Το ένα στα δύο πανεπιστημιακά τμήματα επεδίωξε να αυξήσει τους εισακτέους του ή, αλλιώς, να περιορίσει τις απώλειές του λόγω της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ). Αυτό αποδεικνύεται, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η «Κ», από τον συντελεστή βαρύτητας που επέλεξαν τα τμήματα για τις φετινές Πανελλαδικές Εξετάσεις, ώστε να κατεβάσουν την ΕΒΕ.
Ειδικότερα, όπως θεσμοθετήθηκε και ίσχυσε για πρώτη φορά στις Πανελλαδικές Εξετάσεις εισαγωγής του 2021, η ΕΒΕ κάθε τμήματος ΑΕΙ διαμορφώνεται από τον μέσο όρο των επιδόσεων των υποψηφίων στο επιστημονικό πεδίο στο οποίο ανήκει το τμήμα πολλαπλασιαζόμενο από έναν συντελεστή που επιλέγει το τμήμα. Η διακύμανση του συντελεστή ορίστηκε από 0,8 έως 1,2. Αρα εάν ο μέσος όρος των επιδόσεων των υποψηφίων ενός επιστημονικού πεδίου είναι 10, ένα τμήμα μπορεί να διαμορφώσει την ΕΒΕ του από 8 (εάν επιλέξει συντελεστή 0,8) έως 12 (αν επιλέξει 1,2).
Από την επεξεργασία των αποφάσεων των 452 τμημάτων ΑΕΙ προκύπτει ότι τα 233 (51,5%) επέλεξαν συντελεστή από 0,8 έως 0,99. Μάλιστα εξ αυτών, τέσσερα στα δέκα –178 επί του συνόλου των 452– επέλεξαν τον κατώτερο δυνατό συντελεστή, δηλαδή 0,8.
«Με την καθιέρωση της ΕΒΕ από τις Πανελλαδικές του 2021 τα τμήματα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: αυτά που ψάχνουν για φοιτητές και αυτά που θέλουν να διώξουν φοιτητές. Ο διαχωρισμός έγινε με βάση την έδρα κάθε τμήματος και όχι τη συγκριτική αξιολόγησή τους. Τα τμήματα στα κεντρικά πανεπιστήμια (Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα) έχουν, στην πλειονότητά τους, αυξημένη ζήτηση όχι λόγω της καλύτερης ποιότητας σπουδών που προσφέρουν, αλλά λόγω της κατανομής του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ετσι τα τμήματα αυτά υπερφορτώνονται με φοιτητές, διότι το υπουργείο Παιδείας δεν υλοποιεί το σταθερό αίτημά τους να δέχονται λιγότερους φοιτητές. Κάθε χρόνο υποβάλλουν στο υπουργείο Παιδείας τον αριθμό των φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν, όπως οφείλουν, και το υπουργείο τον αυξάνει συνήθως κατά 50%. Με τις μετεγγραφές ο αριθμός αυτός αυξάνεται, δημιουργώντας το αδιαχώρητο στα αμφιθέατρα», λέει στην «Κ» ο κ. Στρατηγάκης.
Στον αντίποδα βρίσκονται τα τμήματα που έχουν έδρα απομακρυσμένες περιοχές. «Οι υποψήφιοι τα αποφεύγουν λόγω απόστασης. Το Πανεπιστήμιο Κρήτης είναι εξαιρετικό με διεθνές κύρος, αλλά το προτιμούν ως πρώτη επιλογή μόνο οι κάτοικοι της Κρήτης. Γι’ αυτό οι σχολές του έχουν χαμηλότερη βάση από τις αντίστοιχες στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Η κατάσταση είναι χειρότερη στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, που δεν έχει τον πληθυσμό της Κρήτης για να στηρίξει τα τμήματά του. Αυτά τα τμήματα αγωνιούν για την εύρεση φοιτητών. Οι κενές θέσεις που δημιουργήθηκαν με την καθιέρωση της ΕΒΕ ήταν 17.162 και χτύπησαν αυτή την κατηγορία των τμημάτων», προσθέτει ο κ. Στρατηγάκης.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η ΕΒΕ καθορίστηκε από τα τμήματα όχι διότι ήθελαν ένα καλύτερο επίπεδο των φοιτητών που υποδέχονται, αλλά για να πετύχουν τον στόχο που έθεσαν, να αυξήσουν ή να μειώσουν τον αριθμό των νέων φοιτητών τους. Αυτό μάλιστα ίσχυσε για το 2022, δηλαδή έπειτα από τη δυνατότητα που τους έδωσε το υπουργείο Παιδείας να αναθεωρήσουν τον συντελεστή της ΕΒΕ, μετά την πρώτη εφαρμογή του μέτρου πέρυσι.
Στα κεντρικά πανεπιστήμια
Πολλά από τα τμήματα των κεντρικών πανεπιστημίων υιοθέτησαν τον υψηλότερο συντελεστή για την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (1,2) και τα τμήματα της περιφέρειας τον χαμηλότερο (0,8). Από τα 127 τμήματα που επέλεξαν συντελεστή 1,2 μόνο τα 28 βρίσκονται εκτός Αθηνών και πρόκειται για τμήματα που έχουν πολύ υψηλή βάση, όπως τμήματα Ιατρικής, Νομικής, Μηχανολόγων Μηχανικών και Ηλεκτρολόγων, στα οποία η ΕΒΕ έτσι κι αλλιώς δεν επηρεάζει καθόλου τον αριθμό των φοιτητών που εισάγονται στο τμήμα. Αντιστρόφως, η συντριπτική πλειονότητα των 178 τμημάτων που επέλεξαν τον χαμηλότερο συντελεστή, δηλαδή 0,8, είναι τμήματα περιφερειακών ΑΕΙ, στα οποία η ζήτηση των υποψηφίων είναι χαμηλή κυρίως λόγω της απόστασης του ΑΕΙ από το πατρικό σπίτι. Μόνο 68 τμήματα από τα 452, το 15%, όρισαν για την ΕΒΕ συντελεστή 1, δηλαδή άφησαν τις επιδόσεις των υποψηφίων να καθορίσουν την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής τους.
Πηγή kathimerini.gr