×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 575

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 584

Μια πολύ παράξενη μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, αποκαλύπτει ότι όσο πιο όμορφη είσαι τόσο πιθανότερο είναι να αποφύγεις ορισμένες παθήσεις…

Ακόμα ένα λόγο να χαίρεσαι που είσαι όμορφη και γοητευτική σου δίνουν οι ερευνητές που αποκάλυψαν ότι  όσο υψηλότερη βαθμολογία έχουν κάποιοι στην κλίμακα της ομορφιάς και της γοητείας τόσο λιγότερες πιθανότητες έχουν να αντιμετωπίσουν συμπτώματα διαφόρων παθήσεων, από χοληστερόλη και υπέρταση μέχρι κατάθλιψη.

Πιο αναλυτικά, σε έρευνα που έγινε σε σε 15.000 άνδρες και γυναίκες ηλικίας 24 έως 35 ετών, οι συμμετέχοντες απάντησαν σε προσωπικές συνεντεύξεις, ερωτηματολόγια αλλά και ανάλυση του ιατρικού ιστορικού τους. Η εξωτερική εμφάνιση των συμμετεχόντων αξιολογήθηκε και κατηγοριοποιήθηκε σε πέντε υποομάδες (πολύ άσχημος, άσχημος, μέτριος, όμορφος, πολύ όμορφος).

Για κάθε σκαλί που ανέβαινε ένας άνδρας στην κλίμακα της ομορφιάς, ο κίνδυνος υψηλής χοληστερόλης έπεφτε κατά 13%, ο κίνδυνος υπέρτασης κατά 20%, ο κίνδυνος κατάθλιψης κατά 15%, ο κίνδυνος Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας κατά 23% και ο κίνδυνος τραυλισμού κατά 21%.

Για τις γυναίκες, η αναλογία ήταν η εξής: υπέρταση 21%, διαβήτης 22%, άσθμα 12%, κατάθλιψη 17%, ΔΕΠΥ 18%, τραυλισμός 18% και εμβοές 13%.

Παράλληλα, τα άτομα αυτά φάνηκε να αισθάνονται και πιο υγιή, παίρνουν λιγότερες μέρες αναρρωτική άδεια από τη δουλειά τους και λαμβάνουν λιγότερες διαγνώσεις για σωματικές και ψυχικές παθήσεις κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

Η σχέση ομορφιάς και καλής υγείας μπορεί πιθανώς να εξηγηθεί από τα καλά γονίδια, υποστηρίζουν οι ερευνητές.

Πηγή: faysbook.gr

Έπειτα από μελέτη που έγινε σε 51.000 γυναίκες με μέση ηλικία 63 ετών και για μία δεκαετία, οι ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, με επικεφαλής τον Μισέλ Λούκας, διαπίστωσαν σύμφωνα με το BBC, πως περίπου 2.600 από αυτές εμφάνισαν κατάθλιψη. Οι περισσότερες από εκείνες που εκδήλωσαν καταθλιπτικά συμπτώματα έπιναν από καθόλου έως πολύ λίγο καφέ.

Κατόπιν τούτου, οι επιστήμονες που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό «Archives of Internal Medicine» του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου, συσχέτισαν την κατανάλωση καφέ με την ψυχική διάθεση των ατόμων.

Οι μετρήσεις τους έδειξαν πως σε σχέση με τις γυναίκες που έπιναν ένα φλιτζάνι καφέ ή λιγότερο την εβδομάδα, όσες κατανάλωναν δύο έως τρία φλιτζάνια ημερησίως, είχαν κατά μέσο όρο μειωμένο κίνδυνο κατά 15% για να εμφανίσουν κατάθλιψη, ενώ όσες έπιναν τέσσερα ή περισσότερα φλιτζάνια, είχαν ακόμα λιγότερο κίνδυνο (20%).
Το πόρισμα της μελέτης συνάδει με προηγούμενες έρευνες που είχαν βρει χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών μεταξύ όσων πίνουν πολύ καφέ. Οι επιστήμονες επέμειναν, ωστόσο, στην ανάγκη να γίνουν περαιτέρω μελέτες πάνω στη σχέση καφέ-κατάθλιψης και διευκρίνισαν πως δεν μπορούν ακόμη να προτείνουν στις γυναίκες να πίνουν παραπάνω καφέ για να φτιάξουν τη διάθεσή τους.

