Είναι πολύ σύνηθες να αναρωτιέται κανείς αν η συχνότητα και το είδος της σεξουαλικής του συμπεριφοράς μοιάζει ή διαφέρει από αυτό που κάνουν άλλοι άνθρωποι και να κοιτάζει τις στατιστικές για τους μέσους όρους.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό δεν είναι το αν η συχνότητα και ο τρόπος που κάνουμε σεξ συμφωνεί με κάποιον μέσο όρο, αλλά το κατά πόσο κάθε άτομο νιώθει άνετα και ικανοποιημένο μέσα στη σεξουαλική του σχέση.
Είναι πολύ δύσκολο να καταλήξουμε σε κάποιον ορισμό σχετικά με το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι, διότι αυτό εξαρτάται από την κουλτούρα, τις πολιτισμικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, ακόμα και από τις απόψεις του κόσμου.
Μέσα σε αυτό το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο, όμως, οι πεποιθήσεις του ζευγαριού είναι ιδιαίτερα σημαντικές για το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι. Οι άνθρωποι μπορούν να ανταποκρίνονται σε μια μεγάλη ποικιλία ερωτικών ερεθισμάτων.
Εφόσον μια σεξουαλική συμπεριφορά ή φαντασίωση δεν οδηγεί σε συναισθηματική ή σωματική δυσφορία, σε ένταση στη σχέση ή σε προβλήματα σε άλλους τομείς της ζωής, δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί.
Πώς μπορεί να καταλάβει κάποιος αν καλύπτονται οι σεξουαλικές ανάγκες του/της συντρόφου του;
Ο καλύτερος τρόπος είναι να παρατηρούμε τον/τη σύντροφο και να συζητάμε ανοιχτά μεταξύ μας για το πώς νιώθουμε. Για παράδειγμα: η αναμονή ή η προσδοκία της σεξουαλικής επαφής δημιουργεί χαρά, ενθουσιασμό και διέγερση; Ή μήπως δημιουργεί την αίσθηση της πίεσης, ενοχές ή την αίσθηση της υποχρέωσης;
Επίσης, το κάθε άτομο μπορεί να σκεφτεί πώς νιώθει μετά τη σεξουαλική επαφή. Αισθάνεται ικανοποίηση, χαλάρωση και ευχαρίστηση; Ή αισθάνεται ενοχή, θυμό ή απογοήτευση;
Αν η αναμονή και η ολοκλήρωση της σεξουαλικής επαφής δημιουργούν ευχάριστα συναισθήματα και για τους δύο συντρόφους, τότε η σεξουαλική τους σχέση λειτουργεί θετικά για το ζευγάρι. Αν ένας από τους δύο ή και οι δύο νιώθουν αρνητικά συναισθήματα, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Η Εύη Κυράνα (www.kyrana.gr) είναι ψυχολόγος υγείας - σεξολόγος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, υπεύθυνη του Κέντρου Σεξουαλικής και Αναπαραγωγικής Υγείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