Ο Αντιπρόεδρος της Βουλής και Βουλευτής Δωδεκανήσου Δημήτρης Κρεμαστινός καλεσμένος στην εκπομπή Διά Ταύτα της ΕΡΤ3 συνομίλησε με τον δημοσιογράφο Χρήστο Γιαννούλη, για το προσφυγικό, τις πολιτικές συνεργασίες και για την πολιτική του εμπειρία από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Δημήτρης Κρεμαστινός τόνισε την επείγουσα ανάγκη για αναχώρηση των προσφύγων και των μεταναστών από τα νησιά προς την ενδοχώρα, θυμίζοντας ότι απεύθυνε πολλές εκκλήσεις για αυτό στη Βουλή από την αρχή δημιουργίας των hotspots. Είπε ανοιχτά ότι η Ελλάδα πρέπει άμεσα να διευθετήσει «τα του οίκου της» χωρίς να περιμένει πρώτα να εισακουστεί από τους Ευρωπαίους εταίρους οι οποίοι ασφαλώς έχουν ευθύνες αλλά ενδεχομένως να βρίσκονται σε διαφορετική ιδεολογική γραμμή και πρόσθεσε ότι η Μόρια, την οποία επισκέφθηκε πρόσφατα, «προσβάλλει τον πολιτισμό του ανθρώπου».
Για την αντιμετώπιση του προσφυγικού, είπε συγκεκριμένα:
«Από την πρώτη στιγμή που δημιουργήθηκαν τα hot spots, πριν με ρωτήσουν στη Βουλή, είμαι και ο μοναδικός βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης σε όλο το Αιγαίο, είχα προβλέψει ότι αυτά τα hotspot δεν θα είναι εστίες υποδοχής, αλλά θα είναι εστίες εγκατάστασης. Δυστυχώς, αυτό το πράγμα δεν έγινε αντιληπτό. Είχα πει στην Κυβέρνηση τότε, μέσα στη Βουλή, ότι θα έπρεπε γρήγορα όσοι καταφθάνουν στα hotspots με τη Frontex ή με άλλο μέσο να μεταφέρονται στην ενδοχώρα ούτως ώστε να μη λιμνάζουν και δημιουργούν εστίες όπως η Μόρια. Αυτές ήταν οι θέσεις μου στη Βουλή με αλλεπάλληλες ερωτήσεις. Δυστυχώς, έγινε το αντίθετο και δυστυχώς σήμερα βλέπετε ότι έχουμε την εικόνα που περιγράψατε.»
Για τον εγκλωβισμό στη Μόρια και τους ρυθμούς απορρόφησης και προώθησης των εισερχομένων, πρότεινε:
«Αυτοί που μεταφέρονται στην ενδοχώρα είναι λιγότεροι από αυτούς που έρχονται κάθε μέρα από τα τουρκικά παράλια. Και επειδή καθυστερούν οι διαδικασίες του αν μπορούν ή δεν μπορούν να θεωρηθούν πρόσφυγες, να πάρουν δηλαδή ταυτότητα, λιμνάζουν. Διότι, εάν οι διαδικασίες είναι γρήγορες, τότε η Τουρκία δεν λέει όχι, τους ξαναδέχεται, αλλά εμείς δεν μπορούμε να έχουμε γρήγορες διαδικασίες και κατά συνέπεια για τους δύο αυτούς λόγους έχουμε εστίες όπως είναι η Μόρια, η Σάμος κλπ.»
Ερωτηθείς για την ολιγωρία και την ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απάντησε τα εξής:
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως ξέρετε αποτελείται από κράτη. Μερικά είναι, αν θέλετε, ακραίας δεξιάς ιδεολογίας και στο κράτος του ο καθένας είναι κυρίαρχος. Δεν μπορούμε λοιπόν εμείς να επιβάλουμε γραμμή στα άλλα κράτη. Διαμαρτυρόμεθα και καλά κάνουμε, αλλά εισακουόμεθα; Εισακούεται η Ιταλία που επίσης διαμαρτύρεται; Οι Ευρωπαίοι πρέπει να πιστέψουν ότι το πρόβλημα δεν είναι συνοριακό, αφορά όλους και δεν μπορεί ο καθένας να βάζει τείχη και να λέει εγώ θέλω τη χώρα μου να την κρατήσω, όπως λένε οι ίδιοι, «αμόλυντη». Είναι ρατσιστικό αυτό που λένε αλλά δεν μπορούμε εμείς να τους επιβάλλουμε. Μπορούμε να επιβάλλουμε στην Ουγγαρία π.χ. να δεχτεί τις απόψεις μας που πιστεύω ότι είναι ορθότερες; Λοιπόν, κατά συνέπεια, πρέπει εμείς να κάνουμε ό, τι είναι δυνατό και σωστό και μπορούμε και να πιέζουμε όσο μπορούμε περισσότερο.»
Σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξη του προσφυγικού/μεταναστευτικού, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, εν σχέση με την επικράτηση της Δεξιάς στην Ευρώπη ή κυβερνήσεων πολιτικών συμμαχιών, είπε:
«Είναι δύσκολο να προβλέψει κανένας το μέλλον διότι όπως ξέρετε οι κυβερνήσεις, προέρχονται από εκλογές. Όταν, δυστυχώς, το υπερσυντηρητικό ρεύμα, όχι απλώς το συντηρητικό, αυξάνει μέρα με την μέρα στην Ευρώπη είναι κάτι ανησυχητικό για εμάς τουλάχιστο που βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή του μεταναστευτικού προβλήματος. Δεν μπορούμε όμως να το αλλάξουμε, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τις απόψεις των Σουηδών ή των Ούγγρων ή των Αυστριακών ή οποιωνδήποτε. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι η μία πλευρά είναι η Ευρώπη, η οποία από τους λαούς της καθορίζει την πολιτική της και από την άλλη είμαστε εμείς που και εμείς πρέπει να προφυλάξουμε τη χώρα μας. Πρέπει να σας πω ότι πριν από μερικές μέρες, δύο εβδομάδες βρέθηκα στη Λέσβο με την άλλη μου ιδιότητα την ακαδημαϊκή, του γιατρού, όπου σε ένα συνέδριο δικό μας μου δόθηκε η ευκαιρία να δω τη Μόρια, να δω τον δήμαρχο εκεί και να συζητήσω μαζί του πάνω σε αυτά τα θέματα και πράγματι είδα ιδίοις όμμασι ότι η εικόνα της Μόριας προσβάλλει τον πολιτισμό του ανθρώπου, τον σημερινό πολιτισμό.»
Και προσέθεσε, για την Κω:
«Υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα στην Κω και σταμάτησε ευτυχώς, η Κως δεν έγινε Μόρια. Πράγματι τις πρώτες μέρες όλοι εστράφησαν κατά του δημάρχου της Κω, ο οποίος αντιδρούσε στα κύματα που ερχόντουσαν αλλά τελικά από ότι είδα και η άλλη πλευρά, δηλαδή η τουρκική πλευρά συμφώνησε ότι έπρεπε να αποτρέψει το κύμα των προσφύγων προς την Κω διότι τα τουρκικά παράλια είχαν και αυτά τουρισμό. Εάν αυτό το πράγμα συνεχιζόταν θα γινόταν και η Κως Λέσβος. Αλλά δεν συνέβη και αυτό οφείλεται στο ότι υπήρξε τελικά συνεννόηση των δύο πλευρών, δηλαδή η ίδια η τουρκική πλευρά στα παράλια της προσπάθησε να αποτρέψει τους εμπόρους των μεταναστών να εγκατασταθούν εκεί. Το ίδιο συμφέρον που είχε και η Κως για τον τουρισμό της, το ίδιο συμφέρον είχε και η άλλη πλευρά για δικό της τουρισμό Προστάτευσαν δηλαδή αν θέλετε τουριστικά τις περιοχές τους, αυτό θέλω να πω.»
