Δημοσιεύθηκε η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) των αναπλ. υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης Αλ. Χαρίτση, Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη και του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Χρήστου Σπίρτζη,
σύμφωνα με την οποία εγκρίνεται η χορήγηση επιδότησης ενοικίου ή συγκατοίκησης στους ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές κατοικιών που επλήγησαν από το μεγάλο καταστροφικό σεισμό της Λέσβου στις 12 του περασμένου Ιουνίου.
Η επιδότηση αφορά κατοικίες για τις οποίες έχουν εκδοθεί ή Πρωτόκολλο Αυτοψίας Επικίνδυνα Ετοιμόρροπου Κτίσματος (Π.Α.Ε.Ε.Κ.) ή Δελτίο Δευτεροβάθμιου Ελέγχου ή Έκθεση Αυτοψίας Ολοσχερούς Καταστροφής Σεισμοπλήκτου Κτίσματος ή πόρισμα χαρακτηρισμού τους ως προσωρινά ακατάλληλες για χρήση από το σεισμό της 12ης Ιουνίου, σε περιοχές όλης της Περιφερειακής Ενότητας Λέσβου.
Στην ΚΥΑ ορίζεται προθεσμία έξι μηνών από τη δημοσίευση της σε Φ.Ε.Κ., δηλαδή από 1ης Σεπτεμβρίου, για την υποβολή από τους ενδιαφερόμενους, αίτησης στη Διεύθυνση Αποκατάστασης Επιπτώσεων Φυσικών Καταστροφών (Δ.Α.Ε.Φ.Κ.) συνοδευόμενης με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Στις περιπτώσεις που δεν έχει παραληφθεί, εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας, το Πρωτόκολλο Αυτοψίας Επικίνδυνα Ετοιμόρροπου Κτίσματος (Π.Α.Ε.Ε.Κ.) ή δεν έχει εκδοθεί, μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη, Έκθεση Αυτοψίας Ολοσχερούς Καταστροφής Σεισμοπλήκτου Κτίσματος ή πόρισμα χαρακτηρισμού της κατοικίας ως προσωρινά ακατάλληλης για χρήση, τότε ο ενδιαφερόμενος έχει προθεσμία έξι μηνών, από τη λήψη των προαναφερομένων, για την υποβολή αίτησης, συνοδευόμενης από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, για τη χορήγηση επιδότησης ενοικίου ή συγκατοίκησης.
Σύμφωνα με την ΚΥΑ την επιδότηση ενοικίου ή συγκατοίκησης δικαιούνται οι οικογένειες, των οποίων η πληγείσα κατοικία αποτελούσε τη μόνιμη και κύρια κατοικία τους και οι οποίες θα ενοικιάσουν ή θα φιλοξενηθούν, για την προσωρινή διαμονή τους, σε κατοικία εντός της Περιφερειακής Ενότητας που βρίσκεται το πληγέν κτίσμα, εφόσον δεν διαθέτουν κενή ή δευτερεύουσα κατοικία σε απόσταση μικρότερη των 50 χιλιομέτρων από τη σεισμόπληκτη κατοικία τους, που να καλύπτει τις στεγαστικές τους ανάγκες.
Επιπλέον, στους ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές κατοικιών που διέμεναν μόνιμα στην τοπική κοινότητα Βρίσας της Δημοτικής Ενότητας Πολιχνίτου του Δήμου Λέσβου θα χορηγηθεί επιδότηση ενοικίου ή συγκατοίκησης και σε όσους η κύρια και μόνιμη κατοικία τους έχει κριθεί ως «κτίριο κατάλληλο για χρήση (πράσινο)» και για το χρονικό διάστημα από την ημέρα του σεισμού έως την άρση της εκκένωσης της Τοπικής Κοινότητας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διαθέτουν κενή ή δευτερεύουσα κατοικία σε απόσταση μικρότερη των 50 χιλιομέτρων από τη σεισμόπληκτη κατοικία τους, που να καλύπτει τις στεγαστικές τους ανάγκες.
Η επιδότηση ενοικίου/συγκατοίκησης, που θα χορηγείται στους δικαιούχους, ορίζεται στο ποσό των 300 ευρώ το μήνα για μεμονωμένα άτομα, 350 ευρώ το μήνα για οικογένειες μέχρι και τριών ατόμων, 400 ευρώ για οικογένειες τεσσάρων ατόμων και 500 ευρώ για οικογένειες περισσοτέρων ατόμων.
Στην ΚΥΑ αναφέρονται, επίσης, σειρά άλλων λεπτομερειών που αφορούν την επιδότηση ενοικίου η συγκατοίκισης.
Σύμφωνα με το συντονιστή για το σεισμό στη Λέσβο, Βασίλη Τεντόμα, από αύριο Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου θα κατατίθενται τα σχετικά δικαιολογητικά από τους δικαιούχους της επιδότησης στα γραφεία της ΔΑΕΦΚ Λέσβου (Γενική γραμματεία Αιγαίου στο Κιόσκι της Μυτιλήνης).
