Η προηγούμενη Παρασκευή ήταν μια πολύ δύσκολη μέρα και για τους δυό μας , εσύ που έφυγες λυτρωμένη και μέσα απο την αγκαλιά μας για το αιώνιο ταξίδι αφήνοντας πίσω σου έργο , αγάπη και καλοσύνη και εγώ που έμεινα να θρηνώ τον τόσο ξαφνικό χαμό σου … και ξαφνικό γιατι τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα συνέβαινε εκείνη την ημέρα. Θυμάσαι Καλή μου?… Δεν είναι και πολλές μέρες που έφυγες.
Επιστρέψαμε μετά απο 5 μήνες στο νησί σου,ήθελες να δεις και πάλι το σπιτάκι σου,ανησυχούσες για τα λουλούδια σου αν θα τα πότιζε η Βαγγελίτσα όσο έλειπες.
Ηθελες να δεις τους φίλους σου, τους συγγενείς σου, να ανοίξει πάλι η πόρτα σου και να χαρείς για τον καθένα ξεχωριστά, να μάθεις για την υγεία τους, να τους τραγουδήσεις και να τους ευχαριστήσεις.
Και αυτό έγινε την Δευτέρα στις 3/9, ήρθαμε στην Κω με το αεροπλάνο , η διαθεσή σου ήταν ευχάριστη και αυτό το έδειχνες, μουρμούριζες τα τραγουδάκια σου , κάποια στιγμή μάλιστα μου λες » Γιάννη έχουν βάλει το τραγούδι του κυρ-Βοριά?». Ακόμα και τους θορύβους , την βουή του αεροπλάνου τη μετέτρεπες σε μουσική,σε τραγούδι … Τέτοια άκρως καλλιτεχνική φύση ήσουν.
Φτάσαμε στο σπιτάκι σου , η Γκούνη μας ήταν εκεί δυό μέρες πρίν για να τα ετοιμάσει όλα , να τα βρείς όπως ακριβώς τα είχες αφήσει. Την ώρα που θα κατέβαινες απο το αυτοκίνητο , οι καλές σου φίλες και γειτόνισσες , θα πεταχτούν απο τις αυλές τους για να σε καλωσορίσουν … »ήρθε η Άννα » έλεγε η μια στην άλλη , και έτρεξαν να σε σφίξουν στην αγκαλιά τους πνιγοντάς σε στα φιλιά . Καθίσαμε στην αυλίτσα σου και εσυ πάντα στη θεσούλα σου ,δίπλα στην πόρτα ,κάτω απο το 64 (αβέρωφ), σε λίγο η αυλίτσα σου γέμισε απο φίλους. Το Καφέ δίπλα είχε στη διαπασών την κόρη απο την Κω για το καλωσόρισμα σου.
Το μεσημέρι γέμισε το τραπέζι σου, το καλομαγειρεμένο φαγητό της Γκούνης μας , το γευστικότατο πλιγούρι της Ζαχαρούλας μας και το τέλειο ραβανί της Στεργίας που έφερε η κα Έλλη μας αλλά και της Παρίτσας μας . Απο το μεσημέρι της Δευτέρας που φτάσαμε μέχρι την Πέμπτη το βραδυ δεν σταμάτησες να μίλας , να τραγουδάς και να ευχαριστιέσαι με όλους τους φίλους σου που πέρασαν αυτές τις μέρες να σε δουν και να σε καλωσορίσουν , η ενέργειά σου η ζωντάνια σου απίστευτη , τόσο μάλιστα που με έκπληξη σχολιάστηκαν απο πολλούς .διψούσες να μάθεις τα νέα τους, ρωτούσες για όλους , γελουσες δυνατά με τα αστεία του Γιώργου του Κουσουδάκη που όσο σε έβλεπε και γελούσες αλλα τόσα σου έλεγε.
Ήρθαν οι παλιοί σου συνεργάτες και καλοί φίλοι ο Δημήτρης Βοναπάρτης και ο Γιώργος Σκαρπαθιωτάκης.
Ανοίξατε μπροστά μου το χρονοντούλαπο των αναμνήσεων σας και μπήκατε με μιας στη μηχανή του χρόνου αναπωλώντας και ανασύροντας απο τη μνήμη σας υπέροχες στιγμές των συνεργασιών σας με κάθε λεπτομέρεια .
