Το κατάλληλο… έναυσμα για να επενδύσουν στην Ελλάδα περιμένουν τα διεθνή κεφάλαια, τα οποία απείχαν συνειδητά τους προηγούμενους μήνες από την ελληνική οικονομία λόγω της έντονης αβεβαιότητας για το μέλλον της χώρας.
Όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς που έχουν επαφές με το εξωτερικό, υπάρχουν αρκετοί ξένοι επενδυτές που εκφράζουν και πάλι τη βούληση να τοποθετήσουν χρήματά τους στην Ελλάδα καθώς παρά τα προβλήματα η χώρα εξακαλουθεί να έχει σημαντικές ευκαιρίες σε διάφορους τομείς.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται στον τουρισμό, καθώς οι εντυπωσιακές επιδόσεις που σημείωσε ο κλάδος τα προηγούμενα χρόνια δεν πέρασαν απαρατήρητες.
Σύμφωνα με τον κ. Κυριάκο Ανδρέου επικεφαλής του συμβουλευτικού τμήματος της PwC Ελλάδας, οι χώροι των υποδομών του τουρισμού μπορούν να κινητοποιήσουν σημαντικά κεφάλαια σε σχετικά μικρό ορίζοντα έχοντας υψηλούς πολλαπλασιαστές που θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη πολλούς κλάδους.
Αυτή η στρατηγική, υποστηρίζει ο κ. Ανδρέου μπορεί να προσελκύσει τουλάχιστον 45 δισ. ευρώ επενδύσεων στα επόμενα πέντε χρόνια, αγγίζοντας το 20% του ΑΕΠ ως το 2020. Μέσα από τους ισχυρούς πολλαπλασιαστές των υποδομών και του τουρισμού, θα προστεθούν 8-9 δισ. στο ΑΕΠ κάθε χρόνο με αντίστοιχη αύξηση της φορολογητέας ύλης και των φόρων κατά τουλάχιστον 3 δισ. ετησίως. Στο «στόχαστρο» των ξένων βρίσκονται και τα τρόφιμα, τα οποία με το σωστό branding και με μεγαλύτερες μονάδες ή συνεργασίες έχουν τεράστιες δυνατότητες ενώ τα βλέμματα των επενδυτών κεντρίζουν οι κλάδοι των ακινήτων, των ασφαλιστικών εταιρειών, της ενέργειας, της ναυτιλίας, των υποδομών και της παροχής υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας.
Στο «μικροσκόπιο» και τα «κόκκινα» δάνεια
Από εκεί και πέρα, έντονο είναι το ενδιαφέρον για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPL’s), τα λεγόμενα και «κόκκινα» δάνεια, όπου σύμφωνα με αναλυτές κρύβονται ορισμένες πολύ καλές ευκαιρίες. Οι χαμηλές αποτιμήσεις των εταιρειών σε σχέση με την πραγματική τους αξία αποτελεί ισχυρό δέλεαρ, κυρίως για τα επενδυτικά κεφάλαια που είναι διατεθειμένα να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο. Κάποιοι επενδυτές μελετούν το ενδεχόμενο να αποκτήσουν επιμέρους κομμάτια, καθώς υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία που είναι «παγιδευμένα σε ισολογισμούς εταιρειών που δεν μπορούν να επιβιώσουν».
Πληροφορίες της αγοράς αναφέρουν ότι για τα δάνεια των μεγάλων επιχειρήσεων όπου εμπλέκονται περισσότερες από μια τράπεζες εξετάζεται η πρόσληψη συμβούλου με διεθνή εμπειρία, προκειμένου να υπάρξει η καλύτερη δυνατή διαχείριση προς όφελος όλων των εμπλεκομένων μερών. Το ζήτημα θεωρείται φλέγον, καθώς η έκβασή του θα επηρεάσει το σύνολο της οικονομίας και τους συσχετισμούς δυνάμεων την επαύριον της κρίσης. Στο θέμα παρενέβη ο πρόεδρος του ομίλου Μυτιληναίος, Ευάγγ. Μυτιληναίος, ο οποίος σε συνέντευξή του στους FT επέστησε την προσοχή στην επικείμενη αναδιάταξη του ελληνικού ιδιωτικού τομέα, που έχει πληγεί από την ύφεση, με χιλιάδες χρεωμένες επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν εκκαθάριση στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών. «Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι πιθανόν το μεγαλύτερο θέμα της οικονομίας αυτή την ώρα. Πολλές επιχειρήσεις θα πρέπει να κλείσουν ή να ανακεφαλαιοποιηθούν», υποστηρίζει ο επιχειρηματίας.
