Το μαγαζί που έγινε αιτία να κλείσει η πίσω πόρτα του Λυκείου…
Τη συνέντευξη – αφιέρωμα στη «Mona Lisa», την αποφασίσαμε χωρίς να γνωρίζουμε πως το μαγαζί επρόκειτο να κλείσει. Λίγες μόλις μέρες αφού ο Λάκης Θαλασσινός κλείδωσε για τελευταία φορά το μαγαζί που ήταν το δεύτερό του σπίτι, συναντηθήκαμε για μια συνέντευξη, με πολλές αναμνήσεις, πάρα πολλές ιστορίες και μνήμες, τόσο δικές του, όσο και δικές μου.
Χωρίς να αποτελεί πρωτοτυπία, τις πιο πολλές κοπάνες των μαθητικών μου χρόνων, ειδικά κάτι πρώτες ώρες που το μάθημα έμοιαζε συνώνυμο «καταναγκαστικών έργων», τις πέρασα εκεί. Εκεί ήπια πρώτη φορά στη ζωή μου αλκοόλ, σε βραδινή έξοδο με τον… πατέρα μου. Και παρά το γεγονός ότι σ’ αυτό το μαγαζί έχω πάει τόσες πολλές φορές, δεν έτυχε να δοκιμάσω ποτέ τη διάσημη μακαρονάδα φούρνου.
Συνέντευξη στην Κατερίνα Φιλοπούλου
Στις 30 Απριλίου του 1977, στα γενέθλιά του, άνοιξε η πρώτη «Mona Lisa». Ο Αποστόλης, «Λάκης» όπως τον λένε φίλοι και γνωστοί, Θαλασσινός, είναι ο άνθρωπος πίσω από ένα μαγαζί «θρύλο» του κέντρου της πόλης, που όλοι λίγο – πολύ, έχουν συνδέσει με μια ανάμνηση. Ο ίδιος, περιγράφει πως άνοιξε την πρώτη «Mona Lisa», στην Π. Τσαλδάρη, στη γωνία απέναντι από τον σημερινό ΟΑΕΔ.
Το 1977, ήμουν 23 χρονών. Ήμουνα και πολύ του «έξω», πριν ανοίξω το μαγαζί, μ’ άρεσε η διασκέδαση, τότε υπήρχε και πολύ νυχτερινή ζωή στην Κω. Όταν λοιπόν άνοιξα το μαγαζί, μου μπήκε η ιδέα να το κάνω και ξενυχτάδικο, με σκοπό να αναγνωριστεί γρήγορα, απ’ όλους εκείνους που κυκλοφορούσαν ή δούλευαν νύχτα και να γίνει γνωστό.
Στο ξεκίνημά μου, με βοηθούσε η μάνα μου, ήμουν βλέπεις και πιτσιρικάς, 23 χρονών. Της λέω λοιπόν να μου ετοιμάζει κάποια φαγητά για το βράδυ και να κάθομαι εγώ τη νύχτα. Ειδοποίησα και κάποιους φίλους στα μπουζούκια, στο «Λάκκο», και κάποια άλλα, ότι θα δίνω φαγητό τη νύχτα. Της παίρνω κάτι κατσαρολικά, μου κάνει μια κατσαρόλα μακαρόνια, λίγο κιμά, πιλαφάκι με σάλτσα, μια κατσαρόλα κρεατόσουπα και άλλη μια κοτόσουπα. Τα πρώτα βράδια είχε 2-3 παρέες, ήσυχα πράγματα. Όταν ήρθε το πρώτο Σάββατο, που τότε όλος ο κόσμος ήταν έξω Σαββατόβραδο, γύρω στις 3 τα ξημερώματα είχα δώσει όλα τα φαγητά, είχα ξεπουλήσει. Εγώ τότε, δεν ήξερα να φτιάχνω τίποτα. Σκέφτηκα λοιπόν να κλείσω. Δεν μπορούσα όμως, γιατί ήταν κάποιοι πελάτες που ακόμα δεν είχα τελειώσει και εκεί που περίμενα, αράζει ένα αμάξι, αράζει δεύτερο, μη στα πολυλογώ, γεμίζει το μαγαζί…
Εγώ δεν αισθανόμουνα καλά, αναρωτιόμουν τι να κάνω, γιατί ντρεπόμουνα να πάω και να τους πω ότι δεν έχω φαγητό, είχα μόλις ξεκινήσει το μαγαζί και δεν ήταν σωστό. Είχε μια πόρτα από πίσω το μαγαζί, που έβγαζε στην πίσω αυλή, την ανοίγω και βγαίνω και κάθομαι εκεί. Λέω, θα ρθουνε, θα ψαχτούνε να βρουν ποιος είναι εδώ, δεν θα βρουν κανέναν, θα βαρεθούν και θα φύγουνε.
