Ειδικότερα σύμφωνα με πληροφορίες του DNews το υπουργείο Εργασίας προχώρα σε αλλαγές της τελευταίας στιγμής στις διατάξεις του εργασιακού νομοσχεδίου που θα κατατεθεί στη Βουλή το επόμενο διάστημα μετά τις έντονες αντιδράσεις των εκπροσώπων των εργαζομένων.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου σε περίπτωση ακυρότητας της απόλυσης γιατί δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση, παρέχεται η ευχέρεια στον εργοδότη να διορθώσει τις ελλείψεις που την καθιστούν άκυρη, μέσα σε 4 μήνες από την απόλυση.
Δίνοντας έτσι την δυνατότητα όπως αναφέρουν τα συνδικάτα στους εργοδότες να καταγγείλουν τη σύμβαση εργασίας ενός υπαλλήλου του, δίχως να του δώσει αμέσως τη νόμιμη αποζημίωση, αλλά να του την καταβάλλει μετά από ένα τετράμηνο.
Παράλληλα στο σχέδιο νόμου υπάρχει διάταξη σύμφωνα με την οποία εάν η αποζημίωση απόλυσης υπολείπεται της νόμιμης κατά ποσοστό μέχρι 10%, θεωρείται ότι έγινε λόγω συγγνωστής πλάνης και ο απολυθείς μπορεί να αιτηθεί την συμπλήρωσή της.
Ωστόσο, επειδή η καταβολή ελλιπούς αποζημίωσης μέχρι 10% απαλλάσσεται από τη συνέπεια της ακυρότητας, υπάρχει φόβος οι εργοδότες να καταβάλουν εξαρχής μειωμένη κατά 10% την αποζημίωση απόλυσης, καθώς ο εργαζόμενος δύσκολα θα την προσβάλει δικαστικά για να διεκδικήσει ένα τόσο μικρό ποσό.
Γι αυτό το υπουργείο Εργασίας προχώρα στην απόσυρση αυτών των διατάξεων προκειμένου να μην δημιουργηθούν περαιτέρω προβλήματα στις απολύσεις και στην καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης.
Η τετράμηνη καθυστέρηση καταβολής αποζημίωσης και η μείωση της κατά 10% σύμφωνα με τον εργατολόγο Γιάννη Καρούζο ανοίγουν την κερκοπορτα για καταβολή ελλιπούς αποζημίωσης από κακούς εργοδότες θέτοντας μάλιστα σε κίνδυνο τις βιοτικές και οικογενειακές ανάγκες του εργαζόμενου, οι οποίες είναι ανελαστικές και πραγματικές, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να «αναμείνουν» για τέσσερις μήνες μετά την απόλυση.
Αναλυτικότερα το σχέδιο νόμου αναφέρει:
«Εάν κατά την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α 98) και της περ. γ της παρ. 4 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010 (Α 115), το κύρος της καταγγελίας ισχυροποιείται, εφόσον ο εργοδότης καλύψει την τυπική παράλειψη εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών και τυγχάνει εφαρμογής η παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3198/1955.
Στην περίπτωση που η πλήρωση των προϋποθέσεων γίνει μετά την ως άνω προθεσμία, η πλήρωση αυτή λογίζεται ως νέα καταγγελία και η προηγούμενη ως ανυπόστατη. Εάν η αποζημίωση απόλυσης υπολείπεται της νόμιμης κατά ποσοστό μέχρι 10%, θεωρείται ότι έγινε λόγω συγγνωστής πλάνης και ο απολυθείς μπορεί να αιτηθεί με αγωγή μόνο τη συμπλήρωσή της».
Σήμερα ο εργοδότης υποχρεούται να προσφέρει το πλήρες ποσό της αποζημίωσης κατά την χρονική στιγμή που ανακοινώνει εγγράφως στον εργαζόμενο την καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως.
Σε διαφορετική περίπτωση, η απόλυση θεωρείται άκυρη. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 74 του Ν.3863/2010 , όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές 2 μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση, μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές 2 μηνών, ενώ το υπόλοιπο ποσό μπορεί να το δίνει σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές 2 μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο.
Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την ημερομηνία απόλυσης.