«Κλειδί» η σταθερότητα και η εμπιστοσύνη
Το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών, όπως επισημαίνει ο κ. Στάθης Ανδριανάκης, Partner στο τμήμα Υπηρεσιών Υποστήριξης Εταιρικών Συναλλαγών της Deloitte, άρχισε να εκδηλώνεται προς το τέλος Αυγούστου και μετά την ψήφιση του νέου μνημονίου που δημιούργησε ένα αίσθημα ασφάλειας. Πριν από την ψήφιση του νέου μνημονίου οι ξένοι επενδυτές δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον, ιδιαίτερα στο διάστημα μεταξύ της ανακοίνωσης του δημοψηφίσματος και της ψήφισης του νέου προγράμματος διάσωσης της ελληνικής οικονομίας, οπότε ήταν έκδηλη η αγωνία για την τύχη της χώρας και το ενδεχόμενο «ατυχήματος» φάνταζε περισσότερο πιθανό από ποτέ άλλοτε. Την περίοδο εκείνη «πάγωσε» και κάθε επενδυτική πρωτοβουλία από τις ελληνικές εταιρείες, οι οποίες επέλεξαν να μην αναλάβουν ένα τόσο μεγάλο ρίσκο και να περιμένουν έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν αρκετοί επενδυτές που τηρούν στάση αναμονής λόγω της ανησυχίας, παρότι αναγνωρίζουν πως υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο γνωστός επιχειρηματίας, Ευάγγελος Μυτιληναίος μιλώντας στους Financial Times ανέφερε ότι ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη δεν έχει απομακρυνθεί, προσθέοντας πως «η χώρα διατρέχει (ακόμη) πραγματικό κίνδυνο ενός Grexit».
Μονόδρομος η υλοποίηση του Μνημονίου
Απαραίτητη προϋπόθεση για την προσέλκυση των επενδύσεων είναι η αποκατάσταση της σταθερότητας. «Κανείς σοβαρός επενδυτής δεν πρόκειται να βάλει τα χρήματά του σε μια χώρα που δεν ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που τους τελευταίους μήνες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η πλειονότητα της επενδυτικής κοινότητας κρατούσε στάση αναμονής μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο», επισημαίνουν χαρακτηριστικά. Με τον σχηματισμό της κυβέρνησης μετά τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου πάντως, παρότι δεν απομάκρυνε οριστικά τους φόβους για Grexit, έγινε το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, το πιο κρίσιμο στοιχείο για την ολική επιστροφή της χώρας στον χάρτη των διεθνών επενδυτών, πολύ πριν την εμφάνιση θετικών ρυθμών ανάπτυξης είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ξένων. Σύμφωνα με τον κ. Παναγιώτη Παπάζογλου, διευθύνοντα σύμβουλο της ΕΥ Ελλάδος τρεις είναι οι προϋποθέσεις για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη:
Πρώτον, η εφαρμογή της συμφωνίας και ειδικότερα των μεταρρυθμίσεων
Δεύτερον, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η άρση των capital controls
Τρίτον, η ύπαρξη πολιτικής σταθερότητας με την έννοια μιας κυβέρνησης με ορίζοντα τετραετίας.
Οι προϋποθέσεις αυτές, υπογραμμίζει το στέλεχος της ΕΥ είναι αλληλένδετες, «δεν επαρκεί δηλαδή μια εξ αυτών, πρέπει να λειτουργήσουν συνδυαστικά». Για τον κ. Κυριάκο Ανδρέου «οι ξένοι επενδυτές ταυτίζουν την όποια έκθεση τους στην ελληνική αγορά με την πορεία ορθής υλοποίησης του προγράμματος» και προσθέσει πως «η σταθερότητα και η μετέπειτα ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας εξαρτώνται από την υλοποίηση του 3ου προγράμματος στήριξης που ψηφίστηκε τον περασμένο Αύγουστο». «Δεδομένου του εμπροσθοβαρούς χαρακτήρα του νέου Μνημονίου, αφού 127 (56%) από τις συνολικά 225 δράσεις τοποθετούνται έως το τέλος 2015, οι πρώτοι έξι μήνες από την υπογραφή αναμένονται καταλυτικοί. Από εκεί και πέρα, θα φανεί η σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος και κατ’ επέκταση η δυνατότητα προσέλκυσης των επενδυτών».