Για την πιθανότητα μελλοντικής συγκυβέρνησης του Κινήματος Αλλαγής με τη Νέα Δημοκρατία, απάντησε:
«Εάν έχει αυτοδυναμία το πρώτο κόμμα, όποιο και να είναι αυτό, προσωπικά πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεργαστεί ένα κόμμα της αντιπολιτεύσεως μαζί του. Το ερώτημα είναι εάν δεν υπάρχει αυτοδυναμία, τι θα γίνει; Θα έχουμε αλλεπάλληλες εκλογές και μάλιστα με άλλο εκλογικό σύστημα που κανείς δεν ξέρει πως θα δημιουργηθούν κυβερνήσεις και να οι κυβερνήσεις αυτές θα επιλύσουν το τεράστιο οικονομικό πρόβλημα που κατά τη γνώμη μου αντιμετωπίζει ακόμα η χώρα; Η απάντηση η δική μου, η προσωπική, είναι ότι την προηγούμενη φορά που το ΠΑΣΟΚ συνεργάστηκε με τη Νέα Δημοκρατία ήταν η δεύτερη φορά που είχαν γίνει εκλογές και εάν δεν συνεργαζόταν θα είχαμε τρίτες εκλογές. Αυτό σε μια περίοδο που η Ευρώπη έστελνε με αεροπλάνα ευρώ στην Ελλάδα, δηλαδή η χώρα είχε χρεοκοπήσει. Τότε ήταν πολυτέλεια για το ΠΑΣΟΚ να πει «πάμε σε τρίτες εκλογές». Σήμερα όμως η χώρα βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση σχετικά με το 2012. Εάν, βεβαίως, χρειαστεί να μπει αυτό το ερώτημα θα πρέπει, -δεν εκφράζω αυτή τη στιγμή την άποψη του κόμματος αλλά την προσωπική μου γνώμη- να ακολουθηθεί μία διαδικασία ανάλογη με αυτή που ακολούθησε το SPD δύο φορές. Δηλαδή έβαλε τις κόκκινες γραμμές του και συμφώνησε αφού έθεσε το θέμα στα όργανα του κόμματος του και μάλιστα και στη βάση του. Εάν λοιπόν τεθεί το ζήτημα, προκειμένου να αποφευχθεί η άγνωστη δυνατότητα να υπάρξει βιώσιμη κυβέρνηση λόγω του συστήματος απλής αναλογικής, θα πρέπει να ακολουθηθεί μία λύση η οποία τουλάχιστον να εκφράζει την άποψη των χιλιάδων ανθρώπων που με τις εκλογές υποστήριξαν τη Δημοκρατική Συμπαράταξη ή το Κίνημα Αλλαγής.»
Στην ερώτηση εάν συμμερίζονται και άλλοι συνάδελφοί του στη Δημοκρατική Συμπαράταξη την ίδια άποψη, απάντησε:
«Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει τέτοιο θέμα για να συζητήσουμε. Η άποψη του κόμματος είναι ότι κατεβαίνει ανεξάρτητο, ανεξάρτητα από τα άλλα δύο κόμματα, δηλαδή τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ και θα παραμείνει στη θέση του, δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεργαστεί με κανέναν εφόσον δεν υπάρχει ανάγκη να συνεργαστεί. Αν υπάρχει ανάγκη, τότε η κοινοβουλευτική ομάδα θα συζητήσει το θέμα και θα αποφασίσει. Φυσικά η Πρόεδρος θα εισηγηθεί, αλλά θα αποφασίσουν τα όργανα. Η άποψη η δική μου είναι ένα βήμα πέρα από αυτό, μου αρέσει να βλέπω τα κόμματα όλα και φυσικά το δικό μας να συμπεριφέρονται όπως τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα.»
Για τη φήμη ότι το Κίνημα Αλλαγής θα συνεργαστεί οπωσδήποτε με τη Νέα Δημοκρατία, αντέδρασε ως εξής:
«Κοιτάξτε, το κάθε δημοσιογραφικό συγκρότημα εκφράζει την επιθυμία του όπως νομίζει ότι καλύτερα θα πρέπει να γίνουν τα πράγματα. Άλλο όμως είναι οι επιθυμίες των δημοσιογραφικών συγκροτημάτων και άλλο είναι οι απόψεις των μελών ενός κόμματος ή αν θέλετε των βουλευτών ενός κόμματος. Επανειλημμένα η Πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής έχει δηλώσει ότι θα πρέπει να κινηθούμε τελείως ανεξάρτητα από τα άλλα κόμματα και μάλιστα μιλάει πολλές φορές και για διμέτωπο αγώνα.»