Κάποια στιγμή, ακούω κάτι φωνές, ήταν ο λεβέντης από δω (σ.σ. η κουβέντα έγινε στο «Platinum» του Αντώνη Θαλασσινού, αδελφού του Αποστόλη), μαζί με τον άλλο μου τον αδελφό (σ.σ. τον Γιώργο Θαλασσινό, που έχει το «Mon Ami»), οι οποίοι είχανε γυρίσει από τα μπουζούκια και με έψαχναν. Ανοίγω την πόρτα, τους λέω «εδώ είμαι, σιωπή, μη μας πάρουν χαμπάρι οι πελάτες». Με ρωτάνε τι κάνω εκεί έξω, τους λέω ότι δεν έχω τίποτα να δώσω στους ανθρώπους που είχανε έρθει και φεύγει ο ένας, πάει ξυπνάει τη μάνα μας, τη φέρνει στο μαγαζί, αρχίζει κάνει ομελέτες, αυγά, όλοι μαζί φτιάχναμε ότι μπορούσαμε έτσι πρόχειρο, μέχρι να ετοιμαστεί η μακαρονάδα και η σούπα που έφτιαχνε εντωμεταξύ… Κι έτσι καταφέραμε και βγάλαμε εκείνο το πρώτο Σάββατο της Μόνα Λίζα.
Την άλλη μέρα, πήγα και αγόρασα τετραπλάσιες σε μέγεθος κατσαρόλες για να μην μείνω ποτέ ξανά χωρίς φαγητό στο μαγαζί… Ακόμα τις έχω!
Από κείνο το Σάββατο, γινότανε τη νύχτα πανικός. Απ’ όλα τα μπουζούκια του νησιού, ο κόσμος ερχότανε στο μαγαζί, ήταν και ωραία εκεί πέρα, ησυχία. Θυμάμαι η σούπα έκανε 50 δραχμές!
