Με αφορμή την Σύγκληση της Αγίας κ Ιεράς συνόδου στην Κρήτη δημοσιεύεται ιστορική φωτογραφία απο την Β' Πανορθόδοξη Διάσκεψη από 1 μέχρι 15/11/1964 που συνεκλήθη στη Ρόδο.
Διακρινονται μεταξύ άλλων οι βουλευτες Δωδεκανησου Στελιος Κωτιαδης κ ο ιατρος Σταματης Μανουσης ο Πατριαρχης Αθηναγόρας ο Μουφτής της Ροδου κ άλλοι εκπρόσωποι εκκλησιών
ΑΦΙΕΡΩΜΑ στα 60 χρόνια από το θάνατο του (16 Μαΐου 1956) εκ των πρωταγωνιστών της απελευθέρωσης της Δωδεκανήσου ΝΙΚΟΛΑΟΥ Κ. ΜΑΝΟΥΣΗ.
Παρατίθενται: το Βιογραφικό του, οι Δράσεις του, Στιγμιότυπα από τη ζωή του, μαζί με φωτογραφικό υλικό.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΣΤ. ΜΑΝΟΥΣΗΣ- ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ
Ο Νίκος Κων/νου Μανούσης γεννήθηκε στην πόλη της Κω στις 30 Ιουνίου του 1893. Από μικρό, η φτώχεια τον ανάγκασε να ξενιτευτεί στη Νέα Υόρκη, όπου εργαζόταν ως κουρέας, τέχνη που έμαθε από τον πατέρα του. Γρήγορα επέδειξε ασυγκράτητο ζήλο και θαυμαστή δραστηριότητα για το εθνικό ζήτημα, πρωτοστατώντας σε όλες τις κινήσεις για την απελευθέρωση της ∆ωδεκανήσου. Οι Ιταλοί, που γνώριζαν τη δράση του, τον είχαν εξόριστο από το νησί του όλα τα χρόνια της φασιστικής βίας και δεν του επέτρεπαν να έλθει να προσκυνήσει τα ιερά χώματα της λατρευτής του πατρίδας. Το 1928 ταξίδεψε από την Αμερική στην Αθήνα. Πήρε το πλοίο για τα ∆ωδεκάνησα, με προορισμό την Κω, φέρνοντας μαζί του επιταγή με αρκετά δολάρια, που συγκέντρωσε από τους ομογενείς, για την ενίσχυση των εκπαιδευτηρίων του νησιού, αλλά οι Ιταλικές Αρχές αρνήθηκαν την αποβίβασή του. Παρέμεινε στο πλοίο μέχρι τη Ρόδο, χωρίς να μπορέσει κι εκεί ν’ αποβιβαστεί, και γύρισε στον Πειραιά, αφού παρέδωσε κρυφά την επιταγή στον κλητήρα της Μητρόπολης Κω, που ανέβηκε για το σκοπό αυτό στο καράβι, ταξιδεύοντας μαζί του μέχρι την Κάλυμνο. Το 1934 θα εκδώσει στη Νέα Υόρκη πολυτελέστατο Κωακόν Λεύκωμα, 94 σελίδων, όπου θα εξιστορεί το μεγάλο δράμα των συμπατριωτών του από το φοβερό σεισμό της προηγούμενης χρονιάς, που σκόρπισε το θάνατο και μετέτρεψε σε σωρούς ερειπίων την όμορφη πόλη της Κω, κάνοντας έκκληση σε Κώους και ∆ωδεκανησίους της Αμερικής να συνδράμουν τους σεισμόπληκτους. Τις εισπράξεις από την πώληση του βιβλί- ου αυτού διέθεσε για την ανοικοδόμηση του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Νικολάου. Αλλά και κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου και της γερμανικής Κατοχής δεν θα πάψει ν’ αποστέλλει με κάθε δυνατό μέσο διάφορα χρηματικά ποσά στη γενέτειρά του, για τις ανάγκες των απόρων και δεινοπαθούντων Κώων. Σειρά άρθρων του, που δημο- σιεύτηκαν κατά καιρούς στην ημερήσια εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ της Νέας Υόρκης και αλλού, θ’ αποφασίσει τον Ιούλιο του 1947 να εκδώσει στην Αθήνα με τίτλο: Η γόνιμος εθνική δράσις των ∆ωδεκανησίων Αμερικής και με υπέρτιτλο: 30 έτη συνεχών αγώνων υπέρ της ∆ωδεκανησιακής Ελευθερίας. Από τη 16σέλιδη εκείνη έκδοση αντλήσαμε υλικό για τη συγγραφή αυτών των σελίδων. Ο Νίκος Κ. Μανούσης αμέσως μετά την Ενσωμάτω- ση θα εγκατασταθεί οριστικά στο νησί του, όπου, τιμώμενος κι ευγνωμονούμενος από την Πολιτεία –το 1955 η Ελληνική Κυβέρνηση του απένειμε το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα– και από όλους τους συμπατριώτες του, θ’ αφήσει την ύστατη πνοή του στις 16 Μαΐου του 1956.
