Τριάντα βήματα απ’ τα σπίτια μας είναι ένα καφέ που μας περιμένει όλους με ορθάνοιχτες τις πόρτες. Άπειρη αποδοχή, ανοχή και κατανόηση για οποιαδήποτε πιθανή ανθρώπινη προσωπικότητα.
Γράφει ο Φώτης Θαλασσινός
Ανεπιθύμητες είναι μόνο οι ανάρμοστες συμπεριφορές. Και ανάρμοστες είναι μόνο οι παράνομες, οι μη νόμιμες. Τίποτα άλλο. Δεν υπάρχει πρωτόκολλο, κάτι που να συνιστά ένδειξη υψηλοφροσύνης για το πνεύμα των ιδιοκτητών και των υπαλλήλων.
Έχεις πάει μέχρι εκεί πολλές φορές. Συζητάς για τα πάντα, εξομολογείσαι τα πάντα και ευεργετείσαι απ’ τη θαλπωρή της ευσπλαχνίας. Θυμάσαι ακόμη τις φορές που ένιωθες εγκαταλελειμμένος και γονατισμένος από την ψυχική οδύνη. Ήξερες πως με επίμοχθο, κάποιας μορφής –στα βέβαια- σπαρακτικό ερπυσμό, σερνάμενος παρά άνω θρώσκων, θα τα κατάφερνες να πας σε τούτο το μαγαζί. Φορώντας πένθος στο πρόσωπο σου, με εκφράσεις παγωμένου τρόμου στο βλέμμα και το στόμα, έπρεπε ν’ απαλύνεις την μοναξιά σου δίχως να ντρέπεσαι να την κοινοποιήσεις. Και έφτανες εκεί και αναγάλλιαζες υπό τον ήχο των φωνών των ενθουσιασμένων και καρδιακών ανθρώπων που συχνάζουν στο όμορφο και φιλόξενο αυτό καφέ.
Τίποτα δεν έχει χαθεί με την Νταϊάνα. Κ’ η καφετέρια που δουλεύει κρύβει μέσα της ένα παραδοσιακό καφενείο.
Η Νταϊάνα είναι η μικροσκοπική γυναίκα που μας φτιάχνει τους καφέδες το πρωί. Αεικίνητη, χαμογελαστή, όλο σκέρτσα, ανακατεύει τις ουσίες με μοναδική ακρίβεια για ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα στο ρόφημα της επιλογής μας. Μιλάει πολύ. Ακολουθεί την πορεία του συνειρμικού λόγου. Πηδάει πάντοτε απ’ το ένα θέμα στο άλλο και το στόμα της είναι η μηχανή ακατάπαυτης εκφοράς των σκέψεων της. Τα ελληνικά της είναι βαριά και απηχούνε τον τόπο καταγωγής της. Ένα νησί στην άκρη του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Ξέρεις πως η Νταϊάνα είναι εκεί για να σε ενημερώσει για τις γεννήσεις , τους γάμους, τους θανάτους και τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα κοντά στα σπίτια μας. Μπροστά της κάθονται πιο πολύ οι άντρες πελάτες του μαγαζιού και είναι εκεί μπροστά της που συναντιούνται δύο ιστορίες. Η ιστορία του παλιού καφενείου και η άλλη της σύγχρονης καφετέριας. Η γυναίκα αυτή υποδαυλίζει συζητήσεις απ’ αυτές που γίνονταν ακριβώς στους παλιούς καφενέδες, που οι πελάτες τους ήτανε μόνο αρσενικοί και που απότοκος των συζητήσεων τους ήταν η θελκτική ζύμωση και εν συνεχεία ανανέωση των ιδεών. Τίποτα δεν έχει χαθεί με την Νταϊάνα. Κ’ η καφετέρια που δουλεύει κρύβει μέσα της ένα παραδοσιακό καφενείο. Έτσι που νοιάζεται για όλους μας, η μοναξιά δεν θα μας υποτάξει ποτέ. Η τρέλα μας δεν θα μας βάλει ποτέ στο περιθώριο. Οι ιδιαιτερότητες μας γίνονται ειδικές ικανότητες για να προσεγγίσουμε την ίδια μας την ύπαρξη σαν κάποιο ξεχωριστό έργο τέχνης.
Το απόγευμα, τη θέση πίσω από το μπαρ, παίρνει η Λία.
Το απόγευμα, τη θέση πίσω από το μπαρ, παίρνει η Λία. Είναι εκείνη η κοπέλα με τα όμορφα μάτια. Δεν ξέρεις το χρώμα τους. Μοιάζει να αλλάζει συνέχεια από το ανοιχτό γκρι στο σκούρο γαλάζιο. Η Λία είναι προσηλωμένη στη δουλειά της τόσο πολύ όσο να κινείται με χορευτικούς ελιγμούς ανάμεσα στις μηχανές του καφέ και τα ράφια με τα ποτά. Χαμογελάει συγκρατημένα και μιλάει λιγότερο από την Νταϊάνα. Η δουλειά το απόγευμα είναι πολύ πιο αυξημένη απ’ τις πρωινές ώρες. Μάλλον δεν θέλει να λέει και πολλά. Σέβεται τις άγνωστες ιστορίες ζωής των ανθρώπων που κάθονται μπροστά της. Την παρακολουθείς συχνά. Κρύβεται ένας αινιγματικός καημός στο μικρό χαμόγελο της. Μια σπουδαία προσωπική αφήγηση δίνει στην ομορφιά της την έκφραση μιας ήπιας μελαγχολίας. Μια αφήγηση που δεν ιστορήθηκε σε κανέναν άλλον παρά στους απολύτως δικούς της ανθρώπους. Είμαστε πολλοί με την επιθυμία να ακούσουμε την σοφία της Λίας για την ανθρώπινη ύπαρξη. Την ώρα που κοιτάζει, ξεμακραίνοντας την προσοχή της απ’ τα πράγματα της δουλειάς της στον κόσμο, είναι σαν να κερνάει μητρότητα τους πελάτες. Κάτι πρέπει να έχει συμβεί και την έχει αναμορφώσει ριζικά σε γυναίκα της στοργής. Ιαίνει τις ανασφάλειες μου και επιδαψιλεύει ηρεμία στις καρδιές των ημέτερων συντρόφων μας στο καφέ. Ας είναι! Δεν θα την γνωρίσουμε ποτέ. Σημασία έχει πως παραμένει Άνθρωπος.
