Διευρύνεται η διαφορά της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με νέα έρευνα της Public Issue.
Ειδικότερα, με βάση την εκτίμηση εκλογικής επιρροής της Public Issue για τον Μάιο του 2018, προκύπτουν τα εξής βασικά συμπεράσματα:
Σε σύγκριση με τον πρώτο μήνα του 2018, η εκλογική επιρροή της ΝΔ σημειώνει άνοδο (39%, +2%), προσεγγίζοντας εκ νέου το όριο του 40%. Αντιθέτως, η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ υποχωρεί (20%, -1,5% – Διαγράμματα 1Α & 2Α). Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό του νέου δικομματισμού εκτιμάται σε 59% (Διάγραμμα 3Α).
Η διαφορά α’/β’ κόμματος διευρύνεται σε 19% και επανέρχεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα (Διάγραμμα 3Β). Θα πρέπει να επισημανθεί, ότι μεγαλύτερη διαφορά από αυτήν έχει καταγραφεί ιστορικά, μόνο στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση της μεταπολιτευτικής περιόδου (1974).
Το Κίνημα Αλλαγής σταθεροποιείται στην τρίτη θέση (11%), παρά την αισθητή υποχώρηση (-2%) που σημειώνει η εκλογική του απήχηση.
Η Ένωση Κεντρώων υπερβαίνει το κατώφλι του 3% (3,5%), παρουσιάζοντας σημαντική άνοδο (+1%).
Οι μεταβολές των υπόλοιπων κομμάτων δεν επηρεάζουν σημαντικά τον υφιστάμενο κομματικό συσχετισμό Διαγράμματα 1Α,2Α).
Tέλος, τα νεοπαγή κόμματα που σχηματίστηκαν κατά τον τρέχοντα εκλογικό κύκλο (Ελληνική Λύση, Εθνική Ενότητα, Μέρα 25) δεν εμφανίζουν δυναμική εισόδου στη Βουλή. Ως εκ τούτου, η επόμενη Βουλή αναμένεται να έχει το πολύ 6 κόμματα (6κομματική).
H ανακίνηση του Μακεδονικού ζητήματος και οι επιπτώσεις του στο ιδεολογικό πεδίο, άσκησαν κατά τα φαινόμενα αρνητική επίδραση στην εκλογική απήχηση του κυβερνώντος κόμματος. Οι εν λόγω εξελίξεις αναίρεσαν το συγκυριακό, όπως αποδείχθηκε, όφελος που άσκησε τον Δεκέμβριο στην επιρροή του η διανομή κοινωνικού μερίσματος, αλλά και κυριάρχησαν επί της κυβερνητικής πρωτοβουλίας για την πάταξη της διαφθοράς (υπόθεση Novartis).
Δείτε ολόκληρη την ανάλυση εδώ
Με τον όρο «εκτίμηση εκλογικής επιρροής» εννοείται ο εκ νέου υπολογισμός (repercentage) των ποσοστών των κομμάτων, εξαιρώντας τις μη-διευκρινισμένες απαντήσεις των ερωτώμενων (δηλαδή τις επιλογές: «δεν θα ψηφίσω», «λευκό/άκυρο» «αναποφάσιστος/η» και «δεν απαντώ»), ώστε τα αποτελέσματα κάθε δημοσκόπησης να είναι συγκρίσιμα με τα εκλογικά αποτελέσματα. Αυτό συμβαίνει, επειδή η λεγόμενη αδιευκρίνιστη ψήφος δεν υπάρχει στην πραγματικότητα και δεν καταγράφεται ποτέ στην κάλπη των εκλογών. Αποτελεί μια επινόηση, η οποία «κατασκευάζεται» από την ερώτηση πρόθεσης ψήφου των δημοσκοπήσεων.
Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής δεν πρέπει να συγχέεται με την απλή απαλοιφή της αδιευκρίνιστης ψήφου, μια χρήσιμη εμπειρική πρακτική που ακολουθείται από άλλες εταιρίες, που συνήθως αναφέρεται ως «αναγωγή» ή «ψήφος επί των εγκύρων» απαντήσεων της δημοσκόπησης (valid vote). Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής δεν ταυτίζεται με τη διευκρινισμένη ψήφο, διότι η κατανομή (allocation) της αδιευκρίνιστης ψήφου, που προκύπτει, δεν είναι αναλογική, αλλά πραγματοποιείται με τη χρήση στατιστικών υποδειγμάτων. Ειπωμένο διαφορετικά, η εκτίμηση διαφέρει σημαντικά από μια απλή παράθεση αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων.
Κύριο χαρακτηριστικό της μεθοδολογίας που ακολουθεί η Public Issue είναι η κατάργηση της στάθμισης του δείγματος με την προηγούμενη ψήφο και η αντικατάστασή της, με τη μεθοδολογία της ανάλυσης χρονολογικών σειρών (time-series analysis), της διαθέσιμης χρονοσειράς των ερευνών. Ένα βασικό πλεονέκτημα της νέας μεθοδολογίας είναι ότι η εκτίμηση για την εκλογική επιρροή κάθε κόμματος, στηρίζεται σε όλες τις διαθέσιμες έρευνες του Βαρόμετρου, που έχουν γίνει μέχρι σήμερα (πάνω από 100) και όχι μόνον σε μια έρευνα (την τρέχουσα κάθε φορά). Παλιότερα, η στάθμιση των αποτελεσμάτων με βάση την προηγούμενη ψήφο αποτελούσε την πιο διαδεδομένη μέθοδο βελτίωσης των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων. Ωστόσο, επειδή εμφανίζει σημαντικές μεθοδολογικές αδυναμίες τείνει πλέον να εγκαταλειφθεί. Ιδίως σε εποχές αυξημένης εκλογικής ρευστότητας και αποδυνάμωσης του δεσμού των πολιτών με τα κόμματα, όπως η σημερινή, η μέθοδος της στάθμισης μπορεί -αντίθετα- να επιδεινώσει επικίνδυνα, αντί να βελτιώσει την ακρίβεια των εκτιμήσεων, αναφέρει η Public Issue.