Στα 4,644 δισ. ευρώ φτάνει σωρευτικά το πακέτο των νέων μέτρων τα οποία θα επιβληθούν τη διετία 2019-20 με το μαχαίρι σε κύριες και επικουρικές συντάξεις να φτάνει τα 2,5 δισ. ευρώ ενώ η μείωση του αφορολογήτου έρχεται να προσθέσει 1,9 δισ. ευρώ στο λογαριασμό.
Το πολυνομοσχέδιο των 242 σελίδων το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή το βράδυ του Σαββάτου αποκαλύπτει μέτρα και αντίμετρα, ενσωματώνει το νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής με στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ κάθε χρονιά από το 2018 έως και το 2021 (περίοδος την οποία καλύπτει) και υπόσχεται νέο πακέτο φοροεαλαφρύνσεων την περίοδο 2020-21 εφόσον επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Το υπουργείο Οικονομικών, σχετικά συγκρατημένο στις εκτιμήσεις του για τον φετινό ρυθμό ανάπτυξης αναθεωρεί την πρόβλεψη σε 1,8% (από 2,7%) αλλά εμφανίζεται αισιόδοξο για τη δημοσιονομική πορεία των επομένων ετών, εκτιμώντας ότι τα πλεονάσματα θα είναι κατά μισή μονάδα υψηλότερα σε σχέση με τον στόχο την περίοδο 2019-21 (θα φτάσουν το 4% του ΑΕΠ).
Επί του παρόντος, αν και το νομοσχέδιο ξεκινά στα πρώτα του άρθρα με τα αντίμετρα ( θα εφαρμοστούν μόνο εφόσον επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι) , τον τόνο δίνουν οι νέες επιβαρύνσεις για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες.
Η πρώτη μεγάλη δημοσιονομική παρέμβαση η οποία ενσωματώνεται στο Μεσοπρόθεσμο αφορά στις συντάξεις με μείωση έως 18% στις κύριες και έως 18% στις επικουρικές (αφού συνυπολογιστεί η περικοπή του 2016) με παράλληλη πρόβλεψη «παγώματος» των συντάξεων, μετά τις περικοπές έως το 2022.
Το μαχαίρι αποδίδει (αντίστοιχα αφαιρεί από τις τσέπες των συνταξιούχων) το 2019, εξοικονομήσεις 1,328 δισ. ευρώ από τις κύριες συντάξεις στον ιδιωτικό τομέα, 232 εκατ. ευρώ από τις επικουρικές και 115 εκατ. ευρώ εξαιτίας της μη εφαρμογής της πρόβλεψης αναπροσαρμογής των συντάξεων με βάση τον πληθωρισμό από το 2019, αλλά την αντ΄ αυτού επιβολή παγώματος. Οι αντίστοιχες παρεμβάσεις στις συντάξεις του δημοσίου οδηγούν σε πρόσθετες εξοικονομήσεις 819 εκατ. ευρώ ανεβάζοντας τον συνολικό λογαριασμό των συνταξιοδοτικών παρεμβάσεων σε 2,493 δισ. ευρώ.
Στην αιτιολογική έκθεση επιχειρείται να στηριχθεί νομικά η μείωση των συντάξεων και να αποδειχθεί ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, όπως συμφωνήθηκε με τους δανειστές. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι η περιστολή της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ επιτρέπει την περιχαράκωση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Τονίζεται ότι μπορεί να μειωθούν οι συντάξεις υπό την προϋπόθεση της αρχής της αναλογικότητας, της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Σημειώνεται ότι οι μειώσεις δε αλλοιώνουν την ισονομία του ασφαλιστικού. Επιπλέον δεν εφαρμόζονται οριζόντια αλλά αποτελούν εξατομικευμένες ρυθμίσεις που στηρίζονται στο νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, είναι σύμφωνες προς την κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας και τις επιμέρους εκφράσεις, σημειώνοντας στο νομοσχέδιο, ότι:
Οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας θα αυξάνουν ετησίως αρχής γενομένης από τις 1.1.2022 το συνολικό ποσό της σύνταξης με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους.
Στην περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον επαναϋπολογισμό τότες προσαυξάνεται από την 1/1/20019 κατά 1/5 της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός 5 ετών.
Οι μειώσεις επισημαίνεται κρίνονται αναγκαίες στο πλαίσιο του υπέρτερου δημοσιονομικού σκοπού ενώ το κονδύλι που θα εξοικονομηθεί θα χρησιμοποιηθεί για την ανακούφιση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Επιπλέον οι συγκεκριμένες μειώσεις της προσωπικής διαφοράς περιορίζονται σε ποσοστό έως 18% της καταβαλλόμενης σύνταξης προκειμένου να μη διαταραχθεί σημαντικά το επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων.