* Απόσπασμα από την Ιστορία της Κω, του Β. Χατζηβασιλείου, 1990.
και η συγκινητική στιγμή της συνάντησης με τη μητέρα του
Οι Ιταλοί είχαν θορυβηθεί από τη δράση του Νίκου Μανούση στη ΦΕ∆Α ώστε, όταν μετέβη το 1928 με κανονικό διαβατήριο θεωρημένο από το ιταλικό προξενείο προς επί- σκεψη των οικείων του, δεν επέτρεψαν την αποβίβασή του.
Παρατίθεται συγκλονιστικό απόσπασμα από την εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος της 15ης Μαρτίου 1928 που αναφέρεται στη μετάβαση του Νίκου Μανούση από τη Νέα Υόρκη στην Κω και την απαγόρευση αποβίβασής του μετά από εντολή της Ιταλικής ∆ιοίκησης καθώς και την άνοδο των γονέων του στο ατμόπλοιο για να παραμείνουν μόνο λίγες στιγμές πλησίον του ξενιτεμένου γιου τους.
Περιγράφεται επί του άφωνου χάρτου η συγκινητική στιγμή της συναντήσεως με την μητέρα του.
«Παιδί μου, ἔλεγεν ἡ γραία Μανούση ἀναλυόμενη εἰς δάκρυα καὶ διακοπτόμενη ὑπὸ λυγμῶν! Κράτα ψηλὰ τὴν τιμὴ τοῦ σπιτιοῦ σου καὶ τοῦ Ἔθνους σου. Θέλησαν καὶ θέλουν νὰ μᾶς ἐξευτελίσουν. Ζητοῦν νὰ μὲ σύρουν στὰ πόδια τοῦ ∆ιοικητῆ νὰ τὸν παρακαλέσω, νὰ κλάψω, νὰ φιλήσω τα χέρια του γιὰ νὰ σοũ δώση τὴν ἄδεια νὰ βγñς ἔξω. Ὄχι, παιδάκι μου, δὲν θὰ ἐξευτελιστῶ ἐγὼ, μία Κώτισσα, μία Ἑλληνίδα, μπροστὰ σ’ ἕνα Ἰταλό. Ἡ λαχτά- ρα ποὺ εἶχα γιὰ νὰ σὲ ἴδω ἔσβυσε, παιδί μου, τώρα ἂς πεθάνω».
Οι συριγμοί όμως του αποπλέοντος πλοίου διέκοψαν την εθνικήν ταύτην μυσταγωγίαν και την κατανυκτικήν εκμυστήρευσιν και αντηλλάγησαν οι τελευταίοι ασπασμοί, ενώ ο κ. ∆ιοικητής, εξηπλωμένος νωχελώς και μακαρίως επί του αναπαυτικού ανακλίντρου του, ανέμενε την γραίαν Ελληνίδα μητέρα του κ. Μανούση, να γονυπετήση και να εκλιπαρήση έλεος και χάριν. Και αναμένει, ματαίως όμως. Η τιμή της Οικογένειας Μανούση, το γόη- τρον και η Εθνική υπερηφάνεια παρέμειναν άθικτα και αμόλυντα.
Επιστρέψας ενταύθα, ο κ. Μανούσης διεμαρτυρήθη...
H επιτυχία της ∆ωδεκανησιακής Νεολαίας (∆.Ν.Α.) οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέ- ρος στην έκδοση του μηνιαίου ∆ελτίου της, ο ∆ωδεκανήσιος. Το ∆ελτίο αυτό παρότρυνε όλο τον Ελληνισμό στον αγώνα, εστιγμάτιζε τους δειλούς, κατήγγελλε τις βαρβαρότητες και τις ανηθικότητες της ιταλικής κατοχής, εσφυροκοπούσε τον ιταλικό φασισμό και τον αρχηγό του, και έφερνε διαρκώς την τραγωδία των νησιών εμπρός στα μάτια των ομο- γενών. Στο πρώτο του τεύχος, που εξεδόθη τον Οκτώβριο του 1934, ο ∆ωδεκανήσιος απηύθυνε τον παρακάτω χαιρετισμό προς τους πατριώτας.
Από το αρχείο του Νίκου Κ. Μανούση.
