Οι Κυριακές δεν είναι για βόλτες στα εμπορικά κέντρα
Του Τάσου Αναστασίου
Μία από τις ξεκάθαρες προγραμματικές δεσμεύσεις των σημερινών κυβερνώντων ήταν η κατάργηση του νόμου 4177/2013, που προέβλεπε ανοιχτά καταστήματα επί οχτώ Κυριακές του χρόνου. Μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης, ο τότε υπ. Εργασίας Πάνος Σκουρλέτης δήλωνε, την άνοιξη του 2015, ότι «η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευτεί με τις προγραμματικές της δηλώσεις για την κατάργηση του υφιστάμενου μνημονιακού πλαισίου στο αμέσως επόμενο διάστημα», και πως, «η γενικευμένη απελευθέρωση της λειτουργίας των καταστημάτων τις Κυριακές καταστρατηγεί την έννοια της Κυριακής αργίας για τους εργαζόμενους».
Αντ’ αυτού, με τα άρθρα 49 και 50 του πολυνομοσχεδίου του Μάιο του 2017 (ν.4472/2017) επιτρέπεται η προαιρετική λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές σε όλο τον Δήμο της Αθήνας, σε περιοχές του Δήμου Πειραιά και της Νότιας Αττικής, καθώς και στο ιστορικό κέντρο του Δήμου Θεσσαλονίκης από τον μήνα Μάιο έως και τον μήνα Οκτώβριο. Παράλληλα, για τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας, η κυβέρνηση μετέθεσε την ευθύνη στους κατά τόπους περιφερειάρχες, δίνοντάς τους το δικαίωμα να αποφασίζουν για ανοικτά καταστήματα τις Κυριακές όλο τον χρόνο, τη στιγμή που καταργείται ο περιορισμός που υπήρχε για τα εμπορικά καταστήματα άνω των 250 τ.μ. , τα φρανσάιζ, τα πολυκαταστήματα, τα άουτλετ και τα εκπτωτικά χωριά.
Ο νόμος αυτός δεν σχετίζεται βέβαια με εξοικονόμηση δημοσιονομικών δαπανών, αλλά αποτελεί ευθεία απαίτηση των μεγάλων επιχειρήσεων και των πολυεθνικών. Αν η πείρα των οχτώ Κυριακών έδειξε ότι εξασθενίζει –έως και καταστρέφει– τους μικροεμπόρους και διαλύει το ανθρώπινο ωράριο των εργαζομένων, δε θέλει και πολλή φαντασία να καταλάβουμε τι θα γίνει με τις 32 ή τις 52 Κυριακές με ανοικτά τα καταστήματα. Σύντομα ο τζίρος θα μετατοπιστεί στα καταστήματα των πολυεθνικών, στα εμπορικά κέντρα και στα εκπτωτικά χωριά, με αποτέλεσμα την κατάργηση του υγιούς ανταγωνισμού μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων και τη μείωση του αριθμού των πρώτων προς όφελος των δεύτερων.
Με αριστερές, λοιπόν, υπογραφές, στα πλαίσια της εναρμόνισης με τις χώρες της Εσπερίας και με τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης, άλλη μια μακραίωνη συνήθεια, συνυφασμένη στενά με τον –βιασμένο, πλέον- τρόπο ζωής μας, η αργία της Κυριακής, τείνει να εξαλειφθεί. Η καθίζηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, με την πτώση της βιοτεχνίας-βιομηχανίας, η ταχύτατη αστικοποίηση και η σταδιακή εξολόθρευση της μικρής και μεσαίας επιχείρησης που, παραδοσιακά, αργούσε τις Κυριακές, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη άνοδο της εστίασης (όπου η κυριακάτικη εργασία είναι δεδομένη) και την τουριστικοποίηση της χώρας, έχει ήδη κάνει την Κυριακή να μοιάζει με καθημερινή. Έτσι, μετά τη φοροεπιδρομή και την πτώση της εγχώριας ζήτησης, η μικρο-ϊδιοκτησία δέχεται άλλο ένα ακόμα χτύπημα κάτω από τη μέση, με την καθιέρωση ανοικτών καταστημάτων τις Κυριακές. Ταυτόχρονα, οι εμποροϋπάλληλοι, μετά τους μισθούς-χαρτζιλίκι, θα πρέπει να αποδεχτούν την απώλεια χρόνου με την οικογένεια και τους φίλους, την αδυναμία για πολιτιστικές δραστηριότητες.
Παράλληλα, ο πολίτης-καταναλωτής εθίζεται στην αγορά των μεγάλων αλυσίδων, των πολυεθνικών πολυκαταστημάτων, στην ευκολία τού να ψωνίζει όποτε θέλει, στην παγίδα του ψωνίζω, άρα υπάρχω. Προωθείται, έτσι, ο τύπος ανθρώπου που αγοράζει προϊόντα για να νιώσει λιγότερο δυστυχισμένος. Η αποδέσμευση, από την άλλη από τον καταναλωτικό τρόπο ζωής, ταιριάζει με τις (χαμένες) Κυριακές και βρίσκεται στη διασύνδεση με τις τέχνες, τη δημιουργία, τη μεταφυσική αναζήτηση, με το μεγαλείο της παρέας. Τελευταία ευκαιρία και διέξοδος για εμάς η πίστη, η μακραίωνη πολιτιστική μας παράδοση, η επιδίωξη σύσφιξης των μεταξύ μας σχέσεων, φιλικών και συγγενικών. Εγκλωβισμένοι ανάμεσα στην υλιστική Δύση και στο επεκτατικό ισλάμ, εξοντωνόμαστε πνευματικά και αποβλακωνόμαστε καταναλωτικά.
Άρα, δεν μας απομένει κάτι άλλο να κάνουμε: Την Κυριακή δεν δουλεύουμε και δεν ψωνίζουμε.
Πηγή: ardin-rixi.gr