Η καφεΐνη είναι το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο διεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος στον κόσμο και περίπου το 80% της συνολικής κατανάλωσής της γίνεται μέσω του καφέ. Η κατάθλιψη είναι μια χρόνια πάθηση που πλήττει διεθνώς διπλάσιες γυναίκες από ό,τι άνδρες.

Πρώτο το Ιράν και δεύτερο το Ιράκ..

Στο Top 10 των πιο δυστυχισμένων χωρών του πλανήτη κατατάσσεται η Ελλάδα σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας «Gallup».

Συγκεκριμένα η χώρα μας βρίσκεται στην τέταρτη θέση της… κατάταξης πίσω από το Ιράν, το Ιράκ και την Αίγυπτο.

Η εταιρεία ρώτησε ένα τυχαίο δείγμα ανθρώπων αν την προηγούμενη μέρα του γκάλοπ είχαν νιώσει θυμό, λύπη, άγχος, σωματικό πόνο και ανησυχία.
Όπως προέκυψε ανάμεσα σε αυτούς που απάντησαν τα περισσότερα… «ναι» ήταν και οι Έλληνες.

Όλο και συχνότερα φτάνουν ιστορίες στα αυτιά μας για ανθρώπους, γνωστούς και μη, οι οποίοι παραπονιούνται ότι πάσχουν από κατάθλιψη, άγχος, κρίσεις πανικού, εξάντληση, μοναξιά, χαμηλή λίμπιντο και εμμονικές ιδέες. Η καθημερινή χρήση τέτοιων όρων, οι οποίοι έχουν εισχωρήσει στην αργκό της γενιάς μας και ανταλλάσσονται με την ίδια συναδελφικότητα με την οποία θα αντάλλαζες δύο στριφτά τσιγάρα, δείχνουν ότι η ποιότητα της ζωής μας, αν μπορεί κανείς να κάνει λόγο για ποιότητα πια, πάει από το κακό στο χειρότερο. Η εργασιομανία μέχρι τελικής πτώσης, η υπερκόπωση, η δωρεάν εργασία, η εργασία χωρίς συμβάσεις, οι υπερωρίες οι οποίες δεν πληρώνονται ποτέ, καθώς και η διαρκώς αυξανόμενη πίεση από τον εκάστοτε μάνατζερ για να αυξήσεις την παραγωγικότητά σου, κάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερα σε λιγότερο χρόνο, ενώ παραμένεις χαμογελαστός, είναι πλέον η νόρμα.

Ο τρόπος αντιμετώπισης αυτής της ζοφερής πραγματικότητας και των προαναφερθέντων συμπτωμάτων, όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο, είναι να καταφύγεις στα ψυχοφάρμακα -αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά και ό,τι άλλο σου συνταγογραφήσουν οι απανταχού ψυχίατροι και «ψυχογνώστες». Η δε ευκολία με την οποία γράφουν πλέον φάρμακα, είναι μέρος μιας τάσης της ψυχιατρικής -η καθαρά βιολογική προσέγγιση- η οποία, βασισμένη στην αρχή ότι όλα αυτά τα συμπτώματα είναι καθαρά αποτέλεσμα της χημικής ανισορροπίας του εγκεφάλου, αναζητά τις ευθύνες στο ίδιο το άτομο, βγάζοντας εκτός συζήτησης κοινωνικο-πολιτικό-οικονομικούς παράγοντες.