Για την πιθανότητα συνεργασίας του Κινήματος Αλλαγής με τον ΣΥΡΙΖΑ, είπε:
«Δεν είπα ποτέ ότι θα πρέπει να ακολουθήσει το Κίνημα Αλλαγής τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνο όμως που είπα είναι ότι τα δύο αυτά κόμματα είναι όμοροι χώροι, δηλαδή ότι οι ίδιοι άνθρωποι που ψήφιζαν το ένα κόμμα ψηφίζουν το άλλο ή και τανάπαλιν. Κατά συνέπεια, θα πρέπει οι ίδιοι άνθρωποι να προβληματιστούν εάν είναι ικανοποιημένοι με την ψήφο τους και αν δεν είναι ικανοποιημένοι με την ψήφο τους να πάνε στον όμορο χώρο. Δηλαδή, δεν μπορεί π.χ. να φεύγει ένας από τον ΣΥΡΙΖΑ και να πηγαίνει σε ακραίο χώρο, δεξιό χώρο αυτό θα ήταν λάθος, αυτό λέω εγώ. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη και αυτή δεν εκφράζεται όταν ορισμένοι, περισσότερο από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι αιχμηροί και κατηγορούν άλλους συναδέλφους τους χωρίς να υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις, δικαστικές εννοώ, για σοβαρότατα θέματα. Εάν υπάρχει ένα τέτοιο κλίμα τότε υπάρχει και δυσκολία συζητήσεως, αυτό έχω πει.»
Με αφορμή αυτό, ρωτήθηκε για την πόλωση και τον φανατισμό που βλέπει ως Αντιπρόεδρος στη Βουλή, στη δημόσια σφαίρα και στον πολιτικό διάλογο:
«Το χειρότερο είναι ότι όταν υπάρχει ένα τέτοιο κλίμα και παρατεταμένη περίοδος διαξιφισμών η χώρα δεν προσφέρεται για σοβαρούς επενδυτές και εμείς χρειαζόμαστε ανάπτυξη. Εάν λοιπόν παρατείνεται αυτή η ιστορία ποιος σοβαρός επενδυτής δεν θα περιμένει να δει αν θα υπάρχει κυβέρνηση μετά τις εκλογές, ποια θα είναι, τι δυνατότητες θα έχει αυτή η κυβέρνηση ώστε να έρθει εδώ να επενδύσει;»
Ερωτηθείς εάν είναι αισιόδοξος μετά την υπερψήφιση από μεγάλη πλειοψηφία της Βουλής της αύξησης του κατώτατου μισθού, είπε:
«Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος σε αυτό τον τόπο που θα διαφωνήσει με τη βελτίωση των μισθών. Το θέμα είναι ότι πρέπει να υπάρξουν παράλληλα οι πόροι, οι οποίοι να δικαιολογούν όχι μόνο τους μισθούς αλλά και την καλύτερη φορολογία, δηλαδή τις φορολογικές ελαφρύνσεις, για την ανάπτυξη. Εάν δεν υπάρξουν αυτές οι συνθήκες αντιλαμβάνεστε ότι οποιαδήποτε παροχή είναι καταδικασμένη να την πάρουν κάποιοι πίσω. Όταν η χώρα χρεοκοπεί, όταν δεν υπάρχει ανάπτυξη, όταν δεν σε εμπιστεύονται να δανειστείς, ό,τι και να κάνεις είναι καταδικασμένο να είναι βραχύβιο. Αυτή τη στιγμή η Κύπρος δανείζεται με 2 – 2.5%, το ίδιο και η Πορτογαλία, εμείς δεν μπορούμε να δανειστούμε με 2 – 2.5%, σήμερα και δεν μας δανείζει κανένας, αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα.»
Στην ερώτηση εάν η πόλωση μικραίνει τις δυνάμεις των μικρότερων κομμάτων, είπε:
«Η πόλωση δεν δίνει λύση στα πολιτικά προβλήματα. Όταν οδηγείται ο ψηφοφόρος να εκφράσει διαφορετική γνώμη από αυτό που πιστεύει μη νομίζετε ότι αυτό βοηθάει τη δημοκρατία. Διότι όταν κάποιου του βάλεις το πιστόλι στον κρόταφο θα ψηφίσει ό,τι θέλεις και αυτό φαίνεται στις δικτατορίες, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα, ο κόσμος πρέπει να εκφράζεται ελεύθερα και δεν πρέπει να υπάρχει η πόλωση. Η πόλωση πραγματικά δημιουργεί συνθήκες τέτοιες που δεν θα βοηθήσουν τον τόπο.»
