Σημαντική αύξηση της εμπορίας τουρκικών ψαριών μέσω της Ελλάδας παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα τον Διευθυντή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) κάτι που επιβεβαιώνεται και μέσα από την Ετήσια Έκθεση Υδατοκαλλιέργειας που εκδόθηκε πριν λίγες ώρες.
Όπως εξηγεί ο ίδιος στο Capital.gr, ιδρύονται νέες εμπορικές εταιρείες τουρκικών συμφερόντων στη χώρα μας, οι οποίες εισάγουν ψάρια από τη γειτονική χώρα και στη συνέχεια μέσω ελληνικών εταιρειών διανομής, αφού τα εκτελωνίσουν, τα διοχετεύουν στο εξωτερικό. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι το 2023 η εμπορία τουρκικών ψαριών μέσω της Ελλάδας σημείωσε πτώση 2% σε σχέση με το 2022. Πιο συγκεκριμένα, το 2023 εισήχθησαν 12.331 τόνοι νωπών ψαριών - 8.754 τόνοι τσιπούρας και 4.477 τόνοι λαβρακιού - όπου εκτελωνίστηκαν στην Ελλάδα και στην συνέχεια σχεδόν στο σύνολο τους επαναπροωθήθηκαν ως τουρκικά ψάρια κυρίως σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σοβαρή εκκρεμότητα για τον κλάδο αποτελεί η χωροθέτηση των Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) καθώς αυτή τη στιγμή έχουν ολοκληρωθεί μόλις 6 από τις 23 που προβλέπονται συνολικά για τον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών. Η προθεσμία για τη χωροθέτηση λήγει τον προσεχή Νοέμβριο, ενώ σύμφωνα με τον κύριο Πελεκανάκη αυτή τη στιγμή τα συναρμόδια υπουργεία έχουν δείξει ελλιπή πολιτική βούληση ως προς την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας. Επισημαίνει ότι αφενός το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης αναφέρει ότι στοχεύει σε ανάπτυξη των ιχθυοκαλλιεργειών σε ποσοστό έως και 5%, αφετέρου το υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής δεν ολοκληρώνει τη διαδικασία χωροθέτησης για την ολοκλήρωση του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης των υδατοκαλλιεργειών. Ταυτόχρονα σημειώνεται ότι δεν υφίσταται σαφής προγραμματισμός για το τι μέλλει γενέσθαι.
Σε ό,τι αφορά την παραγωγή της περασμένης χρονιάς επηρεάστηκε σημαντικά από την κατάρρευση της Avramar, η οποία προκειμένου να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις δυσχερείς συνθήκες που αντιμετωπίζει μείωσε την παραγωγή ψαριών, γεγονός που είχε επίδραση τόσο στον όγκο παραγωγής όσο και στην αξία παραγωγής του κλάδου στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, καταγράφηκε μείωση του όγκου παραγωγής μεσογειακών ειδών ψαριών κατά 4,2% στους 131.300 τόνους, ενώ ταυτόχρονα μειώθηκε και η αξία πωλήσεων επίσης κατά 4,2% με αξία 787 εκατ. ευρώ. Η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το 92% της παραγωγής, ενώ το υπόλοιπο αποτελείται από μεσογειακά είδη όπως ο κρανιός και το βραχύπτερο φαγκρί.
Το 2024 εκτιμάται ότι η παραγωγή σε τσιπούρα και λαβράκι θα παρουσιάσει περαιτέρω πτώση 5% και θα κυμανθεί 115.000 τόνους από 121.300 τόνους το 2023, γεγονός που σύμφωνα με την ΕΛΟΠΥ οφείλεται στην μειωμένη παραγωγή γόνου τσιπούρας. Σημειώνεται ότι σημαντική είναι η επίδραση που έχει η Avramar συνολικά για τον κλάδο, η οποία το τελευταίο διάστημα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα βιωσιμότητας και βρίσκεται σε διαδικασία εξυγίανσης και εύρεσης επενδυτή. Αντίστοιχα, αναμένεται να μειωθεί και η παραγωγή των λοιπών ειδών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας – κρανιός, φαγκρί – κατά περίπου 25%, φτάνοντας το 2024 τους 7.500 τόνους από 10.000 τόνους το 2023.
Την περσινή χρονιά η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 4%, ακολουθώντας την ίδια τάση που κατέγραψε ο κλάδος σε ευρωπαϊκό επίπεδο (-3,2%).
Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές κατά το εννεάμηνο του 2023 οι εξαγωγές κατέγραφαν πτώση που κυμάνθηκε από 14% έως και 24% μηνιαίως δημιουργώντας ισχυρές πιέσεις στην ρευστότητα των εταιρειών. Η όποια προσπάθεια προσαρμογής των τιμών είχε ως συνέπεια είτε την απώλεια όγκου πωλήσεων και εσόδων είτε την πώληση σχεδόν σε τιμές κόστους. Η ζήτηση άρχισε να ανακάμπτει μόλις το τελευταίο τρίμηνο του έτους και οι επιχειρήσεις του κλάδου κατάφεραν να εφοδιάσουν τις αγορές ανατρέποντας εν μέρει την αρνητική πορεία του έτους. Συνολικά το 2023 οι εξαγωγές παρουσίασαν πτώση 3,7% φτάνοντας τους 100.361 τόνους. Οι κυριότερες αγορές ωστόσο είναι στην EE όπου διαθέτει τα ψάρια της η Ελλάδα, είναι η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία που απορροφούν πάνω από τη μισή ελληνική παραγωγή. Σε αυτές τις 3 χώρες πωλήθηκε το 2023 το 61% της ελληνικής παραγωγής ή το 73% των εξαγωγών.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΕΛΟΠΥ για τις υδατοκαλλιέργειες στην Ελλάδα, το 2023 ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά που έθεσε σε δοκιμασία την αναπτυξιακή προοπτική του κλάδου καθώς για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά μετά την ρωσική επίθεση στην Ουκρανία το 2022, οι επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας βρέθηκαν εγκλωβισμένες σε ένα πιεστικό περιβάλλον υψηλού κόστους παραγωγής, χαμηλών τιμών και περιορισμένης πρόσβασης σε κεφάλαια κίνησης. Η πίεση εντάθηκε περαιτέρω από τις κλιμακούμενες πληθωριστικές πιέσεις που παρατηρήθηκαν στα τρόφιμα τόσο στις ευρωπαϊκές αγορές όσο και στις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές των ψαριών. Ο πληθωρισμός οδήγησε σε σημαντική μείωση της δαπάνης των νοικοκυριών σε αλιεύματα καθώς οι καταναλωτές υποκατέστησαν τα ψάρια με κρέας και πουλερικά. Αυτό είχε αρνητικό αντίκτυπο στα οικονομικά αποτελέσματα των περισσότερων εμπόρων και παραγωγών στην ΕΕ για το 2023 διότι σε αρκετές περιπτώσεις τα θαλασσινά πωλήθηκαν κάτω από την τιμή κόστους ή με ελάχιστα περιθώρια κέρδους.
Του Γιώργου Λαμπίρη
capital.gr