Το 2020, εφόσον το ΔΝΤ κρίνει ότι τα νούμερα βγαίνουν και δεν ζητήσει εφαρμογή των μειώσεων στο αφορολόγητο από το 2019, προβλέπεται η αύξηση των δημοσίων εσόδων κατά 1,920 δισ. ευρώ εξαιτίας του περιορισμού της έκπτωσης φόρου κατά 650 ευρώ και της συνακόλουθης έμμεσης μείωσης του αφορολογήτου.
Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι η έκπτωση φόρου ψαλιδίζεται ως εξής:
· Σε 1.250 ευρώ από 1.900 ευρώ που ισχύει σήμερα για φορολογούμενο χωρίς εξαρτώμενα τέκνα, εφόσον το εισόδημά του δεν υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ
· Σε 1.300 ευρώ από 1.950 ευρώ για φορολογούμενο με ένα εξαρτώμενο τέκνο
· Σε 1.350 ευρώ από 2.000 ευρώ σήμερα για φορολογούμενο με δύο εξαρτώμενα τέκνα και
· Σε 1.450 ευρώ από 2.100 ευρώ για φορολογούμενο με τρία ή περισσότερα παιδιά
Ο περιορισμός της έκπτωσης φόρου διαμορφώνει πλέον το αφορολόγητο (από το 2020) σε 5.700 -6.600 ευρώ, με τη φορολογική επιβάρυνση να αυξάνεται έως και κατά 650 ευρώ, βάζοντας στο κάδρο του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων ακόμα και όσους έχουν μηνιαίο εισόδημα της τάξεως των 500 ευρώ.
Εάν εφαρμοστούν τα αντίμετρα, το 2020 ο φορολογικός συντελεστής θα μειωθεί σε 20% (αυξάνοντας έτσι το έμμεσο αφορολόγητο στα 6.250 ευρώ για φορολογούμενο χωρίς παιδιά), ο ΕΝΦΙΑ θα περικοπεί κατά 200 εκατ. ευρώ, ο συντελεστής φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων θα μειωθεί από το 29% στο 26% και η ειδική εισφορά αλληλεγγύης με νέα κλίμακα θα επιβάλλεται σε φορολογούμενος με εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ (από 12.000 ευρώ σήμερα).
Στο μέτωπο του εργασιακού επισημαίνεται ότι από την 21η Αυγούστου του 2018 επανέρχονται η αρχή της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Ο περιορισμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων – όπως αναφέρεται-είχε ως αποτέλεσμα να κυριαρχήσουν οι ατομικές και οι επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας να περιοριστούν και κλαδικές συμβάσεις και να σημειωθεί απότομη μείωση των μισθών. Ωστόσο η εσωτερική υποτίμηση είχε μηδαμινό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας (από το 2010 έως το 2015 ανέβηκε μόλις δύο θέσεις στη σχετική λίστα).
Οι μνημονιακές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας είναι σε αντίθεση με το θεσμικό πλαίσιο της πλειονότητας των κρατών μελών της ΕΕ καθώς και με τον Ευρωπαϊκό κοινωνικό Χάρτη και τις συστάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.
Τα μέτρα του 2018
Στο πολυνομοσχέδιο ποσοτικοποιούνται και οι «εισπράξεις» από μέτρα που θα τεθούν σε ισχύ από το 2018.
Ετσι προβλέπεται ετήσια αύξηση εσόδων από το έτος 2018 και μετά συνολικού ποσού 233 εκατ. ευρώ η οποία αναλύεται σε:
* 189 εκατ. ευρώ από την κατάργηση της μείωση του φόρου εισοδήματος για ιατρικές δαπάνες, καθώς και της μείωσης κατά 1,5% του φόρου εισοδήματος που παρακρατείται στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία, συντάξεις και λοιπά,
* 44 εκατ. ευρώ από την κατάργηση της έκπτωσης από το φορολογητέο ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης των δαπανών άσκησης του λειτουργήματος του βουλευτή.
Τα αντίμετρα
Σε σχέση με τα θετικά αντίμετρα , τονίζεται ότι στοχεύουν στην ενίσχυση της οικογένειας , των νέων , των ανέργων , των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων . Έτσι , το 2019 θα επέλθει βελτίωση του συστήματος κοινωνικής προστασίας και αναδιανομή.
Τα αντίμετρα που θα εφαρμοστούν το 2019 και 2020 αν επιτευχθούν οι στόχοι του πλεονάσματος περιλαμβάνουν: επιδότηση ενοικίου, συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη, αύξηση των δικαιούχων δωρεάν πρόσβασης στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, επέκταση του προγράμματος των σχολικών γευμάτων, αύξηση και επέκταση του οικογενειακού επιδόματος προγράμματα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Επιδότηση ενοικίου: Κοστολογείται στα 600 εκατ. ευρώ και εκτιμάται ότι επί συνόλου 1.000.000, θα προκύψουν 600.000 ωφελούμενα νοικοκυριά που ζουν σε ενοίκιο η αποπληρώνουν δάνειο πρώτης κατοικίας.