Αυτό το ξενυχτάδικο το κράτησα 2 χρόνια. Το δούλευα μόνος μου, ο Αντώνης ο αδελφός μου είχε τότε το ποδηλατάδικο και ερχότανε τη νύχτα και βοηθούσε. Κάποια στιγμή δεν μπορούσε άλλο, γιατί ήταν πολύ κουραστικό. Για το 3μηνο, 4μηνο του καλοκαιριού εκείνα τα 2 χρόνια, το μαγαζί λειτουργούσε σε 24ωρη βάση. Θυμάμαι το πρωί ερχότανε η μητέρα μου στις 8-9 η ώρα, το μαγαζί ήταν με τα τραπέζια αμάζευτα, τα πιάτα άπλυτα, λίγο πριν είχανε φύγει και οι τελευταίοι σερβιτόροι, τραγουδιστές κ.λ.π., εγώ από την κούραση δεν μάζευα το μαγαζί, κάθιζα σε μια πολυθρόνα και με έπαιρνε ο ύπνος. Πολλά πρωινά, ξυπνούσα ξαφνικά γύρω στις 11-12 το πρωί και έβλεπα το μαγαζί και άστραφτε…
– Το όνομα; Πως προέκυψε;
Σκεφτόμουν πώς να το ονομάσω το μαγαζί, είχα ένα πολύ καλό φίλο και πελάτη, που ερχόταν κάθε μέρα στο μαγαζί, το Νίκο τον Γούναρη, που ήταν γιατρός. Του λέω λοιπόν μια μέρα, «Νίκο πρέπει να σκεφτώ πως θα βγάλω το μαγαζί». Μου λέει, «μη τυχόν και το βγάλεις κανένα «Γιώργο», κανένα «Γιάννη», όπως κάνουν πολλοί άλλοι», θυμάμαι ακριβώς τις λέξεις που μου είπε. Του απάντησα πως δεν επρόκειτο να το βγάλω έτσι και μου λέει τότε: θα σου πω μια ιδέα… ονόμασέ το «Μόνα Λίζα». Όταν του ζήτησα να μου εξηγήσει τι είναι αυτό το «Μόνα Λίζα», πήγε στο σπίτι του και επέστρεψε με ένα βιβλίο που αναφερόταν στην ιστορία της Μόνα Λίζα. Διάβασα την ιστορία, μου κέντρισε το ενδιαφέρον, μου άρεσε και το γεγονός ότι θα ήταν αναγνωρίσιμο απ’ όλο τον κόσμο ως όνομα και αποφάσισα να ονομάσω έτσι το μαγαζί.
(Η Μόνα Λίζα (γνωστή και ως Τζιοκόντα, ή Πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο είναι προσωπογραφία που ζωγράφισε ο Ιταλός καλλιτέχνης Λεονάρντο ντα Βίντσι. Πρόκειται για ελαιογραφία σε ξύλο λεύκης, που ολοκληρώθηκε μέσα στη χρονική περίοδο 1503-1519. Αποτελεί ιδιοκτησία του Γαλλικού Κράτους, και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Ο πίνακας, διαστάσεων 77 εκ. × 53 εκ., απεικονίζει μία καθιστή γυναίκα, τη Λίζα ντελ Τζιοκόντο, η έκφραση του προσώπου της οποίας χαρακτηρίζεται συχνά ως αινιγματική. Η Μόνα Λίζα θεωρείται το πιο διάσημο έργο ζωγραφικής).
– Και στην Ελευθερίου Βενιζέλου πότε μεταφερθήκατε και πως επιλέξατε το σημείο, που ήταν και ότι πιο «κεντρικό»;
Στην Ελευθερίου Βενιζέλου μεταφέρθηκα τον Απρίλη του 1983, πάλι στα γενέθλιά μου. Τέλος του 1982 είχα παραλάβει το ακίνητο, το οποίο ήταν καρά γιαπί και θυμάμαι είπα στον Σταμάτη τον Σταμόγλου, «κυρ Σταμάτη μην κάνεις σοβάδες στο μαγαζί, έχω ένα σχέδιο και θα το κάνω έτσι το μαγαζί». Είχα βρει σε ένα περιοδικό θυμάμαι, φωτογραφίες μιας καφετέριας στη Γερμανία που ήταν όλο επενδυμένη με ξύλο, πήγα σε ένα μαραγκό, τον Κώστα τον Τρεμουλιάρη που είχε έρθει τότε από την Αθήνα, ρώτησα αν μπορούσε να βγάλει το σχέδιο, μου απάντησε ότι μπορεί, ήταν καλός τεχνίτης και εκείνα τα χρόνια πλήρωσα την επένδυση 1 εκ. δραχμές.
