Η κατανάλωσή τους αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια πάνω από 40%. Πώς δρουν στον οργανισμό μας, ποιές οι παρενέργειες
Περισσότερο από 40% υπολογίζεται ότι έχει αυξηθεί η κατανάλωση ηρεμιστικών χαπιών την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια, ο δρόμος της χημείας φαίνεται ότι για πολλούς αποτελεί μονόδρομο…
Όπως ο οδηγός πατάει το φρένο του αυτοκινήτου για να το σταματήσει, έτσι και τα ηρεμιστικά πατούν το εσωτερικό μας «φρένο», προκαλώντας αγχόλυση, ηρεμία και μυϊκή χαλάρωση. Πρόκειται, όμως, για ένα φρένο που δεν πρέπει να πατάμε διαρκώς ή αναίτια, ακόμη και όταν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή μας ζωή είναι τόσο πιεστικά που η ηρεμία, την οποία μας υπόσχεται ένα χάπι, φαντάζει ιδιαίτερα ελκυστική. Ας δούμε, λοιπόν, με την βοήθεια των ειδικών πότε, πώς και για πόσο λαμβάνονται τα ηρεμιστικά φάρμακα.
Who is who
Τα ηρεμιστικά ή αγχολυτικά ανήκουν στην κατηγορία των ψυχοφαρμάκων (στην ίδια κατηγορία ανήκουν τα αντικαταθλιπτικά και τα φάρμακα για τη σχιζοφρένεια). Όπως μαρτυρά το όνομά τους, χορηγούνται για την αντιμετώπιση των αγχωδών διαταραχών, ενώ σε διαφορετική δοσολογία λαμβάνονται και σε περιπτώσεις αϋπνίας. Υπάρχουν 2 βασικές κατηγορίες αγχολυτικών: oι βενζοδιαζεπίνες (π.χ. η βρωμαζεπάμη, η λοραζεπάμη, η διαζεπάμη) και τα νεότερα μη βενζοδιαζεπινικά φάρμακα (ζολπιδέμη, ζοπικλόνη, ζαλεπλόνη), που είναι πιο εκλεκτικά στη δράση τους (δηλαδή η φαρμακευτική ουσία δρα πιο εστιασμένα) και χρησιμοποιούνται κυρίως ως υπναγωγά. Σε κάθε περίπτωση, ο γιατρός είναι αυτός που κρίνει το είδος του ηρεμιστικού που πρέπει να πάρετε.
Έχω άγχος. Να πάρω ηρεμιστικά;
Είναι πράγματι δελεαστική η ιδέα ενός χαπιού που θα μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε την πίεση και το άγχος της καθημερινότητας. Ωστόσο, δεν είναι αυτός ο ρόλος τους, όπως μας εξηγούν οι ειδικοί. Τα ηρεμιστικά έχουν θέση -πάντοτε με τις οδηγίες του ειδικού- στη βοήθεια των ασθενών που υποφέρουν από αγχώδεις διαταραχές (π.χ. διαταραχή πανικού, αγοραφοβία, κλειστοφοβία, μετατραυματικό στρες κ.λπ.), με συμπτώματα που περιορίζουν ή και εμποδίζουν σημαντικά τις καθημερινές τους λειτουργίες. Οι αγχώδεις διαταραχές χαρακτηρίζονται από έντονα σωματικά συμπτώματα, όπως ταχυπαλμίες, δύσπνοια, τρέμουλο, εφίδρωση, σφίξιμο στο στήθος, τάσεις λιποθυμίας, αλλά και ψυχικά, όπως αίσθημα δυσφορίας, απελπισίας και φόβο επικείμενου κινδύνου.
Θα με βοηθήσουν να κοιμηθώ;
Πολλά ηρεμιστικά χορηγούνται ως υπνωτικά, ενώ υπολογίζεται ότι ο ένας στους δέκα από εμάς κοιμάται με τη βοήθεια της χημείας. Συνιστάται όμως να λαμβάνονται στην αρχή του προβλήματος -δηλαδή μέσα στην πρώτη εβδομάδα-, προτού η αϋπνία γίνει χρόνια. Ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει βενζοδιαζεπίνες -την κύρια κατηγορία ηρεμιστικών- ή ηρεμιστικά νεότερης γενιάς. Τα τελευταία έχουν το πλεονέκτημα ότι μέσα σε περίπου 4 ώρες αποβάλλονται από τον οργανισμό, οπότε την επόμενη μέρα ο ασθενής δεν νιώθει υπνηλία και «βαρύ» κεφάλι, όπως συνήθως συμβαίνει με τις βενζοδιαζεπίνες. Ωστόσο, και τα δύο είδη ηρεμιστικών χάνουν σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους, ενώ σε περίπτωση απότομης διακοπής της λήψης τους μπορεί να προκληθεί εκ νέου αϋπνία για τις επόμενες 1-2 ημέρες - ένα φαινόμενο γνωστό ως rebound. Για την αποφυγή αυτών των φαινομένων, οι ειδικοί συνιστούν τη λήψη τους κάθε 2-3 ημέρες και όχι καθημερινά.