Η ψυχίατρος Ελένη Μοσχονά, μου εξηγεί ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι διαγνώσεις και, κατ’ επέκταση η χορήγηση φαρμάκων, είναι βασισμένες πάνω σε δύο «εγχειρίδια», το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο για Ψυχικές Διαταραχές (DSM), της αμερικανικής σχολής, και τη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (ICD), την οποία ακολουθεί η αγγλοσαξονική σχολή. Στην Ελλάδα, ενώ η εκπαίδευση των ψυχιάτρων βασίζεται στο DSM, χρησιμοποιούνται και τα δύο, επιλογή/απόφαση που τίθεται στην ευχέρεια και κρίση του εκάστοτε ψυχίατρου, παρόλο που η ελληνική συνταγογράφιση απαιτεί το ICD. Το DSM και το ICD είναι ένα λεξικό διάγνωσης, ένα παγκοσμίως συμφωνημένο εργαλείο βάσει του οποίου πιστοποιούνται οι νόσοι και γίνεται η κλινική χορήγηση των αντιψυχωσικών φαρμάκων. Θεωρείται δε από πολλούς η «Βίβλος» της σύγχρονης ψυχιατρικής. Η κοινή λογική λέει ότι για να θεωρηθεί ότι πάσχεις από κάποια αρρώστια, πρέπει να παρουσιάζεις έναν αριθμό συμπτωμάτων. Με βάση το DSM όταν ο «ασθενής» έχει τουλάχιστον 3 από τα 5 συμπτώματα, τότε μπορεί να θεωρηθεί πάσχων.

Γιατί πρέπει να μας προβληματίσει ο τρόπος που γίνεται η διάγνωση;

Όπως έγραψε πρόσφατα o Peter Gøtzsche σε άρθρο της Guardian, ο ορισμός που δίνεται για τις ψυχιατρικές διαταραχές είναι πλατύς και αόριστος με αποτέλεσμα σε πολλούς ανθρώπους να δίνεται λανθασμένη διάγνωση. Tα διαγνωστικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται δεν υπάρχουν a priori, αλλά δημιουργούνται κατόπιν ψηφίσματος και εισάγονται στο DSM. Αυτό που ψηφίζεται είναι ένα σύστημα ταξινόμησης των συμπτωμάτων. Σκεφτείτε μόνο το ότι το DSM χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μια προσπάθεια θεραπείας στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η δεύτερη εκδοχή του (1968), η οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη ψυχοδυναμική θεωρία, δέχτηκε σκληρή κριτική από ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, δεδομένου ότι η ομοφυλοφιλία είχε καταγραφεί ως ψυχική διαταραχή. Το DSM έχει αναθεωρηθεί αρκετές φορές από τότε αλλά, δεδομένου του ότι καμία διάγνωση δεν υποστηρίζεται από αντικειμενικά ιατρικά στοιχεία και του ότι κανένα DSM δεν έχει αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, η αξιοπιστία του ως διαγνωστικό σύστημα αμφισβητείται.

Το αποτέλεσμα είναι ότι άνθρωποι οι οποίοι πάσχουν από ψυχική οδύνη αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή, χωρίς να γνωρίζουν τον τρόπο που λειτουργούν τα φάρμακα αυτά. Αυτό σύμφωνα με τoν Peter Gøtzsche έχει οδηγήσει στην αυξανόμενη εξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα, τα οποία πολλές φορές αντί να αντιμετωπίζουν, προκαλούν τα συμπτώματα τα οποία υποτίθεται ότι καταπολεμούν. Έρευνα του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δείχνει ότι τα ψυχοφάρμακα πολλές φορές εντείνουν την κατάθλιψη και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των αυτοκτονιών ειδικότερα στις νέες ηλικίες μέχρι τα 40.

Η καθαρά οργανική αντιμετώπιση μιας ψυχικής νόσου αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο σαν το άθροισμα των ατομικών κυττάρων του, εξαιρώντας από την κουβέντα τον παράγοντα κοινωνία και συντηρώντας έτσι ένα τρόπο ζωής ο οποίος χωρίς φάρμακα ίσως να ήταν μη-βιώσιμος. Αυτή η τάση της ψυχιατρικής είναι απόρροια και συντηρεί το νεοφιλεύθερο οικονομικό μοντέλο που προάγει το πρότυπο του εργασιομανή. Τα φάρμακα ναρκώνουν, δεν θεραπεύουν για να μπορέσει ο εξαντλημένος, βαριεστημένος, μηχανοποιημένος εργάτης να εξακολουθεί να σηκώνεται το πρωί για δουλειά. Η γενιά μας, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη γενιά, όπως έγραψε η JD Taylor, «είναι αγχώδης, παρανοϊκή, ανήσυχη και εξαντλημένη» και, η κανονικοποίηση όλων αυτών των ψυχιατρικών διαταραχών, οδηγεί στην παθητική αποδοχή τους ως ατυχή, αλλά αναπόφευκτα στοιχεία της κοινωνίας μας και του δρόμου προς την εργασιακή επιτυχία.