Στα 300 βήματα από τα σπίτια μας είναι ένα άλλο μαγαζί. Δεν είναι καφέ, αλλά για τους θαμώνες του λειτουργεί και ως καφενείο. Ο γαλαντόμος ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου, περί βιβλιοπωλείου πρόκειται, κερνάει όλους τους γνωστούς του καφέδες , τσάι ή οτιδήποτε άλλο επιθυμούν. Θυμάσαι την πρώτη φορά που τον είδες πως ήταν σαν να τον γνώριζες χρόνια. Συγκεντρωνόμαστε όλοι γύρω του και τον ακούμε προσεκτικά. Είναι ο μεγάλος γέροντας. Τον ξέρω μια εικοσαετία. Είμαι ο μαθητής και είναι ο δάσκαλος. Οι ανταλλαγές των απόψεων και των ιδεών μας σ’ αυτό το χώρο του πνεύματος γίνονται σ’ ένα αυστηρό πλαίσιο. Οι ποιητικές ακροβασίες ακούγονται για να γελάσουμε και τελικά να πικραθούμε για την ηττημένη απλότητα τους. Οι αλήθειες είναι πάντα απλές και οι αγορές πολύ αδηφάγες για να επιβιώσουν απ’ το απέριττο. Οι αλήθειες περισσότερο εντάσσονται στον κύκλο του γελοίου, του ανέφικτου, του οικτρά αποκομμένου από την πραγματικότητα.
Ο Παναγιώτης, ο βιβλιοπώλης.
Ο Παναγιώτης , ο βιβλιοπώλης, είναι ρεαλιστής, δεν μετεωρίζεται ευχάριστα ως ο ουρανοβάμων στα σύννεφα. Και οι σκέψεις του πατάνε στέρεα στο ιστορικό συγκείμενο. Η ζωή απλώνει την παρακμή της σε σκιές. Σε ανύπαρκτα πράγματα. Σε ψέματα για τα οποία καλούμαστε να χαρούμε, να κλάψουμε, να πονέσουμε, να χύσουμε το αίμα μας. Γι’ αυτά τα ψέματα μιλάμε στις απογευματινές συνάξεις μας στο βιβλιοπωλείο. Για τα ψέματα, τις δοτές αλήθειες. Όσα μας κατατρύχουν και μας εγκλωβίζουν σε κύκλους εριστικών στιχομυθιών. Ο Παναγιώτης αρνείται την υποστασιακή ύπαρξη του κακού και του καλού. Γι’ αυτόν και οι δύο δυνάμεις εισήχθησαν στον κόσμο ως πρωταρχικές και αναγκαίες δομές για την κατασκευή των κοινωνιών. Διαλέγει το καλό για να πορευτεί και προσεύχεται και για τον πλησίον του να επιλέξει την ίδια αξία σαν μοναδική διαδρομή, σαν την πιο μεγαλειώδη συνθηκολόγηση με το κενό και την ρωγμή. Μπορεί να σφάλλω στις εκτιμήσεις μου για την φιλοσοφία του. Σας το γράφω για να μην παίρνετε στα σοβαρά όσα επισημαίνω. Τα κείμενα μου είναι γεμάτα αντιφάσεις. Αυτό είναι και το πρέπον. Εκεί που γεννιούνται οι εσωτερικές μας συγκρούσεις είναι οι ενοχές και οι πληγές. Εκεί είναι και η πρώτη ύλη της άρρητης αλήθειας. Στον πόνο.
Ο πόνος καλωσορίζει τον άνθρωπο και όχι ο λόγος. Ο λόγος έρχεται δεύτερος…Γράφω για μένα όμως και δεν μ’ αρέσει. Ο Παναγιώτης κατευθύνει τις συζητήσεις πάντα προς το εγγύς μέλλον των πραγμάτων. Δεν θα μιλήσει τόσο για το συμβάν όσο για την εξέλιξη του. Είναι η εξέλιξη που τον ενδιαφέρει. Κάτι που επωάζεται ως καλό, μπορεί να γεννηθεί τερατόμορφο. Ζυγίζει τα λόγια του και λέει πάντα και το ένα και το άλλο. Απ’ τις δύο εκδοχές θα υπερασπιστεί αυτήν που σίγουρα θα έρθει στο φως της πραγματικότητας διεκδικώντας την πίστη μας και την δογματική, θυσιαστική υπεράσπιση της ή την απόρριψη μας και τον αγώνα για την ανατροπή της. Κάτι τέτοιο έχει αποδειχθεί διαχρονικά. Ο λόγος του παραμένει εικοτολογικός και αυτό απελευθερώνει όλους εμάς τους υπόλοιπους να συμμετέχουμε στις συζητήσεις νιώθοντας αγάπη για την άγνοια μας. Υφέρπει στους λόγους και το ασυνείδητο του μια ισχυρογνωμοσύνη που βγάζει πλάκα. Όλοι γελάμε με τον Παναγιώτη και μας εκπλήσσει ευχάριστα η παντοτινή δικαίωση του.