Στη συζήτηση Επίκαιρης Ερώτησης του βουλευτή Δωδεκανήσου Δημήτρη Κρεμαστινού προς τον Υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, ο Υπουργός Οικονομικών προσήλθε για να απαντήσει σχετικά με τις πρόσφατες δηλώσεις του για τη μεταβολή του καθεστώτος ΦΠΑ των νησιών του Αιγαίου.
Ο Δημήτρης Κρεμαστινός, ανέφερε ότι επανέρχεται αναγκαστικά στο θέμα μετά την αλλαγή των δηλώσεων του Υπουργού Οικονομικών μέσα σε λιγότερο από 2 μήνες, θυμίζοντας στον Γ. Βαρουφάκη τη δέσμευση που είχε κάνει ότι όσο είναι Υπουργός Οικονομικών δε θα υπογράψει καμία μεταβολή στο ΦΠΑ των νησιών. Είπε επίσης προς τον Υπουργό Οικονομικών ότι οι δηλώσεις του δημιούργησαν κλίμα αδρανοποίησης στον κλάδο του Τουρισμού και όλοι περιμένουν να δουν τι θα γίνει τελικά όσον αφορά τον ΦΠΑ, ευρισκόμενοι στην περίοδο που υπογράφονται συμβάσεις. Για το λόγο αυτό, ζήτησε από τον Υπουργό «ένα τέτοιο σοβαρό θέμα, να απαντηθεί με τη δέουσα σοβαρότητα.»
Ο Υπουργός Οικονομικών, απαντώντας, παραδέχθηκε τη δέσμευση που είχε κάνει και είπε ότι οι πιέσεις που δέχεται η Κυβέρνηση για το ΦΠΑ των νησιών στο πλαίσιο της τετράμηνης δανειακής παράτασης είναι ασφυκτικές και ότι μέχρι 1η Σεπτεμβρίου δε θα υπάρξει αλλαγή. Και συνέχισε, λέγοντας:
«Όπως καταλαβαίνετε, κύριε Κρεμαστινέ, δέσμευση στο διηνεκές δεν μπορεί να υπάρξει από κανέναν, πέραν της προσωπικής δέσμευσής μου ότι θα παλέψουμε, ώστε η νησιωτική πολιτική μας να είναι τέτοια που να συνάδει και με τις δικές σας αγωνίες και με τις αγωνίες και τις προσδοκίες των κατοίκων των νησιών του Αιγαίου.
Θέλω να σας πληροφορήσω ότι στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται αυτήν ταύτην τη στιγμή, όλες αυτές τις εβδομάδες, ακόμα και σήμερα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια απολύτως ανάλγητη στάση απέναντι στις ανάγκες των νησιών μας. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος σε αυτό. Η πίεση είναι ασφυκτική, παρά τα πολύ ισχυρά επιχειρήματα της δικής μας πλευράς, τα οποία, όπως σας είχα πει και την περασμένη φορά, τα καταθέτουμε σε όλα τα επίπεδα, από το επίπεδο του Πρωθυπουργού όταν μιλάει με Αρχηγούς κρατών, στο δικό μου, στο πλαίσιο του Eurogroup, των Υπουργών Οικονομικών, στο πλαίσιο του Brussels Group, των τεχνικών κλιμακίων.»
Ο Δημήτρης Κρεμαστινός, έθεσε το ζήτημα στις πραγματικές, ευρείες διαστάσεις του λέγοντας:
«Το θέμα του ΦΠΑ των νησιών δεν είναι καν θέμα των Βουλευτών ή ενός Βουλευτού που υπερασπίζεται για μικροπολιτικούς λόγους τους ψηφοφόρους του. Είναι θέμα εθνικό. Αν αναλογιστείτε ότι στη Μεσσηνία φτιάχτηκε μια πολύ καλή ξενοδοχειακή μονάδα και αυξήθηκε αποδεδειγμένα κατά 70% μέσα σε ένα χρόνο ο τουρισμός της περιοχής, θα αντιληφθείτε ότι αν είχαμε τέτοιες υποδομές κατά μήκος όλων των ακτών, όχι μόνο των νησιών αλλά και της ενδοχώρας, τι αύξηση θα είχε ο τουρισμός, σε μια χώρα που έχει την καλύτερη πρώτη ύλη για τον τουρισμό και είναι τελευταία από πλευράς αριθμών σε όλη τη Μεσόγειο. Μας έχει ξεπεράσει ακόμα και η γείτονα Τουρκία που είχε πολύ μικρότερα νούμερα, σχεδόν μηδαμινά.
Η τρόικα λοιπόν πρέπει να καταλάβει ότι ο τουρισμός είναι το οξυγόνο της Ελλάδας αυτή τη στιγμή, διότι όλες οι άλλες πλουτοπαραγωγικές πηγές που υπάρχουν είναι ακόμα σε βρεφονηπιακό στάδιο.»