Χαιρετισμός του «∆ωδεκανήσιου»
«Κατερχόμενος ο ∆ωδεκανήσιος εις την κονίστραν του δωδεκανησιακού αγώνος, απευ- θύνει αδελφικόν χαιρετισμόν προς τους απανταχού αγωνιστάς της δωδεκανησιακής υπο- θέσεως. Ελπίζει δε ότι θα έχη παρά το πλευρόν του όλους τους ∆ωδεκανησίους πατριώ- τας εις τας προσπαθείας του δια την ανατολήν μιας καλυτέρας αύριον εις την δυστυχή πατρίδα μας, και συμπαραστάτας όλους τους Πανέλληνας, οίτινες πιστεύουν ότι η ∆ωδε- κάνησος ήτο και πρέπει να παραμείνη ελληνική».
Στις 19 Ιανουαρίου 1941, δημοσιεύεται στην εφημερίδα PM’s Weekly εκτενές αφιέρωμα στον Νίκο Μανούση. Παρατίθεται μεταφρασμένο το κείμενο της συνέντευξης:
Υπήρχαν δύο κουρείς στην Κω, νησί των ∆ωδεκανήσων, όταν ο Νικόλαος Μανούσης ήταν παιδί. Ο ένας ήταν ο πατέρας του, ο άλλος Μωαμεθανός.
Ο πατέρας του ήταν εκείνος ο οποίος του έμαθε την τέχνη. Το να «κουρεύεις» στην Κω ήταν κάτι «γοητευτικό».
Ο πελάτης που κουρεύεται κάθεται όρθιος και κρατάει μια λεκάνη κάτω από το πηγούνι για να πέφτουν τα γένια. Οι χωρικοί και οι εργάτες ξυρίζονται μια φορά τους έξι μήνες.
Ο κ. Μανούσης μίλησε για την πατρίδα του την Κω στο κουρείο του στην 37η οδό, 311W:
«Ο πατέρας μου πέθανε με μια μονάχα ευχή στην ψυχή του, να πεθάνει στο νησί, αλλά δεν πέθανε εκεί. Αν τα νησιά απελευθερωθούν, η μοναδική μου επιθυμία είναι να πάω εκεί και να μεταφέρω τα οστά του στην Κω».
Τα ∆ωδεκάνησα –το όνομα προέρχεται από δύο ελληνικές λέξεις: δώδεκα (12) και νησί– κατακτήθηκαν από τους Ιταλούς το 1912. Η ιταλοποίηση των νησιών, γράφει ο κ. Μανούσης, αναφέρεται ως κυριαρχία της τρομοκρατίας συγκριτικά με την τάση για είσοδο του πολιτισμού στην Αιθιοπία. Παρόλο που ο κ. Μανούσης υπήρξε από το 1922 Αμερι- κανός πολίτης, εργάστηκε για την απελευθέρωση του τόπου γέννησής του και γι’ αυτό το λόγο νομίζει ότι του απαγορεύτηκε η είσοδος στην Κω, όταν το 1928 πήγε να επισκεφτεί τον πατέρα του και τη μητέρα του. Αργότερα, τους βοήθησε να βρουν καταφύγιο στην Αθήνα όπου και πέθανε ο πατέρας του.
Ένας φίλος που τον βοηθάει να τυπώσει τη μηνιαία εφημερίδα ∆Ω∆ΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ, γράφει: Το 1935 οι Ιταλοί-Χριστιανοί έκαναν προσπάθειες να καταφέρουν μέσα σε 3 χρόνια ό,τι οι «άπιστοι Τούρκοι», κατά τη διάρκεια τεσσάρων αιώνων κυριαρχίας στα ∆ω- δεκάνησα, δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν. Αυτό, για να υπονομεύσει τους άφθαρτους θεσμούς και τη συνοχή του χαρακτήρα των Ελλήνων... Η ιταλική κυβέρνηση έφερε εις πέ- ρας μια συστηματική, ηθική και υλιστική καταδίωξη των κατοίκων του νησιού. Εξόρισαν επι- φανείς πολίτες, διευθυντές σχολείων, γιατρούς, δικηγόρους, κληρικούς. Για το λόγο αυτό, ο δωδεκανησιακός περίγυρος εκτιμάει πολύ τη δραστηριότητα του κ. Μανούση. Πιστεύει ότι είναι ειρωνικά συμπτωματικό το ότι οι ελληνικές νίκες στον τωρινό πόλεμο θα πρέπει να γίνονται σε έδαφος στο οποίο οι Ιταλοί εθελοντές ήρθαν το 1821 για να βοηθήσουν την Ελλάδα να απελευθερωθεί.
Η συνέντευξη του Ν. Μανούση στην εφημερίδα PM’s Weekly της Νέας Υόρκης
Με τον Νίκο Μαυρή, Πρόεδρο του Εθνικού ∆ωδεκανησιακού Συμβουλίου και αργότερα Γεν. ∆ιοικητή ∆ωδεκανήσου.