Το άγχος και ο φόβος, λέει η Taylor, είναι ψυχολογικά σημάδια ενός εξουσιαστικού μοντέλου το οποίο εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες. Όμως, εξηγεί, ένα ιδιαίτερο είδος άγχους και φόβου εμφανίζεται στον οικονομικό καπιταλισμό μέσω των διαρκώς αυξανόμενων πιέσεων τις οποίες δέχεται αυτός που ζει και εργάζεται στη νεοφιλελεύθερη κοινωνία. Το άγχος, η κούραση, η ανασφάλεια στον εργασιακό χώρο και η κατάθλιψη, αποδίδονται στο ίδιο το άτομο, στην ατομική ανικανότητά του να ανταπεξέλθει στον υπερβολικό φόρτο εργασίας του, το οποίο όντας άρρωστο πια και μη μπορώντας να αποδώσει, αυτο-ενοχοποιείται, καταφεύγοντας πλέον στην μοναδική διέξοδο, αυτή των φαρμάκων. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο συντηρείται κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργώντας συναισθήματα ανεπάρκειας και άγχους στο ίδιο το άτομο χωρίς να του επιτρέπει ποτέ να μπει στην διαδικασία τελικά να αναρωτηθεί γιατί εξακολουθεί να εργάζεται έτσι, όταν το ίδιο το σύστημα είναι άρρωστο και κατ’ επέκταση τον αρρωσταίνει.

Πολλοί, μην μπορώντας να λειτουργήσουν σε αυτό το σύστημα, αποκλείονται από τον εργασιακό χώρο. Το πρόβλημα ακριβώς είναι ότι οι ιδέες για την ψυχική υγεία, όπως δείχνει και η ιστορία του DSM το οποίο συνέχεια ανανεώνεται και εμπλουτίζεται με νέες διαταραχές, είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις κοινωνικο-πολiτικο-οικονομικές συνθήκες στις οποίες εμφανίζονται. Αυτές πρέπει να μας προβληματίσουν. Αυτές πρέπει να αλλάξουν.

Η απάντηση δεν είναι απαραίτητα η μη-χορήγηση φαρμάκων, αλλά η ενημερωμένη επιλογή του «ασθενή» για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διάγνωση και, ως εκ τούτου, των φαρμάκων που παίρνει, μου εξηγεί η παλιά μου συμφοιτήτρία η Ελένη, η οποία τώρα κάνει το διδακτορικό της στα «Πρώτα Στάδια της Ψύχωσης». Η πολιτικοποίηση της κουβέντας γύρω από την ψυχιατρική και η προσεκτική ακρόαση της προσωπικής ιστορίας του κάθε ασθενή (l' ecoute du recit), είναι πιο αναγκαίες από ποτέ. «Σήμερα είμαστε τελειωμένοι, ικανοί να δουλέψουμε μόνο για πολύ λίγα χρόνια ακόμη, σε κακοπληρωμένες δουλειές, πριν βρεθούμε πεταμένοι στο περιθώριο από τις αγορές εργασίες λόγω μη παραγωγικότητας», γράφει η Taylor, «...τα πράγματα θα χειροτερέψουν αν δεν πολιτικοποιήσουμε το άγχος και την κατάθλιψη και δεν ξεκινήσουμε αγώνα ώστε να βάλουμε σε προτεραιότητα την καλή υγεία των ατόμων στις κοινωνίες μας».

Τώρα που γράφω, το βίντεο με το ξέσπασμα του Μπούκουρα στα έδρανα της Βουλής έχει γίνει viral.
Απ’ ότι φαίνεται ακόμα και οι χρυσαυγίτες έχουν αδυναμίες.
Τα Lexotanil και τα Ladose μάλλον δεν κάνουν διακρίσεις.