Στη συνέχεια ρωτήθηκε για την πολιτική του εμπειρία και σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου και αν τον βοηθά σήμερα η γνώση του τρόπου σκέψης του Έλληνα
«Δεν υπήρξα ποτέ συνδικαλιστής και ακόμα στην πανεπιστημιακή μου ζωή όσοι με ξέρουν δεν υπήρξα ούτε καν εκπρόσωπος στη γενική συνέλευση του Πανεπιστημίου, δεν διεκδίκησα ποτέ διοικητική θέση. Με τον Ανδρέα Παπανδρέου συναντηθήκαμε ιατρικά, δεν συναντηθήκαμε πολιτικά και ζήσαμε μαζί κατ’ ανάγκην ιατρική για 8 χρόνια όπου κάθε μέρα είχαμε μία επαφή. Έτσι χωρίς να το θέλω είχα υποστεί ένα φροντιστήριο πολιτικής διότι όχι μόνο θεωρητικά μιλούσα μαζί του, αλλά έβλεπα και πως αντιδρούσε. Για μένα αυτό ήταν μία τεράστια εμπειρία ζωής. Όταν μου είπε να βοηθήσω το εγχείρημα της κυβέρνησής του είχα την εντύπωση ότι θα με έβαζε κάπου να είμαι σύμβουλος και όταν μου είπε «εννοώ από τη θέση του υπουργού Υγείας» τα έχασα. Διότι δεν είχα σκεφτεί την πολιτική ποτέ, για αυτό και όταν μου πρότεινε να μετέχω στο Επικρατείας τότε τον ευχαρίστησα και του είπα ότι δεν θα μετέχω στο Επικρατείας γιατί ήθελα να γυρίσω στο Πανεπιστήμιο. Πράγμα που έγινε και τη θέση μου στο Επικρατείας τότε την πήρε ο Αντώνης Λιβάνης και όταν βέβαια έφυγε ο Παπανδρέου, εγώ γύρισα στο Πανεπιστήμιο. Αν αυτή η συνάντηση δεν είχε γίνει εγώ θα ήμουν σήμερα ακαδημαϊκά σωστός χωρίς καμία πολιτική εμπειρία.»
Στη συνέχεια ερωτήθηκε αν έχει πικρία, αν μετανιώνει, που ενεπλάκη στην πολιτική και απάντησε:
«Κοιτάξτε, πολλές φορές αυτό ισχύει. Αλλά πρέπει να πω ότι μου δίνει και μια ικανοποίηση όταν σκέφτομαι ότι ως Υπουργός Υγείας είχα συμβάλει ώστε να γίνουν αυτά τα μεγάλα νοσοκομεία που βλέπετε σήμερα, είχα συμβάλει στη δημιουργία του ΕΚΑΒ και του ΟΚΑΝΑ. Όταν ανέλαβα Υπουργός Υγείας το ΕΚΑΒ ήταν ένα απλό διακομιστικό μέσο. Δεν υπήρχαν γιατροί μέσα στα οχήματα, μόνο ανειδίκευτοι νοσηλευτές. Το ΕΚΑΒ τώρα είναι προνοσοκομειακή ιατρική. Αυτά μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω ο Ανδρέας Παπανδρέου. Εγώ ως εξωκοινοβουλευτικός υπουργός τότε, δεν είχα δεσμεύσεις για να παίρνω αποφάσεις. Αυτά που πίστευα σωστά και τα ενέκρινε ο Πρωθυπουργός τα υλοποιούσα.»
Στο τέλος της συζήτησης, ο δημοσιογράφος ζήτησε την … "ιατρική του πολιτική εκτίμηση" για το εάν το ΠΑΣΟΚ θα ανακάμψει, και ο Δημήτρης Κρεμαστινός απάντησε χωρίς περιστροφές:
«Το έχω πει πολλές φορές: εάν το ΠΑΣΟΚ – το Κίνημα Αλλαγής σήμερα – ακολουθήσει τη μεθοδολογία του Ανδρέα Παπανδρέου θα ανακάμψει. Είμαι βέβαιος για αυτό. Αλλά πρέπει να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο.»