5.ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟ
…………”Ἀείμνηστε Νικόλαε Μανούση,
…..Πύρινα δάκρυα χαρᾶς καὶ λυγμοὶ βαθείας συγκινήσεως ἐδόνησαν τὴν πατριωτικήν σου ψυχήν, ὅταν τὸ πρῶτον ἀντίκρυσες τὴν κυανόλευκον νὰ λικνίζεται ἤρεμα, ἔνδοξος καὶ ὑπερήφανος, νικήτρια καὶ τροπαιοῦχος ἐπὶ τοῦ ∆ιοικητηρίου τῆς Κῶ. Ἔκτοτε διέμεινες εἰς τὴν Γενέτειρά σου. Ἡ ἀγάπη σου δι’ αὐτὴν κατέστη πραγματικὸν βίωμα. Ἂν εἶναι ἀληθές, καὶ εἶναι πράγματι ἀληθὲς ὅτι βραδύνει ἡ ἱστορικὴ δικαιοσύνη, ὅπως ἐπιτυχῶς ἐγράφη, ὁ βιολογικὸς αὐτὸς νόμος ἀπετέλεσε δι’ ἐσὲ κάποιαν ἐξαίρεσιν. Ἡ μεγάλη μήτηρ Ἑλλὰς ἀνεγνώρισε τοὺς ἀγῶνας σου καὶ ἀπεφάσισε τόσον σύντομα νὰ σὲ ἀνταμείψη. Ὄχι βέβαια μὲ ὑλικὴν ἀμοιβήν· «τὸ ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» δὲν ἀμείβεται μὲ τὴν ταπεινὴν ὕλην. Ἡ ἀμοιβὴ τῶν πατριωτικῶν σου ἀγώνων ὑπῆρξεν ἠθική. Ἰδοὺ τὸ δεύ- τερον ἀξιομίμητων παράδειγμά σου. Μόλις συνεπληρώθη ἔτος ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθ ́ ἣν ἡ Α.Μ. ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων Παῦλος, εἰς ἀναγνώρισιν τῶν ὑψίστων πρὸς τὴν
Πατρίδα ὑπηρεσιῶν σου ηὐδόκησε νὰ σοῦ ἀπονείμη τὸν Χρυσοῦν Σταυρὸν τοῦ Τάγματος τοῦ Φοίνικος. Οὕτω ἡ Πατρίς, τὴν ὁποίαν τόσον ἠγάπησες, σοῦ ἀνταπέδωσε τὴν ἀγάπην της. Ἐνθυμοῦνται ὅλοι τὴν συγκίνησίν σου κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς παρασημοφορίας σου. Καὶ ἐγὼ αὐτὸς ἔσχον τὴν τιμὴν νὰ συνεργασθῶ, ἐν τῆ ἰδιότητί μου ὡς Γυμνασιάρχου τοῦ ἐν Κῶ Ἱπποκρατείου Γυμνασίου μετά σου, τῆ εἰσηγήσει μου διορισθέντος ἐπὶ μίαν διετίαν, ὡς Προέδρου τῆς Σχολικῆς Ἐφορείας. Ἐκεῖ ἐγνώρισα βαθύτερον τὸν χαρακτῆρα σου καὶ τὴν θερμουργὸν ψυχήν σου.
Μαζὶ μὲ τοὺς λυγμοὺς τῆς ἀγαπητῆς σου συζύγου, μαζὶ μὲ τοὺς λυγμοὺς τῶν ἀδελφῶν σου, οἱ ὁποῖοι περιστοιχίζουν τὸ σεπτὸν φέρετρόν σου, μαζὶ μὲ τοὺς λυγμοὺς πάντων ἐκείνων οἵτινες συνέρρευσαν διὰ νὰ σὲ συνοδεύσωσιν εἰς τὴν τελευταίαν σου κατοικίαν, προσθέτω καὶ ἐγὼ τοὺς ἰδικούς μου λυγμούς, καὶ σοὺ ἀπευθύνω ὡς ὕστατον χαιρετισμὸν πολὺ διακαῶς τὸ περιλάλητον ἐκεῖνο τοῦ ἀπὸ σκηνῆς φιλοσόφου.
« Ὢ πατρίς, εἴθε πάντες οἱ ναίουσι σὲ οὕτως φιλοῖεν ὡς ἐγὼ» δηλαδὴ Πατρίδα μου, εἴθε νὰ σὲ ἀγαποῦσαν ὅλοι, ὅπως σὲ ἀγάπησα καὶ ἐγώ.
Γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν.”