Υπό την ασφυκτική πίεση της τρόικας αλλά και του χρόνου, που πλέον εξαντλείται, τελεί η ελληνική κυβέρνηση, καθώς οι ελεγκτές μοιάζουν να μετέρχονται, στην τελευταία αξιολόγηση του Mνημονίου, κάθε μέσο πίεσης προς την ελληνική πλευρά.
Μέχρι αργά χθες το βράδυ, όπως παραδέχθηκε και ο υπουργός Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελης, ο χρόνος άφιξης της τρόικας στην Αθήνα παρέμενε άγνωστος, ενώ από τις Βρυξέλλες αναδεικνυόταν ο κίνδυνος η ελληνική αξιολόγηση να μην ολοκληρωθεί έως το Εurogroup της 8ης Δεκεμβρίου. Η στάση της τρόικας έχει σκληρύνει πάρα πολύ, σκλήρυνση με την οποία συμφωνεί, όπως αναφέρουν ασφαλείς πληροφορίες, και το Βερολίνο, καθώς ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εμφανίζεται απογοητευμένος από τις επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα των μεταρρυθμίσεων. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική «επένδυση» που είχε κάνει η Αθήνα στη φιλελληνική στάση του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ δεν φαίνεται να αποδίδει.
Σήμερα προγραμματίζεται (ώρα 15.00) συνάντηση των κ. Αντ. Σαμαρά και Ευ. Βενιζέλου για την επισκόπηση της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί. Το Μαξίμου, πάντως, χθες διεμήνυε, και διά στόματος Σοφίας Βούλτεψη, ότι ουδέν ζήτημα υπάρχει και «ο κ. Γκ. Χαρδούβελης», με τον οποίο ο κ. Σαμαράς είχε κατ’ ιδίαν συνάντηση, «απολαύει της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού».
Πηγές κοντά στον πρωθυπουργό έκαναν λόγο για μια ιδιαιτέρως δύσκολη διαπραγμάτευση, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι δεν είναι στις προθέσεις της Αθήνας και, κατά την άποψή τους, ούτε των πιστωτών, η αναστολή της διαδικασίας. «Η διαπραγμάτευση έχει και χρονικά όρια, κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να επιστρέψουν εντός της εβδομάδας», σημείωνε και στέλεχος του ΥΠΟΙΚ. Ωστόσο, δεν έχει περάσει απαρατήρητη η επιφυλακτική στάση που τηρεί η Ευρωζώνη, ακριβώς στο σημείο που η Ελλάδα έχει ανάγκη στήριξης για το τελικό άλμα στη νέα εποχή. Είναι ενδεικτικό ότι, εν αντιθέσει προς το μπαράζ θετικών δηλώσεων όταν η Αθήνα βγήκε στις αγορές, η επιστροφή της χώρας, έπειτα από έτη ύφεσης, σε αναπτυξιακούς ρυθμούς μάλλον δεν υπέπεσε στην αντίληψη των Βρυξελλών.
Τα δημοσιονομικά
Η κυβέρνηση βρίσκεται στη μέγγενη των πιστωτών, που εγείρουν ζητήματα δημοσιονομικής υφής (εκτιμώντας ότι το δημοσιονομικό κενό για το 2015 κυμαίνεται μέχρι του ποσού των 3,6 δισ.), διατηρούν τις ενστάσεις τους για τη ρύθμιση οφειλών, ενώ απαιτούν και διαρθρωτικές αλλαγές, εν προκειμένω στο ασφαλιστικό και στα εργασιακά. Προφανώς, όπως έχει συμβεί σε όλες τις μέχρι σήμερα αξιολογήσεις, η συμφωνία, εφόσον επιτευχθεί, θα περιλαμβάνει υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές.
Επί παραδείγματι, οι ελεγκτές εκτιμάται ότι θα εμφανιστούν πιο συγκαταβατικοί στο δημοσιονομικό πεδίο, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα διασφαλίσουν την προώθηση συγκεκριμένων διαρθρωτικών μέτρων. Αυτά, όμως, με τη σειρά τους είτε θα έχουν βαριές συνέπειες στην εκλογική απήχηση των κομμάτων της συμπολίτευσης, όπως η αλλαγή ορίων ηλικίας και ύψους συντάξεων, είτε θα δοκιμάσουν τη συνοχή της κυβέρνησης, όπως θα συμβεί με τα εργασιακά στα οποία εναντιώνεται το ΠΑΣΟΚ.
Αν και οι κ. Σαμαράς και Βενιζέλος συμφωνούν στην επιδίωξη να οριστικοποιηθούν η αξιολόγηση και η συμφωνία για την προληπτική γραμμή πίστωσης, οι προσεγγίσεις τους στην τελική ευθεία μοιάζουν αποκλίνουσες. Το Μαξίμου εμφανίζεται πλέον ελαστικό στο ζήτημα του συνδικαλιστικού νόμου, του τρόπου προκήρυξης των απεργιών και, πιθανώς, των ομαδικών απολύσεων, που συνιστούν ζητήματα εγγεγραμμένα στο DNA του ΠΑΣΟΚ και, συνεπώς, «κόκκινες γραμμές» γι’ αυτό. Στον αντίποδα, ο κ. Βενιζέλος εμφανίζεται περισσότερο ανοιχτός στο ενδεχόμενο ελεγχόμενων προσαρμογών στα ειδικά καθεστώτα ΦΠΑ, εξ ου και έκανε τη διάκριση μεταξύ μεγάλων και μικρών νήσων.
Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή μοιάζει να συναντά την έντονη αντίδραση στελεχών του Μεγάρου Μαξίμου.
kathimerini.gr