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Υπέρογκους φόρους σε χιλιάδες ανέργους, φοιτητές, νοικοκυρές και γενικότερα υποαπασχολούμενους πολίτες, οι οποίοι το 2016 απέκτησαν πάρα πολύ χαμηλά εισοδήματα, προερχόμενα από ενοίκια και ακόμη πιο πενιχρά ποσά εισοδημάτων από περιστασιακή απασχόληση,
καθώς επίσης και σε δικαιούχους πολύ μικρών ποσών οικογενειακών επιδομάτων του ΟΓΑ, οι οποίοι το 2016 απέκτησαν ταυτόχρονα και πολύ χαμηλά εισοδήματα από ενοίκια, καταλογίζουν φέτος οι υπηρεσίες της πρώην Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και νυν Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Στις περιπτώσεις αυτές, επειδή τα δηλούμενα εισοδήματα είναι πάρα πολύ χαμηλά, οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ κατά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων προσδιορίζουν το ύψος των φορολογητέων εισοδημάτων με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης. Δηλαδή, σε κάθε τέτοια περίπτωση λαμβάνουν υπόψη τους το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ που ισχύει για τον άγαμο φορολογούμενο ή των 2.500 ευρώ που ισχύει για τον έγγαμο και προσθέτουν στο ποσό αυτό τυχόν επιπλέον ποσά τεκμηρίων διαβίωσης, εφόσον ο φορολογούμενος διέμεινε, κατά τη διάρκεια του 2016, σε κατοικία ιδιόκτητη, ενοικιαζόμενη ή δωρεάν παραχωρηθείσα ή εφόσον κατείχε και κάποιο Ι.Χ. αυτοκίνητο.
Στη συνέχεια, η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος, που προκύπτει λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων διαβίωσης, φορολογείται όχι με την ευνοϊκή κλίμακα υπολογισμού του φόρου, η οποία ισχύει για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και προβλέπει αφορολόγητο όριο εισοδήματος 6.636 – 9.545 ευρώ, αλλά με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από επιχειρηματικές δραστηριότητες, βάσει της οποίας το φορολογητέο εισόδημα υπόκειται σε φόρο υπολογιζόμενο με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ! Eτσι, η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φορολογουμένων επιβαρύνεται με φόρο 22%! Στη συνέχεια επί του φόρου που προκύπτει επιβάλλεται και προκαταβολή φόρου με συντελεστή αυξημένο από 75% σε 100%! Συνολικά, δηλαδή, για ένα φορολογούμενο με πολύ χαμηλό εισόδημα από ενοίκια και με πολύ μικρότερο εισόδημα από περιστασιακή απασχόληση ή από οικογενειακά επιδόματα του ΟΓΑ, η πρόσθετη διαφορά εισοδήματος που προκύπτει βάσει τεκμηρίων φορολογείται με τελικό συντελεστή 44%!
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ εφαρμόζουν αποκλειστικά τις διατάξεις της παραγράφου 1β του άρθρου 34 του νόμου 4172/2013 (του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), σύμφωνα με τις οποίες επί της πρόσθετης διαφοράς τεκμαρτού εισοδήματος εφαρμόζεται η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων, στην οποία ισχύει συντελεστής 22% από το πρώτο ευρώ, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του δηλωθέντος εισοδήματος δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία ή συντάξεις!
Αντιθέτως, στις περιπτώσεις αυτές δεν ισχύουν συνδυαστικά και οι διατάξεις της παραγράφου 35Α του άρθρου 72 του ν. 4172.2013 σύμφωνα με τις οποίες:
«Οταν το πραγματικό εισόδημα των φορολογουμένων δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ και εφόσον δεν ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα για την οποία απαιτείται η υποβολή δήλωσης έναρξης εργασιών ή ατομική αγροτική δραστηριότητα, το εισόδημα αυτό, εξαιρουμένου του εισοδήματος από κεφάλαιο και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, φορολογούνται με την κλίμακα των μισθωτών-συνταξιούχων…».
Το αποτέλεσμα είναι να επιβάλλονται εξωπραγματικοί φόροι εισοδήματος σε χιλιάδες φορολογούμενους με πενιχρά εισοδήματα από ακίνητα που είναι ταυτόχρονα άνεργοι ή φοιτητές και περιστασιακά απασχολούμενοι ή οικογενειάρχες που λαμβάνουν μικρά ποσά επιδομάτων στήριξης τέκνων από τον ΟΓΑ.
Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να είχε λυθεί αν οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ εφάρμοζαν συνδυαστικά τις παραπάνω διατάξεις, ώστε οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι να μην καλούνται να πληρώνουν υπέρογκους φόρους. Εναλλακτικά η λύση στο πρόβλημα θα μπορούσε να είχε δοθεί και από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών με νομοθετική ρύθμιση που θα ξεκαθάριζε ότι και στις περιπτώσεις ταυτόχρονης ύπαρξης πενιχρού εισοδήματος από ακίνητα και πενιχρού εισοδήματος από περιστασιακή απασχόληση η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης φορολογείται με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία και όχι με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από επιχειρηματικές δραστηριότητες.