Πηγή: vice

Η κατανάλωσή τους αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια πάνω από 40%. Πώς δρουν στον οργανισμό μας, ποιές οι παρενέργειες

Περισσότερο από 40% υπολογίζεται ότι έχει αυξηθεί η κατανάλωση ηρεμιστικών χαπιών την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια, ο δρόμος της χημείας φαίνεται ότι για πολλούς αποτελεί μονόδρομο…

Όπως ο οδηγός πατάει το φρένο του αυτοκινήτου για να το σταματήσει, έτσι και τα ηρεμιστικά πατούν το εσωτερικό μας «φρένο», προκαλώντας αγχόλυση, ηρεμία και μυϊκή χαλάρωση. Πρόκειται, όμως, για ένα φρένο που δεν πρέπει να πατάμε διαρκώς ή αναίτια, ακόμη και όταν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή μας ζωή είναι τόσο πιεστικά που η ηρεμία, την οποία μας υπόσχεται ένα χάπι, φαντάζει ιδιαίτερα ελκυστική. Ας δούμε, λοιπόν, με την βοήθεια των ειδικών πότε, πώς και για πόσο λαμβάνονται τα ηρεμιστικά φάρμακα.

Who is who
Τα ηρεμιστικά ή αγχολυτικά ανήκουν στην κατηγορία των ψυχοφαρμάκων (στην ίδια κατηγορία ανήκουν τα αντικαταθλιπτικά και τα φάρμακα για τη σχιζοφρένεια). Όπως μαρτυρά το όνομά τους, χορηγούνται για την αντιμετώπιση των αγχωδών διαταραχών, ενώ σε διαφορετική δοσολογία λαμβάνονται και σε περιπτώσεις αϋπνίας. Υπάρχουν 2 βασικές κατηγορίες αγχολυτικών: oι βενζοδιαζεπίνες (π.χ. η βρωμαζεπάμη, η λοραζεπάμη, η διαζεπάμη) και τα νεότερα μη βενζοδιαζεπινικά φάρμακα (ζολπιδέμη, ζοπικλόνη, ζαλεπλόνη), που είναι πιο εκλεκτικά στη δράση τους (δηλαδή η φαρμακευτική ουσία δρα πιο εστιασμένα) και χρησιμοποιούνται κυρίως ως υπναγωγά. Σε κάθε περίπτωση, ο γιατρός είναι αυτός που κρίνει το είδος του ηρεμιστικού που πρέπει να πάρετε.

Έχω άγχος. Να πάρω ηρεμιστικά;
Είναι πράγματι δελεαστική η ιδέα ενός χαπιού που θα μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε την πίεση και το άγχος της καθημερινότητας. Ωστόσο, δεν είναι αυτός ο ρόλος τους, όπως μας εξηγούν οι ειδικοί. Τα ηρεμιστικά έχουν θέση -πάντοτε με τις οδηγίες του ειδικού- στη βοήθεια των ασθενών που υποφέρουν από αγχώδεις διαταραχές (π.χ. διαταραχή πανικού, αγοραφοβία, κλειστοφοβία, μετατραυματικό στρες κ.λπ.), με συμπτώματα που περιορίζουν ή και εμποδίζουν σημαντικά τις καθημερινές τους λειτουργίες. Οι αγχώδεις διαταραχές χαρακτηρίζονται από έντονα σωματικά συμπτώματα, όπως ταχυπαλμίες, δύσπνοια, τρέμουλο, εφίδρωση, σφίξιμο στο στήθος, τάσεις λιποθυμίας, αλλά και ψυχικά, όπως αίσθημα δυσφορίας, απελπισίας και φόβο επικείμενου κινδύνου.

Θα με βοηθήσουν να κοιμηθώ;
Πολλά ηρεμιστικά χορηγούνται ως υπνωτικά, ενώ υπολογίζεται ότι ο ένας στους δέκα από εμάς κοιμάται με τη βοήθεια της χημείας. Συνιστάται όμως να λαμβάνονται στην αρχή του προβλήματος -δηλαδή μέσα στην πρώτη εβδομάδα-, προτού η αϋπνία γίνει χρόνια. Ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει βενζοδιαζεπίνες -την κύρια κατηγορία ηρεμιστικών- ή ηρεμιστικά νεότερης γενιάς. Τα τελευταία έχουν το πλεονέκτημα ότι μέσα σε περίπου 4 ώρες αποβάλλονται από τον οργανισμό, οπότε την επόμενη μέρα ο ασθενής δεν νιώθει υπνηλία και «βαρύ» κεφάλι, όπως συνήθως συμβαίνει με τις βενζοδιαζεπίνες. Ωστόσο, και τα δύο είδη ηρεμιστικών χάνουν σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους, ενώ σε περίπτωση απότομης διακοπής της λήψης τους μπορεί να προκληθεί εκ νέου αϋπνία για τις επόμενες 1-2 ημέρες - ένα φαινόμενο γνωστό ως rebound. Για την αποφυγή αυτών των φαινομένων, οι ειδικοί συνιστούν τη λήψη τους κάθε 2-3 ημέρες και όχι καθημερινά.