Σας παρακολουθούσα και τους τρείς με πολύ μεγάλη προσοχή κάνοντας εικόνα ό,τι άκουγα προσπαθώντας να καταγράψω στο μυαλό μου όλη αυτη την ευτυχή συνάντηση που είχατε μετα απο 10-15 χρόνια οι τρείς σας .
Όταν σας ζήτησα να σας βγάλω μια φωτογραφία πόζαρες με καμάρι και συγκίνηση αναμεσά τους ακουμπώντας τα χέρια σου στον έναν και στον αλλον χαρίζοντας μου μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική εικόνα, με συνθέτη, μουσικό και ερμηνεύτρια.
Ήταν τόση η χαρά σου που δεν δίστασες μάλιστα να τους προτείνεις να κάνετε κάτι ακόμα μαζί όσο ήταν καιρός , τώρα που η φωνή σου είχε επανελθει και πάλι μετά τη λοίμωξη του αναπνευστικού που πέρασες τα Χριστούγεννα.
Ήρθαν να σε δούν η κα Κατσίλη με την κα Φάκου απο το λύκειο των Ελληνίδων . Θυμηθήκατε παλιές,όμορφες στιγμές απο εκδηλώσεις με το Λύκειο θαυμάζοντας σε που μέχρι και πριν 3-4 χρόνια έπαιξες το Λιγγέρι.
Ήταν έκδηλος ο θαυμασμός τους για την άριστη κατάσταση της μνήμης σου, ήρθαν ακόμα οι καλόι σου και έμπιστοι φίλοι ο κος Νίκος Ιτσινές και ο κος Βασίλης Χατζηβασιλείου που όπως πάντα ήταν κοντά στα δύσκολα σου έτσι και τώρα του εξέφραζες την αγωνία σου και την στεναχώρια για το αρχείο σου αλλά και τον καημό σου για το βιβλίο της βιογραφίας σου που τόσο πολύ ήθελες να το δεις και να το πιάσεις στα χέρια σου όσο ζούσες …σε άκουσαν και οι δυό με μεγάλη προσοχή,νιώθοντας και κατανοώντας την αγωνία σου όπως κάθε φορα άλλωστε.
Και όλο να δέχεσαι κόσμο , δεν ήθελες ούτε να ξαπλώσεις το μεσημέρι , συνωμοτικά όμως όλοι μας όταν ήταν η ώρα σκορπούσαμε για να έχεις την απαραίτητη ξεκούραση που χρειαζόσουν και ας διαμαρτυρώσουν για το αντίθετο και πράγματι δεν ήθελες να κοιμηθείς , δεν ήθελες να μείνεις μόνη.
Άπαντουσες στο τηλέφωνο που το έπαιρνες άκομα και δίπλα στο κρεβάτι σου γιατί δεν σταματούσε να χτυπά απο την ημέρα που ήρθες, ήθελες ακόμα και αυτό το τηλεφωνικό καλωσόρισμα αποσπώντας τους με το δικό σου τρόπο την υπόσχεση ότι θα έρθουν σύντομα να τους δείς.
»Ήρθα, εδώ είμαι..σας περιμένω ν’αποσπερίσουμε..»
Τώρα διαπίστωνες για μια ακόμα φορά,ότι όχι μόνο δεν σε είχαν ξεχάσει αλλα κατανοούσαν με αγάπη εκτιμώντας την Άννα τους που ήσουν πια στο 95ο έτος της ζωής σου να μην την επιβαρύνουν επισκέπτοντας την όλοι μαζί τις πρώτες μέρες.
Επιστρέψαμε στην Κω τη Δευτέρα… την Κυριακή θα έπρεπε να φύγω. Κάθε μερα με ρωτούσες »Πώς θα φύγεις Γιάννη ? Πώς θα με αφήσεις?» …
Μου τραγουδούσες… »Πώς θα το πεις το έχε γειά και πώς θα μπείς στη βάρκα…» (Βάρκα μου μπογιατισμένη).
Την Παρασκευή το πρωί ξύπνησες πάλι με την ίδια ευχάριστη διάθεση που είχες όλες τις προηγούμενες μέρες .
Ήμουν κάτω την ώρα που ξύπνησες … » Καλημέρα.. πώς κοιμήθηκες καλή μου? » σε ρώτησα.
»Ααα! σαν πουλάκι!…»μου ειπες και γέλασες.