Για πόσον καιρό μπορώ να τα παίρνω;
Η δόση και η διάρκεια λήψης των ηρεμιστικών ορίζονται από τον γιατρό. Ένας γενικός κανόνας που ακολουθείται είναι η χορήγηση της μικρότερης δυνατής δόσης για το μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα, που συνιστάται να μην ξεπερνά τον ένα μήνα.
Προκαλούν εξάρτηση;
Η συστηματική λήψη ηρεμιστικών μπορεί να προκαλέσει εξάρτηση, γεγονός που σημαίνει ότι σε περίπτωση διακοπής τους ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει συμπτώματα στέρησης (αυξημένη ανησυχία, εκνευρισμό, αϋπνία, διέγερση, τρέμουλο, μυϊκές κράμπες, μέχρι και σπασμούς). Όσο πιο μεγάλη η δόση του φαρμάκου, τόσο σοβαρότερα και τα συμπτώματα στέρησης. Για την αποφυγή του στερητικού συνδρόμου, η διακοπή της λήψης των ηρεμιστικών δεν γίνεται απότομα, αλλά σταδιακά, μειώνοντας διαρκώς την ποσότητα της δόσης (π.χ. κατά 25% κάθε εβδομάδα).
Θα τα συνηθίσω;
Σε μακροχρόνια λήψη των ηρεμιστικών (κυρίως των βενζοδιαζεπινών), σε κάποιες περιπτώσεις απαιτείται η αύξηση της δόσης προκειμένου να επιτευχθεί το ίδιο θεραπευτικό αποτέλεσμα. Επομένως, τα φάρμακα ίσως χάσουν την αποτελεσματικότητά τους. Γι’ αυτό και το ζήτημα της δόσης, καθώς και της τυχόν αύξησής της, είναι κάτι που πρέπει να ρυθμίσει ο γιατρός.
Επηρεάζουν τη λίμπιντο;
Από τη στιγμή που τα ηρεμιστικά φάρμακα καταστέλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, μπορεί να επηρεάσουν τη σεξουαλική απόδοση τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Είναι ακριβώς σαν το οινόπνευμα: σε μικρή δόση μειώνει το άγχος και βοηθά, σε μεγαλύτερη όμως προκαλεί καταστολή.
Έχουν παρενέργειες;
Η υπνηλία είναι η συχνότερη παρενέργεια της λήψης βενζοδιαζεπινών, ιδιαίτερα κατά τις πρώτες 2 εβδομάδες της λήψης τους. Επίσης, μπορεί να επηρεάσουν τη μνήμη, τη συγκέντρωση και το αντανακλαστικό της αποφυγής του κινδύνου, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται η οδήγηση σε περίπτωση λήψης τους. Ενδέχεται ακόμη να παρουσιαστούν ξηροστομία, πονοκέφαλος ή δερματικά εξανθήματα. Η λήψη από ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα χρειάζεται προσοχή, επειδή σε υψηλές δόσεις μπορεί να προκαλέσουν αναπνευστική καταστολή. Ακόμη, σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, μπορεί να επιδεινώσουν τυχόν άνοια ή να προκαλέσουν κινητικές διαταραχές, γι’ αυτό και η χορήγησή τους αντενδείκνυται.
Πειράζει αν πιω αλκοόλ;
Ο συνδυασμός αλκοόλ και ηρεμιστικών πρέπει να αποφεύγεται, επειδή και τα δύο έχουν κατασταλτική δράση.
Τα ηρεμιστικά δεν είναι αντικαταθλιπτικά. Ωστόσο, είναι δυνατόν να χορηγηθούν σε άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη προκειμένου να αρθεί η συμπεριφορά που οφείλεται στο άγχος και μετά να αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη αγωγή η καταθλιπτική συμπεριφορά.