους της μαστογραφίας και της κολονοσκόπησης. Προς το παρόν πάντως, το τεστ δεν είναι έτοιμο για κλινική χρήση.
“Tόσο οι δείκτες DNA όσο και οι πρωτεΐνες μπορούν να αναλυθούν από την ίδια συλλογή αίματος σε κάθε ασθενή. Οι τεχνολογίες που απαιτούνται για την εφαρμογή τέτοιων δοκιμών, που περιλαμβάνουν δοκιμές βιοδεικτών πρωτεϊνών και αλληλούχιση DNA, χρησιμοποιούνται ήδη ευρέως σε νοσοκομειακά και εμπορικά εργαστήρια” τονίζει ο Έλληνας ερευνητής.
ellines.com