Σηκώθηκες,ετοιμάστηκες, έκανες την απαραίτητη πρωινή σου βόλτα απο την μια πόρτα του σπιτιού σου στην άλλη πίσω όπως κάθε μέρα και θα καθόσουν στο τραπέζι για το πρωινό σου που ήταν ήδη έτοιμο.
Ανεβαίνω στον πάνω όροφο μέχρι να τελειώσεις το πρωινό σου, δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ακούω την Γκούνη να μου φωνάζει τρομαγμένη ..»Γιάννη, έλα γρήγορα κάτω η κα Άννα δεν είναι κάλα…»
Καθόσουν στον καναπέ μπροστά στο τσάι σου που ούτε το κουτάλι δεν είχες αγγίξει, η ώρα ήταν 10 και μισή, κρατούσες με το χέρι σου χαμηλά στο θώρακα σου και μου έδειχνες το σημείο που πονάς , ένα δυνατό πόνο εδώ- στο κρυόψυχο Γιάννη.
Πήρα αμέσως τον καρδιολόγο σου που σε παρακολουθούσε χρόνια, τον ενημέρωσα τι ακριβώς συμβαίνει και μου είπε να πάμε στο νοσοκομείο για εξετάσεις αίματος.
Κάλεσα αμέσως ταξί και του ανέφερα ότι είναι επείγον… σε πέντε λεπτά ήταν στην Αβέρωφ.
Με τα πόδια μπήκε η κα Άννα μας στο ταξί.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο, έγιναν όλες οι απαραίτητες εξετάσεις που το διαγνωστικό αποτέλεσμα έδειξε ότι έπασχες απο κολπική μαρμαριγυ.
Πήγαμε σε θάλαμο της παθολογικής κλινικής μιας και η καρδιολογική δεν λειτουργούσε αλλα ούτε υπήρχε και καρδιολόγος μόνιμος στο νοσοκομείο (μια πληγή που αιμοραγεί εδω και χρόνια στο Γ.Ν Κω που έχουν πληρώσει με τη ζωή τους πολλοί συνάνθρωποι μας) .
Ο πόνος επέμενε μέχρι αργά το μεσημέρι, αυτό σου έριξε την ψυχολογία και απο το μεσημέρι και μετά λες και το ήξερες τι θα συμβεί μιλούσες συνεχώς για τον θάνατο λέγοντας μου τι έπρεπε να κάνω για να είσαι έτοιμη στο φευγιό σου , έτσι όπως εσύ ήθελες και επιθυμούσες…έδινες εντολές.
Σου είπα κάποια στιγμή ..»Αν δεν σταματήσεις να μίλας για αυτό το θεμα θα βγω έξω, δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα σκέφτεσαι,θα μας δώσουν ό,τι χρειάζεται και θα πάμε σπίτι » δεν ξέρω αν κορόιδευα έσενα ή εμένα που δεν ήθελα να πιστέψω ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τόσο κακό
– »Οχι δεν ξαναλέω, μην φύγεις Γιάννη άλλα ο πόνος αυτός είναι ο ίδιος απο το πρωί και δεν με έχει αφήσει ούτε λίγο»
Απο τις δέκα και μισή το πρωί που πήγαμε στο νοσοκομείο μέχρι τις 7 το απόγευμα ήμουν μαζί σου και συζητούσαμε μέχρι τελευταία στιγμή »Μην αργήσεις ,Γιάννη» μου είπες..
-»Όλο το βράδυ θα είμαστε μαζί…» σου ειπα ,πιστεύοντας ότι θα ξεπεράσουμε κι αυτό το συμβάν .
Έπείδη θα έμενα όλη τη νύχτα μαζί σου πήγα σπίτι ώστε να γυρίσω στις 11 το βράδυ για να έφευγε η Γκούνη.
Ούτε μια ώρα δεν κάθισα στο σπίτι, η Γκούνη με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι δεν σε βλέπει καλά.
Γυρίζω αμέσως πίσω όπου πράγματι διαπίστωσα την επιδείνωση της υγείας σου ,ενώ άκουγες τι σου έλεγα δυστυχώς δεν μπορούσες να μου μιλήσεις.
Φώναξα τους γιατρούς και ετοίμαστηκαν να κάνουν καρδιογράφημα. Αυτό το καρδιογράφημα δεν ολοκληρώθηκε ποτε… Η καρδούλα σου σταμάτησε να χτυπά στις 9 και τέταρτο το βράδυ …
Από εκεί και πέρα αποφάσισες να ζείς αλλιώς….