Για πόσον καιρό μπορώ να τα παίρνω;
Η δόση και η διάρκεια λήψης των ηρεμιστικών ορίζονται από τον γιατρό. Ένας γενικός κανόνας που ακολουθείται είναι η χορήγηση της μικρότερης δυνατής δόσης για το μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα, που συνιστάται να μην ξεπερνά τον ένα μήνα.

Προκαλούν εξάρτηση;
Η συστηματική λήψη ηρεμιστικών μπορεί να προκαλέσει εξάρτηση, γεγονός που σημαίνει ότι σε περίπτωση διακοπής τους ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει συμπτώματα στέρησης (αυξημένη ανησυχία, εκνευρισμό, αϋπνία, διέγερση, τρέμουλο, μυϊκές κράμπες, μέχρι και σπασμούς). Όσο πιο μεγάλη η δόση του φαρμάκου, τόσο σοβαρότερα και τα συμπτώματα στέρησης. Για την αποφυγή του στερητικού συνδρόμου, η διακοπή της λήψης των ηρεμιστικών δεν γίνεται απότομα, αλλά σταδιακά, μειώνοντας διαρκώς την ποσότητα της δόσης (π.χ. κατά 25% κάθε εβδομάδα).

Θα τα συνηθίσω;
Σε μακροχρόνια λήψη των ηρεμιστικών (κυρίως των βενζοδιαζεπινών), σε κάποιες περιπτώσεις απαιτείται η αύξηση της δόσης προκειμένου να επιτευχθεί το ίδιο θεραπευτικό αποτέλεσμα. Επομένως, τα φάρμακα ίσως χάσουν την αποτελεσματικότητά τους. Γι’ αυτό και το ζήτημα της δόσης, καθώς και της τυχόν αύξησής της, είναι κάτι που πρέπει να ρυθμίσει ο γιατρός.

Επηρεάζουν τη λίμπιντο;
Από τη στιγμή που τα ηρεμιστικά φάρμακα καταστέλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, μπορεί να επηρεάσουν τη σεξουαλική απόδοση τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Είναι ακριβώς σαν το οινόπνευμα: σε μικρή δόση μειώνει το άγχος και βοηθά, σε μεγαλύτερη όμως προκαλεί καταστολή.

Έχουν παρενέργειες;
Η υπνηλία είναι η συχνότερη παρενέργεια της λήψης βενζοδιαζεπινών, ιδιαίτερα κατά τις πρώτες 2 εβδομάδες της λήψης τους. Επίσης, μπορεί να επηρεάσουν τη μνήμη, τη συγκέντρωση και το αντανακλαστικό της αποφυγής του κινδύνου, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται η οδήγηση σε περίπτωση λήψης τους. Ενδέχεται ακόμη να παρουσιαστούν ξηροστομία, πονοκέφαλος ή δερματικά εξανθήματα. Η λήψη από ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα χρειάζεται προσοχή, επειδή σε υψηλές δόσεις μπορεί να προκαλέσουν αναπνευστική καταστολή. Ακόμη, σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, μπορεί να επιδεινώσουν τυχόν άνοια ή να προκαλέσουν κινητικές διαταραχές, γι’ αυτό και η χορήγησή τους αντενδείκνυται.

Πειράζει αν πιω αλκοόλ;
Ο συνδυασμός αλκοόλ και ηρεμιστικών πρέπει να αποφεύγεται, επειδή και τα δύο έχουν κατασταλτική δράση.


Τα ηρεμιστικά δεν είναι αντικαταθλιπτικά. Ωστόσο, είναι δυνατόν να χορηγηθούν σε άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη προκειμένου να αρθεί η συμπεριφορά που οφείλεται στο άγχος και μετά να αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη αγωγή η καταθλιπτική συμπεριφορά.

kalimnos

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot