Τα αντικαταθλιπτικά συνταγογραφούνται ευρέως σε όλο τον κόσμο και βοηθούν όντως αρκετούς ανθρώπους.
Όμως, από την άλλη, σημαντικά στοιχεία για την ασφάλειά τους και για τις πιθανές παρενέργειές τους, ιδίως σε παιδιά και εφήβους, έχουν υποβαθμιστεί από τις φαρμακευτικές εταιρείες, με συνέπεια η ιατρική κοινότητα και το ευρύ κοινό να μην έχουν πλήρη εικόνα πάντα.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια νέα επιστημονική μελέτη (μετα-ανάλυση), ίσως η πιο ολοκληρωμένη του είδους της μέχρι σήμερα, η οποία αξιολόγησε σε βάθος τις διάφορες αναφορές για τις κλινικές δοκιμές των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων.
Παρόλο που σε αυτές τις δοκιμές έχουν καταγραφεί ακόμη και απόπειρες αυτοκτονίας, επιθετικές συμπεριφορές και άλλες αρνητικές παρενέργειες, τα περιστατικά αυτά έχουν υποβαθμισθεί ή αποσιωπηθεί. Γι' αυτό, οι ερευνητές συστήνουν την ελάχιστη δυνατή χρήση αντικαταθλιπτικών από παιδιά, εφήβους και νέους ενηλίκους.
Οι ερευνητές του Σκανδιναβικού Κέντρου Cochrane στην Κοπεγχάγη, με επικεφαλής τον καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Πέτερ Γκέτζε και την Τάρανγκ Σάρμα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό "British Medical Journal".
Σύμφωνα με το "Scientific American", ανέλυσαν 70 διπλά τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μέσω ψευδοφαρμάκου (πλασέμπο), κλινικές δοκιμές των δύο κυριότερων κατηγοριών αντικαταθλιπτικών: των επιλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI) και των αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νορεπινεφρίνης (SNRI).
Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι οι φαρμακοβιομηχανίες δεν παρουσιάζουν το πλήρες εύρος των παρενεργειών που προκύπτουν από τις κλινικές δοκιμές, στις αναφορές οι οποίες στέλνονται στις αρμόδιες εποπτικές Αρχές, όπως η Αρχή Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ), όταν υποβάλλουν αίτηση για την κυκλοφορία κάποιου νέου φαρμάκου.
Η νέα μελέτη έρχεται μετά από άλλες ανησυχητικές ανακοινώσεις. Πέρυσι το Σεπτέμβριο, μία μελέτη στο περιοδικό κλινικής επιδημιολογογίας "Journal of Clinical Epidemiology" αποκάλυψε ότι το ένα τρίτο των μελετών (μετα-αναλύσεων) σχετικά με τις δοκιμές των αντκαταθλιπτικών, γράφονται από ανθρώπους που έχουν οικονομικές διασυνδέσεις με τις φαρμακευτικές.
Έτσι, οι μετα-αναλύσεις ειδικά για τα αντικαταθλιπτικά είναι 22 φορές λιγότερο πιθανό να περιέχουν αρνητικές αξιολογήσεις σε σχέση με άλλες μετα-αναλύσεις.
Η νέα μελέτη «ξεψάχνισε» τις αναφορές των φαρμακοβιομηχανιών σχετικά με τις κλινικές δοκιμές για τα αντικαταθλιπτικά φάρμακά τους.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν -«θαμμένες» στις παραπομπές- αναφορές για απόπειρες αυτοκτονιών και περιστατικά επιδείνωσης της κατάθλιψης μετά την χορήγηση των φαρμάκων.
Μάλιστα σε παραπάνω από τις μισές αναφορές κλινικών δοκιμών, σύμφωνα με την Τάρανγκ, οι παραπομπές έλειπαν τελείως και ήσαν διαθέσιμες από τις εταιρείες μόνο αν τις ζητούσαν οι εποπτικές Αρχές - μόνο που οι τελευταίες ποτέ δεν τις είχαν ζητήσει.
«Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι δεν δίνεται στη δημοσιότητα ο πλήρης βαθμός της ζημιάς που κάνουν τα αντικαταθλιπτικά», δήλωσε η ψυχίατρος Τζοάνα Μονκρίεφ του University College του Λονδίνου (UCL).
«Οι πιθανές παρενέργειες δεν αναφέρονται πλήρως στις ιατρικές επιστημονικές δημοσιεύσεις - αυτό το ξέραμε ήδη. Φαίνεται όμως πως δεν αναφέρονται κανονικά ούτε στις αναφορές των κλινικών δοκιμών που δίνονται στις ρυθμιστικές Αρχές και αποτελούν τη βάση για την αδειοδότηση των φαρμάκων», πρόσθεσε.
Δεν είναι εξάλλου πάντα εύκολο να έχει κανείς πρόσβαση στο κείμενο της αναφοράς για μια κλινική δοκιμή. Όχι σπάνια, σύμφωνα με τους ερευνητές, καλύπτονται από ένα πέπλο μυστικότητας, «παρόλο που αυτή η μυστικότητα θα μπορούσε να κοστίσει ανθρώπινες ζωές», όπως είπε ο Γκέτζε. Στην Ευρώπη η κατάσταση έχει τελευταία βελτιωθεί, αλλά όχι στις ΗΠΑ.
Όπως ανέφερε ο Γκέτζε, «είναι βαθιά ανήθικο όταν οι ασθενείς εθελοντικά συμμετέχουν σε κλινικές δοκιμές για το καλό της επιστήμης, αλλά μετά αφήνουμε τις φαρμακευτικές να αποφασίζουν ότι δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα πρωτογενή στοιχεία των δοκιμών αυτών. Η δοκιμή των φαρμάκων θα έπρεπε να είναι δημόσια υπόθεση».
Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, τα αντικαταθλιπτικά είναι μόνο οριακά καλύτερα σε σχέση με τα πλασέμπο, η Μονκρίεφ δήλωσε ότι «καθώς αυξάνονται οι ενδείξεις πως τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να κάνουν ζημιά, θα έπρεπε ίσως να κάνουμε αναστροφή πορείας και να σταματήσουμε την αυξανόμενη τάση συνταγογράφησής τους»
Ένα φάρμακο για την κατάθλιψη που αποδείχθηκε αποτυχημένο ως αντικαταθλιπτικό αλλά είχε…
εξαιρετική επιτυχία στις γυναίκες που το πήραν προκαλώντας σεξουαλική επιθυμία, το Flibanserin, θα εξετάσει στις 3 και 4 Ιουνίου η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων, με σκοπό να του χορηγήσει ή όχι την άδεια να κυκλοφορήσει στην αγορά ως το γυναικείο Viagra.
Η δυνατότητα του φαρμάκου αυτού να αυξάνει την γυναικεία σεξουαλική επιθυμία έχει προκαλέσει μεγάλες «μάχες» στην επιστημονική κοινότητα. Η γυναικεία σεξουαλική επιθυμία είναι πολύ διαφορετική από την ανδρική, όπως παραδέχονται όλοι, και γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να βρεθεί φαρμακευτικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό στις γυναίκες.
Ο Stephen Stahl του University of California στο Σαν Ντιέγκο, λέει χαρακτηριστικά: «Ο άνδρας έχει τρία προβλήματα: Στύση, στύση, στύση. Και η γυναίκα έχει τρία προβλήματα: Επιθυμία, επιθυμία, επιθυμία». Μόνο που η επιθυμία της γυναίκας είναι κυριολεκτικά... στο μυαλό της. Η αδυναμία πολλών γυναικών να «κλείσουν» το μπροστινό τμήμα του εγκεφάλου που ασχολείται με τα καθημερινά προβλήματα ώστε να δώσουν την δυνατότητα στο τμήμα του εγκεφάλου που έχει σχέση με την ανταμοιβή, το κίνητρο και την ευχαρίστηση, να λειτουργήσει κι αυτό, προκαλεί την έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας.
Η Cynthia Graham του University of Southampton στην Βρετανία υποστηρίζει ότι το φάρμακο ίσως να αποτελεί την τελευταία λύση στο πρόβλημα της γυναικείας σεξουαλικής επιθυμίας, αλλά πιστεύει ότι το θέμα είναι κυρίως ψυχολογικό και κανένα φάρμακο δεν είναι αρκετό. Πάντως προς το παρόν, το Flibanserin, που είχε απορριφθεί το 2010 από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων, και έχει παρενέργειες όπως ζάλη και ναυτία, στις κλινικές δοκιμές έδωσε τα εξής αποτελέσματα: Με επιστημονική βάση ότι μία γυναίκα χωρίς πρόβλημα έχει επιθυμία για σεξ τρείς φορές τον μήνα, η γυναίκα με καθόλου επιθυμία την αποκτά με το φάρμακο 2,5 φορές τον μήνα ενώ με εικονικό φάρμακο (placebo) 1,5 φορές τον μήνα.
iatropedia.gr