Το εισοδηματικό όριο που τίθεται είναι τα 9.846 ευρώ ατομικό και 20.677 για τετραμελή οικογένεια.
Το ποσό του επιδόματος κυμαίνεται από 50 ευρώ το μήνα για νοικοκυριά με ένα άτομο και αυξάνεται κατά 25 ευρώ το μήνα για κάθε επιπλέον άτομο του νοικοκυριού και 12,5 ευρώ το μήνα για κάθε παιδί. Το μέγιστο ποσό του επιδόματος που θα χορηγείται ανέρχεται στα 150 ευρώ το μήνα ή 1.800 ευρώ το έτος και το μέσο ποσό είναι αντίστοιχα τα 83,3 ευρώ το μήνα και τα 1.000 ευρώ το έτος.
Για παράδειγμα η επιδότηση ενοικίου για ένα άτομο είναι 600 ευρώ το χρόνο, για δύο άτομα 900 ευρώ το χρόνο, για τετραμελή οικογένεια με δύο μικρά παιδιά, 1.200 ευρώ, για πενταμελή οικογένεια με τρία μικρά παιδιά 1.350 ευρώ και για εξαμελή οικογένεια με τέσσερα μικρά παιδιά 1.500 ευρώ.
Συμμετοχή στα φάρμακα: Η δαπάνη ανέρχεται στα 240 εκατ. ευρώ. Όσοι έχουν μηνιαίο ατομικό εισόδημα έως 700 ευρώ το μήνα δηλαδή 5.295.728 άτομα ή το 60,4% του συνόλου θα έχουν μηδενική συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη.
Το μέτρο αυτό αφορά όχι μόνο συνταξιούχους, αλλά και ανέργους και εργαζόμενους. Αντίστοιχα όσοι έχουν μηναίο ατομικό εισόδημα από 701 έως 1.200 ευρώ δηλαδή 1.670.798 άτομα θα έχουν μείωση κατά 50% στη φαρμακευτική δαπάνη. Αυτό σημαίνει ότι από 10% που είναι σήμερα η συμμετοχή θα γίνει 5% και από 25% θα γίνει 12,5%. Συνολικά υπολογίζεται ότι θα ωφεληθεί το 79,45% του πληθυσμού.
Βρεφονηπιακοί σταθμοί: Υπολογίζεται ότι το 2019 θα ωφεληθούν επιπλέον 30.000 παιδιά το 2019 και το 2020 άλλα 15.000. Σύνολο 135.000 παιδιά.
Σχολικά γεύματα: Η δαπάνη θα φτάσει τα 190 εκατ. ευρώ και θα αφορά 448.500 μαθητές δημοτικού και γυμνασίου. Στόχος είναι να καλυφθεί το 50% του συνόλου των μαθητών δημοτικού και γυμνασίου με έμφαση σε περιοχές με υψηλά ποσοστά ανεργίας και φτώχειας.
Οικογενειακό επίδομα: Το κόστος θα ανέλθει στα 260 εκατ. ευρώ. Για το πρώτο παιδί το επίδομα από 40 ευρώ το μήνα (480 ευρώ τον χρόνο) ανέρχεται στα 60 ευρώ το μήνα ή αύξηση 50% (720 ευρώ τον χρόνο).
Για το δεύτερο παιδί το οικογενειακό επίδομα από τα 54 ευρώ το μήνα (648 ευρώ τον χρόνο) αυξάνεται κατά 85% και φτάνει στα 100 ευρώ το μήνα (1.200 ευρώ τον χρόνο).
Για το τρίτο παιδί από τα 26 ευρώ το μήνα (312 ευρώ τον χρόνο) αυξάνεται κατά 188% στα 75 ευρώ το μήνα (900 ευρώ τον χρόνο).
Τα εισοδηματικά κριτήρια που τίθενται είναι 6.000 ευρώ για οικογένεια με ένα παιδί, 12.000 ευρώ για οικογένειες με δύο παιδιά και 18.000 ευρώ για οικογένειες με τρία παιδιά.
Νέες θέσεις εργασίας: Με δαπάνη 260 εκατ. ευρώ επίσης, θα δημιουργηθούν 30.000 νέες θέσεις εργασίας τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα. Έμφαση θα δοθεί στο κοινωνικό κράτος, στην υγεία και στην πρόνοια.
Ολόκληρο το κείμενο ΕΔΩ
Με πληροφορίες από ΒΗΜΑ και euro2day.gr