Το επάγγελμά μου απαιτούσε να έχω και εξωτερικό χώρο. Επιδίωξα να πάω αρχικά στο λιμάνι, εκεί στα Δελφίνια, αλλά το ακίνητο που βρήκα αρχικά, δεν κατάφερα να το πάρω γιατί θα οικοδομούνταν. Στη συνέχεια προσπάθησα να πάρω ένα μαγαζί, εκεί κάτω από τα μπαράκια, που ήταν τότε το ποδηλατάδικο του Τσακολέβα, αλλά δεν προχώρησε ούτε αυτή η περίπτωση. Μετά πήγα να πάρω το μαγαζί που είναι σήμερα ο «Γερμανός», αλλά τελικά ούτε αυτό έκατσε.
Μετά, είδα την οικοδομή του Σταμόγλου και μου άρεσε σαν γωνία, είχε και μεγάλο χώρο έξω, ήταν πεντάδρομος, είχε επαφή με το λιμάνι, με την Ελ. Βενιζέλου, ήταν η τράπεζα απέναντι, το νοσοκομείο, η Αρτεμισίας τότε είχε πολλά εστιατόρια, με πρώτο και καλύτερο το «13» που είχε φοβερό όνομα, και να κάνω εκεί το μαγαζί.
– Το μαγαζί σας υπήρξε για πολλά χρόνια στέκι για τις κοπάνες των μαθητών.
Αρχικά η πίσω πόρτα του Λυκείου ήταν ανοιχτή εκείνα τα χρόνια. Αλλά μετά από όλα αυτά τα σκασιαρχεία, την έκλεισαν. Τα πρωινά, το μαγαζί ήταν γεμάτο. Το μεγαλύτερο μέρος της ξυλείας που είχα στο μαγαζί, γιατί και τα τραπέζια ήταν ξύλο μασίφ, ήταν γραμμένο από τους μαθητές που έκαναν κοπάνα. Και στον τοίχο τα ίδια… Ποτέ όμως δεν ήρθε ένας καθηγητής, ή ένας γονιός να κάνει θέμα για τα σκασιαρχεία.
– Η πελατεία του μαγαζιού, ήταν πάντα «πολυμορφική». Φίλαθλοι, που ήθελαν να δουν έναν αγώνα, τουρίστες, που ήθελαν να πιουν ένα χαλαρό ποτό, οικογένειες, τα πάντα.
Όχι, όχι, Κατερίνα, για πολλά χρόνια δεν είχαμε καμία σχέση με τη μπάλα και τα ποδόσφαιρα. Τηλεόραση έβαλα μετά από 20 χρόνια. Ερχόντουσαν οικογένειες, τουρίστες. Θυμάμαι μάλιστα, επειδή δούλευα πάρα πολύ καλά, είχα απίστευτη δουλειά, είχε έρθει ο Λάκης ο Βαγιανός πολλές φορές, για να βάλει εκείνα τα ηλεκτρονικά μηχανάκια, τους «κουλοχέρηδες», αλλά εγώ έλεγα όχι, γιατί ήθελα να το κρατήσω το μαγαζί «οικογενειακό».
– Εκτός από καφέδες, ποτά κ.λ.π, το μαγαζί είχε και κουζίνα. Φήμες μάλιστα λένε, ότι στηMona Lisa μπορούσες να φας την καλύτερη ίσως μακαρονάδα στο νησί. Αληθεύει;
Από την αρχή είχαμε και φαγητό, όχι πολλά πράματα όμως. Ήρθε πελάτισσα, πέρσι συγκεκριμένα, που είχε φάει στο μαγαζί το 1984 μακαρονάδα φούρνου. Τη συγκεκριμένη μακαρονάδα την έχω και φωτογραφία στον κατάλογο και τη φτιάχνω από την αρχή ίδια. Κάθισε λοιπόν η γυναίκα, συμπτωματικά πήγα εγώ να της πάρω παραγγελία και ρωτάει αν υπάρχει κάποιος στο μαγαζί που να ήταν και το 1984 εδώ. Της απάντησα πως εγώ ήμουν και τότε και μου είπε: «το ’84 που είχα έρθει, έφαγα μια μακαρονάδα και μου έχει μείνει. Υπάρχει ακόμα;». Της απαντώ: «υπάρχει, είσαι τυχερή κι εγώ είμαι τυχερός που υπάρχω ακόμα», της πήγα τη μακαρονάδα, την έφαγε και όπως μου είπε, είχε ακριβώς την ίδια γεύση όπως πριν από τόσα χρόνια.
