Είναι πολύ σύνηθες να αναρωτιέται κανείς αν η συχνότητα και το είδος της σεξουαλικής του συμπεριφοράς μοιάζει ή διαφέρει από αυτό που κάνουν άλλοι άνθρωποι και να κοιτάζει τις στατιστικές για τους μέσους όρους.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό δεν είναι το αν η συχνότητα και ο τρόπος που κάνουμε σεξ συμφωνεί με κάποιον μέσο όρο, αλλά το κατά πόσο κάθε άτομο νιώθει άνετα και ικανοποιημένο μέσα στη σεξουαλική του σχέση.
Είναι πολύ δύσκολο να καταλήξουμε σε κάποιον ορισμό σχετικά με το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι, διότι αυτό εξαρτάται από την κουλτούρα, τις πολιτισμικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, ακόμα και από τις απόψεις του κόσμου.
Μέσα σε αυτό το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο, όμως, οι πεποιθήσεις του ζευγαριού είναι ιδιαίτερα σημαντικές για το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι. Οι άνθρωποι μπορούν να ανταποκρίνονται σε μια μεγάλη ποικιλία ερωτικών ερεθισμάτων.
Εφόσον μια σεξουαλική συμπεριφορά ή φαντασίωση δεν οδηγεί σε συναισθηματική ή σωματική δυσφορία, σε ένταση στη σχέση ή σε προβλήματα σε άλλους τομείς της ζωής, δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί.
Πώς μπορεί να καταλάβει κάποιος αν καλύπτονται οι σεξουαλικές ανάγκες του/της συντρόφου του;
Ο καλύτερος τρόπος είναι να παρατηρούμε τον/τη σύντροφο και να συζητάμε ανοιχτά μεταξύ μας για το πώς νιώθουμε. Για παράδειγμα: η αναμονή ή η προσδοκία της σεξουαλικής επαφής δημιουργεί χαρά, ενθουσιασμό και διέγερση; Ή μήπως δημιουργεί την αίσθηση της πίεσης, ενοχές ή την αίσθηση της υποχρέωσης;
Επίσης, το κάθε άτομο μπορεί να σκεφτεί πώς νιώθει μετά τη σεξουαλική επαφή. Αισθάνεται ικανοποίηση, χαλάρωση και ευχαρίστηση; Ή αισθάνεται ενοχή, θυμό ή απογοήτευση;
Αν η αναμονή και η ολοκλήρωση της σεξουαλικής επαφής δημιουργούν ευχάριστα συναισθήματα και για τους δύο συντρόφους, τότε η σεξουαλική τους σχέση λειτουργεί θετικά για το ζευγάρι. Αν ένας από τους δύο ή και οι δύο νιώθουν αρνητικά συναισθήματα, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Η Εύη Κυράνα (www.kyrana.gr) είναι ψυχολόγος υγείας - σεξολόγος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, υπεύθυνη του Κέντρου Σεξουαλικής και Αναπαραγωγικής Υγείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ
Η κατάθλιψη είναι πλέον η δεύτερη σημαντικότερη αιτία ανικανότητας-αναπηρίας διεθνώς, μετά τους πόνους στη μέση, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι η εν λόγω ψυχική διαταραχή πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ζήτημα προτεραιότητας για την παγκόσμια δημόσια υγεία.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, η επιδημιολογική μελέτη αναφέρει ότι από «μείζονα καταθλιπτική διαταραχή» πάσχει κατ' εκτίμηση -στοιχεία για το 2010- περίπου το 4,9% του πληθυσμού (από τουλάχιστον 3,6% έως 6,6% του ελληνικού πληθυσμού το πολύ). Ο αντίστοιχος μέσος όρος για τη Δυτική Ευρώπη είναι 4,7% (από 4,3% έως 5%). Υπάρχουν χώρες με μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης, όπως η Ολλανδία (8%) και η Ελβετία (6,2%) και άλλες με χαμηλότερα, όπως η Βρετανία (3%) και το Βέλγιο (4%).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Αλίζ Φεράρι της Σχολής Υγείας του πανεπιστημίου της Κουίνσλαντ στην Αυστραλία, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "PLoS Μedicine", σύμφωνα με το BBC, σύγκριναν την κλινική κατάθλιψη με πάνω από 200 άλλες ασθένειες και τραυματισμούς, ως αιτίες ανικανότητας και αναπηρίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατάθλιψη (με ποσοστό 8,2%) κατατάχτηκε ως δεύτερη κυριότερη αιτία ανικανότητας, αν και η επίπτωσή της ποικίλει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Τα υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης καταγράφονται στο Αφγανιστάν και τα χαμηλότερα στην Ιαπωνία. Γενικότερα, η κατάθλιψη πλήττει περισσότερο τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, και λιγότερο τις πιο πλούσιες.
Ακόμα, σύμφωνα με την μελέτη, η κατάθλιψη επιβαρύνει πιο πολύ τις γυναίκες από ό,τι τους άνδρες, καθώς και τους ενήλικες εργαζόμενους από ό,τι άλλες πληθυσμιακές ομάδες. Εξάλλου, ένα σημαντικό ποσοστό των αυτοκτονιών και των ισχαιμικών καρδιαγγειακών επεισοδίων αποδίδονται στην κατάθλιψη.
Όπως είπε η Φεράρι, «η κατάθλιψη αποτελεί μεγάλο πρόβλημα και σίγουρα οφείλουμε να της δώσουμε περισσότερη προσοχή από ό,τι κάνουμε ως τώρα. Υπάρχει ακόμα πολλή δουλειά να γίνει τόσο όσον αφορά τη διάγνωση της νόσου, όσο και την εύρεση αποτελεσματικών μεθόδων θεραπείας». Όπως επεσήμανε, εμπόδιο εξακολουθεί να αποτελεί το «στίγμα» που ακόμα συνοδεύει την ψυχική νόσο.
Ως κατάθλιψη ορίζεται ένα γενικευμένο αίσθημα λύπης, απογοήτευσης και εγκατάλειψης, το οποίο διαρκεί για μήνες ή χρόνια και κάνει τον άνθρωπο να νιώθει πως η ζωή είναι μάταιη και δεν αξίζει να τη ζει κανείς. Τα άτομα με κατάθλιψη χάνουν το ενδιαφέρον τους για δραστηριότητες που προηγουμένως τους ευχαριστούσαν και, παράλληλα, εμφανίζουν διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα (π.χ. διαταραχή του ύπνου). Η κατάθλιψη έχει διάφορες διαβαθμίσεις, από την ηπιότερη δυσθυμία έως τη σοβαρότερη «μείζονα διαταραχή κατάθλιψης» (ή κλινική κατάθλιψη). Οι συνηθέστερες θεραπείες είναι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα και η ψυχοθεραπεία.