ΗΕλλάδα ήταν τρίτη στην αύξηση του χρέους - δημόσιου και ιδιωτικού – πέρυσι που έριξε βαριά τη σκιά του ο κορονοϊός, όπως προκύπτει από έκθεση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF).
Σύμφωνα με την έκθεση (global debt monitor), οι αυξήσεις ήταν ιδιαίτερα μεγάλες στην Ευρώπη, με το χρέος των κυβερνήσεων, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (εκτός των τραπεζών) ως ποσοστό του ΑΕΠ να αυξάνεται στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ελλάδα περί τις 50 ποσοστιαίες μονάδες.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος, η αύξηση του χρέους έγινε από τις κυβερνήσεις – ιδιαίτερα στην Ελλάδα, την Ισπανία, τη Βρετανία και τον Καναδά. Η Ελβετία ήταν η μόνη αναπτυγμένη χώρα - μεταξύ των 61 συνολικά χωρών της που περιλαμβάνονται στην ανάλυση του IIF – η οποία κατέγραψε μείωση του ποσοστού χρέους της.
Η πανδημία πρόσθεσε 24 τρισ. δολάρια στο παγκόσμιο χρέος πέρυσι, το οποίο ανήλθε στο ύψος – ρεκόρ των 281 τρισ. δολαρίων. Ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, το χρέος αυξήθηκε κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες σε πάνω από το 355% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με τη μελέτη.
Ειδικότερα, στα κρατικά προγράμματα στήριξης οφείλεται το μισό της αύξησης, ενώ οι επιχειρήσεις, οι τράπεζες και τα νοικοκυριά αύξησαν το χρέος τους κατά 5,4 τρισ. δολάρια, 3,9 τρισ. δολάρια και 2,6 τρισ. δολάρια, αντίστοιχα.
Η αύξηση αυτή του χρέους είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, όταν είχε αυξηθεί το 2008 και το 2009 κατά 10 και 15 μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τη μελέτη είναι πολύ λίγες οι ενδείξεις σταθεροποίησης του χρέους βραχυπρόθεσμα, καθώς το επίπεδο δανεισμού αναμένεται να διαμορφωθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα (σε σχέση με τα προ κορονοϊού επίπεδα) σε πολλές χώρες και τομείς και φέτος, στηριζόμενο από τα σταθερά χαμηλά επιτόκια, αν και μία επανεκκίνηση των οικονομιών θα συμβάλει στον μετριασμό της αύξησης καθώς θα αυξηθεί το ΑΕΠ.
«Αναμένουμε το παγκόσμιο δημόσιο χρέος να αυξηθεί κατά επιπλέον 10 τρισ. δολάρια φέτος και να ξεπεράσει τα 92 τρισ. δολάρια», σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας ότι η σταδιακή μείωση της στήριξης μπορεί να φανεί επίσης πιο δύσκολη απ’ ότι μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.
«Η πολιτική και κοινωνική πίεση θα μπορούσε να περιορίσει τις κυβερνητικές προσπάθειες για τη μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους, υπονομεύοντας την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν μελλοντικές κρίσεις. Αυτό θα μπορούσε επίσης να περιορίσει τις αντιδράσεις της πολιτικής για τον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή και την απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου», προσθέτει.
Στις αναδυόμενες αγορές, τη μεγαλύτερη αύξηση των ποσοστών χρέους σημείωσε η Κίνα, ακολουθούμενη από την Τουρκία, την Κορέα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
«Μία πρόωρη απόσυρση των κρατικών μέτρων στήριξης μπορεί να σημάνουν την αύξηση των χρεοκοπιών και ένα νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων», σημείωσε το IIF. Ωστόσο, μία διαρκής εξάρτηση από την κρατική στήριξη μπορεί, επίσης, να δημιουργήσει «συστημικούς κινδύνους», ενθαρρύνοντας τις αποκαλούμενες εταιρείες «ζόμπι» - τις πιο αδύναμε και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις – να αυξήσουν και άλλο τα χρέη τους.