– Δουλειά είχε όλη την ημέρα το μαγαζί, έτσι δεν είναι;
Ναι, από το πρωί ξεκινούσαμε με καφέδες και πρωινά, μέχρι αργά το βράδυ. Τα βράδια για να κλείσω, υπέφερα. Έκλεινα με την «δικαιολογία» ότι η Αστυνομία 3 η ώρα κλείνει τα μαγαζιά, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τέτοιο θέμα.
– Υπήρξαν θαμώνες, που σύχναζαν στο μαγαζί από τότε που άνοιξε μέχρι την ημέρα που έκλεισε; Και πως εισέπραξαν την «είδηση» ότι κλείνει;
Από την πρώτη μέρα. Και Έλληνες αλλά και ξένοι. Έχω πελάτες από το 1977, τουρίστες, που μόνο φέτος δεν ήρθανε. Και ντόπιους πάρα πολλούς.
Οι πελάτες στεναχωρήθηκαν πολύ όταν έμαθαν ότι θα κλείσω. Μέχρι και τις τελευταίες μέρες ρώταγαν, «δεν μπορείς να το κρατήσεις το μαγαζί; Είναι σαν το σπίτι μας»…
– Αν είχατε τη δυνατότητα να ξαναρχίσετε από την αρχή, θα διαλέγατε το ίδιο σημείο για να κάνετε μαγαζί, ή θα επιλέγατε να πάτε κάπου πιο κεντρικά; Και τι θα αλλάζατε στη λειτουργία του;
Θα το ξαναδιάλεγα το μαγαζί. Έχουν αλλάξει πολύ τα χρόνια. Σίγουρα θα έκανα πολλά διαφορετικά πράγματα. Γιατί είχα ιδέες, αλλά η ηλικία μου δεν μου επέτρεπε να τις κάνω. Θα έκανα πολύ περισσότερα απ’ ότι έκανα μέχρι τώρα.
– Τι θα θέλατε να δείτε στο σημείο που όλα αυτά τα χρόνια ήταν η Mona Lisa και τι είδους κατάστημα δεν θα θέλατε με τίποτα να ανοίξει στο σημείο;
Για μένα, ιδανικό μαγαζί σε αυτή τη θέση, είναι μια επιχείρηση που έχει σχέση με φαγητό ή ποτό, να πιάσει και το delivery και νομίζω ότι θα θησαυρίσει. Θα βγάλει πολλά λεφτά.
– Και τώρα, που μετά από 40 χρόνια με 20 ώρες δουλειάς κάθε μέρα, είστε ξαφνικά συνταξιούχος, με άπλετο ελεύθερο χρόνο, πως σας φαίνεται;
Αυτό Κατερίνα, θα το δω. Τώρα είμαι ακόμα στην αρχή, είναι μόλις μια βδομάδα που το έκλεισα. Κάθε μέρα, το παλεύω με τον εαυτό μου, το συζητάω, χρειάζεται αγώνας για να προσαρμοστεί κανείς.
Χθες πήγα στην τράπεζα απέναντι από το μαγαζί μου, το τι άκουσα από τα παιδιά που εργάζονται εκεί, δεν το συζητάμε. Μια μάλιστα μου είπε: «δεν σε πιστεύω… Κως χωρίς «Mona Lisa», εγώ δεν μπορώ να διανοηθώ»…
Ρεπορτάζ Κατερίνα Φιλοπούλου-vimatisko.gr