Και επισημαίνοντας τους κινδύνους για τη νησιωτική οικονομία, ο Δ. Κρεμαστινός πρόσθεσε:
«Πρέπει λοιπόν να επανέλθετε με πιο δυναμικό τρόπο στο θέμα αυτό, γιατί δεν είναι μικροπολιτικό θέμα αλλά θέμα επιβίωσης της χώρας. Κατά συνέπεια, εκτιμώ αυτό που έχετε πει ότι ένα μέρος του ΦΠΑ θα επιστρέφεται στους κατοίκους. Είναι θετικό. Το χειρότερο όμως είναι ότι όλη η εμπορική, η οικονομική και τουριστική ζωή θα μηδενιστεί.
Υπάρχουν νησιά που απέχουν από τη γείτονα χώρα μερικά λεπτά με το ταχύπλοο. Αντιλαμβάνεστε ότι ακόμα και οι Έλληνες θα πηγαίνουν να αγοράζουν από την άλλη ακτή τα πάντα. Θα έχουμε δηλαδή μια καθίζηση, μια νέκρωση, αν θέλετε, του εμπορίου της χώρας. Γιατί το εμπόριο της χώρας σε επίπεδο τουρισμού είναι το πρώτο.
Δεν είναι λοιπόν τόσο απλό το πράγμα. Γι’ αυτό σάς υποβάλω την ερώτηση. Είναι μια αδήριτη πραγματικότητα.»
Ο Υπουργός Οικονομικών ευχαρίστησε τον καθηγητή Κρεμαστινό για την ερώτηση που του υπέβαλε, λέγοντας:
«Και εγώ στη θέση σας την ίδια ερώτηση θα έθετα. Και σας ευχαριστώ που την βάζετε στο τραπέζι της συζήτησης. Είναι πολύ σημαντικό να πιέζεται η Κυβέρνησή μας, στη διάρκεια αυτής της διαπραγμάτευσης, να μην εγκαταλείψει τον ιερό σκοπό της θωράκισης της νησιωτικής Ελλάδας και της περαιτέρω ανάπτυξής της».
Για το συνολικό ζήτημα της ανάπτυξης της οικονομίας των νησιών, πρόσθεσε:
«Θέλω να σας πω ότι όσον αφορά το τουριστικό προϊόν των νησιών, αλλά και γενικότερα της Ελλάδας στο σύνολό της, δεν είναι θέμα μόνο φορολογίας και το γνωρίζετε αυτό. Υπάρχουν πολλά που πρέπει και μπορούν να γίνουν, έτσι ώστε να υπάρξει αναβάθμιση, ώστε να μην θέλει, να μην το συζητάει καν κάποιος να πάει στα διπλανά παράλια και ας υπάρχει μια μικρή διαφορά. Γιατί ξέρετε ότι δεν μπορούμε να εμπλακούμε σε έναν αγώνα δρόμου προς τα κάτω για το ποιος θα έχει το χαμηλότερο ΦΠΑ, με μια χώρα σαν την Τουρκία ή σαν την Κύπρο με άλλους φορολογικούς παραδείσους.
Γι’ αυτό μίλησα για μια αναπτυξιακή πολιτική για τα νησιά στο σύνολο που έχει να κάνει με τις μεταφορές, με το ΦΠΑ. Για παράδειγμα, στο θέμα των αγορών που κάνουν οι τουρίστες στα νησιά θα πρέπει να ενεργοποιήσουμε πολύ πιο έντονα και με μη γραφειοκρατικές διαδικασίες την επιστροφή του ΦΠΑ στους τουρίστες που κάνουν αγορές, για παράδειγμα στη Ρόδο και μετά φεύγουν από το Αεροδρόμιο της Ρόδου. Όπως γίνεται παγκοσμίως, η επιστροφή μπορεί να γίνεται εκείνη τη στιγμή στο Αεροδρόμιο της Ρόδου, ώστε να μην υπάρχει κίνητρο για αυτόν τον αγώνα δρόμου προς τα κάτω όσον αφορά τον ανταγωνισμό με χώρες, όπως η Τουρκία.
Αυτό όμως που έχει σημασία, είναι η Ευρώπη επιτέλους να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της και να μπορούμε αυτές τις συζητήσεις, για το ΦΠΑ στα νησιά για παράδειγμα, να τις κάνουμε με τους Ευρωπαίους εταίρους μας στη βάση του κοινού ευρωπαϊκού κεκτημένου, στη βάση του κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος, στη βάση κοινών ευρωπαϊκών αξιών για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι Ευρωπαίοι νησιώτες, όχι οι Έλληνες νησιώτες σε σχέση με τους Ισπανούς νησιώτες.
Το πρόβλημα με τους θεσμούς –είτε τους λέμε θεσμούς είτε τρόικα- είναι ότι δεν ενδιαφέρονται για τους ανθρώπους. Γι’ αυτό χρειάζεται αυτή να είναι η τελευταία διαπραγμάτευση με τους θεσμούς και από εδώ και πέρα να διαπραγματευόμαστε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομιμότητας και όχι στο πλαίσιο ενός παρανομικού αδιαφανούς πλαισίου διαπραγμάτευσης, το οποίο δεν εμπίπτει και τελικά δεν συνάδει καν με τις ευρωπαϊκές αρχές.»