Κίνητρα για νέες επενδύσεις…
Φορολογία και γραφειοκρατία τα εμπόδια
Εκτός από την άρση των capital controls και την αποκατάσταση των τραπεζικών περιορισμών για να μετουσιωθεί σε πράξη το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών πρέπει να ξεπεραστούν μια από σειρά χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια για να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον και να σταλεί ένα ισχυρό σήμα προς τις διεθνείς αγορές ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σταδιακά σε μια χώρα φιλική στις ξένες επενδύσεις, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που λειτουργούν αποτρεπτικά στην προσέλκυση των διεθνών κεφαλαίων.
Πρώτο και βασικότερο είναι το ασταθές και πολύπλοκο φορολογικό πλαίσιο, το οποίο όπως λέει ο Κ. Ανδρέου της PwC «δεν αφήνει περιθώρια μακροπρόθεσμου προγραμματισμού από μεριάς των επιχειρήσεων» ενώ σύμφωνα με τον Παν. Παπάζογλου της EY, «η μεταβλητότητα της φορολογίας αποτρέπει κατά κύριο λόγο τους επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα», οι οποίοι «δεν έχουν λόγο να έρθουν αν φοβούνται ότι κάθε λίγους μήνες οι κανόνες του παιγνιδιού αλλάζουν». Εξίσου αποτρεπτικά λειτουργεί η απουσία φορολογικών κινήτρων, τη στιγμή μάλιστα που γειτονικές χώρες προσφέρουν «γη και ύδωρ» για να πείσουν ξένους επενδυτές να περάσουν το κατώφλι τους. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα εγχώριων αλλά και ξένων πολυεθνικών που είτε μετέφεραν ήδη είτε εξετάζουν το ενδεχόμενο να μεταφέρουν την έδρα τους σε βαλκανικές χώρες εξαιτίας της πολύ χαμηλής φορολογίας.
Οι «εχθροί»…
Ισχυρό αντικίνητρο αποτελεί η αργή και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, η πολυνομία και το δαιδαλώδες νομοθετικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους, τα οποία «προβληματίζουν ιδιαίτερα» όσους έχουν τη διάθεση να επενδύσουν στην Ελλάδα. «Η πολυπλοκότητα των νόμων και των κανονιστικών διατάξεων δημιουργεί αβεβαιότητα που είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της επιχειρηματικότητας και αυξάνει υπέρμετρα το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, ενώ συγχρόνως καθιστά αναποτελεσματική τη δημόσια διοίκηση», επισημαίνει με νόημα ο επικεφαλής της EY. Από εκεί και πέρα, πονοκέφαλο σε κάθε υποψήφιο επενδυτή προκαλεί η πολιτική αστάθεια, η οποία είναι «από μόνη της παράγοντας στασιμότητας και οικονομικής εσωστρέφειας». «Στην Ελλάδα, οι συχνές εκλογικές διαδικασίες, αλλά και η αδυναμία εξάντλησης της τετραετίας από μεριάς των κυβερνώντων τα τελευταία χρόνια, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα μεταβλητό περιβάλλον», σημειώνει ο κ. Παπάζογλου. Τέλος, παρότι συχνά υποτιμάται η σημασία της, όπως φαίνεται και από την επιφανειακή αντιμετώπισή που τυγχάνει από τους εκάστοτε ιθύνοντες η βραδύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» ενώ παράλληλα συνιστά «κατάφορη αδικία για τον Έλληνα πολίτη, ή επιχειρηματία, που δεν μπορεί να βρει το δίκιο του έγκαιρα».
«Δεδομένου του εμπροσθοβαρούς χαρακτήρα του νέου Μνημονίου, αφού 127 (56%) από τις συνολικά 225 δράσεις τοποθετούνται έως το τέλος 2015, οι πρώτοι έξι μήνες από την υπογραφή αναμένονται καταλυτικοί».
«Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ξένων είναι ίσως το πιο κρίσιμο στοιχείο για την ολική επιστροφή της χώρας στον διεθνή επενδυτικό χάρτη, ύστερα από πολλούς μήνες».
«Εταιρείες που αντιμετωπίζουν προβλήματα στην αποπληρωμή του δανεισμού τους, έχοντας κατά τα άλλα θετικές προοπτικές, αποτελούν ευκαιρίες εξαγορών και συγχωνεύσεων για τους ξένους επενδυτές».
ΕΘΝΟΣ