«Το πρόβλημα με την ποσοτική χαλάρωση είναι ότι λειτουργεί στην πράξη, αλλά δεν λειτουργεί στη θεωρία» δήλωσε στις αρχές του 2014 ο Μπεν Μπερνάνκι, πρώην πρόεδρος της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας και ο άνθρωπος που πολέμησε τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση που πέρασαν οι ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1930, εφαρμόζοντας τρία προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η ποσοτική χαλάρωση λειτούργησε στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και σε κάποιο βαθμό στην Ιαπωνία, ενισχύοντας την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό καθώς και την εμπιστοσύνη των αγορών και των επιχειρήσεων στην οικονομία. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι τα οφέλη από την ποσοτική χαλάρωση περιορίζονται όσο περνάει ο καιρός. Επιπλέον, η ποσοτική χαλάρωση σίγουρα ενισχύει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι είναι εξίσου ευεργετική και για την πραγματική οικονομία. Η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, για παράδειγμα, ήταν πιο αργή από άλλες φορές, ενώ τα πραγματικά εισοδήματα των Αμερικανών δεν ενισχύθηκαν μέχρι σήμερα παρά ελάχιστα από την ποσοτική χαλάρωση.
Να πώς λειτουργεί θεωρητικά ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η κεντρική τράπεζα αγοράζει περιουσιακά στοιχεία, συνήθως κρατικά ομόλογα (στην περίπτωση των ΗΠΑ και της Βρετανίας και στεγαστικά δάνεια), και με αυτόν τον τρόπο αυξάνει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία, δηλαδή τυπώνει νέο χρήμα. Στην περίπτωση της Βρετανίας αγορές ύψους 1% του ΑΕΠ ενίσχυσαν το ΑΕΠ κατά 0,18% και τον πληθωρισμό κατά 0,3%. Στην περίπτωση των ΗΠΑ η Fed του Σαν Φρανσίσκο διαπίστωσε ότι μέχρι το 2012 οι αγορές περιουσιακών στοιχείων μείωσαν την ανεργία κατά 1,5% και βοήθησαν την οικονομία να μην πέσει σε καθεστώς αποπληθωρισμού. Καθώς η κεντρική τράπεζα αγοράζει κρατικά ομόλογα, μειώνεται η απόδοσή τους και συνεπώς οι επενδυτές αναγκάζονται να στραφούν σε αγορές με υψηλότερη απόδοση, συνεπώς και με υψηλότερο ρίσκο. Η αύξηση της ζήτησης για τέτοιου είδους ομόλογα, στην περίπτωση της Ευρωζώνης κρατικά ομόλογα της περιφέρειας (και εταιρικά ομόλογα), αυξάνει την τιμή τους και συνεπώς μειώνεται η απόδοσή τους μαζί και το κόστος δανεισμού για κράτη και επιχειρήσεις με προφανή δημοσιονομικά οφέλη.
Το χαρτοφυλάκιο των τραπεζών που συνήθως κατέχουν μεγάλες ποσότητες κρατικών ομολόγων ενισχύεται από την άνοδο των τιμών, ενώ μπορούν να ξεφορτωθούν πιο ριψοκίνδυνους τίτλους και θεωρητικά να αυξήσουν τον δανεισμό τους προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Με τη σειρά της η αύξηση του δανεισμού μπορεί να ανεβάσει τις τιμές των ακινήτων, να μειώσει το κόστος χρηματοδότησης και να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων οι οποίες οδηγούν σε αύξηση της απασχόλησης. Η αύξηση της απασχόλησης οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης και τελικά (αν όλα πάνε καλά) σε αύξηση του ΑΕΠ και των φορολογικών εσόδων και σε μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Στην περίπτωση της Ευρωζώνης σημαντικά οφέλη αναμένονται από την εξασθένηση του ευρώ που ελπίζεται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών, ενώ κλειδί θα είναι αν οι τράπεζες θα αυξήσουν τον δανεισμό προς την πραγματική οικονομία.
kathimerini.gr