Σήμερα, Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021, είναι Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, Πολιούχου της Αθήνας, και γιορτάζουν:
Διονύσιος, Διονύσης, Νιόνιος, Νύσης, Ντένης, Διονυσία, Διονυσούλα, Νύσα, Σίσσυ, Ντενίζ.
Ο Άγιος Διονύσιος καταγόταν από την πόλη των Αθηνών. Έζησε και μαρτύρησε τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Δομετιανός. Διακρίθηκε για τη φιλοσοφική του κατάρτιση κα τη βαθιά του καλλιέργεια.
Αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και μέλος της Βουλής του Αρείου Πάγου. Το κήρυγμα όμως του Αποστόλου Παύλου άγγιξε την παιδευμένη και ευαίσθητη ψυχή του και βαπτίσθηκε. Αργότερα διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών τον ευσεβή Ιερόθεο. Επιβραβεύθηκε από το θεό για τη χριστιανική του δράση με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα.
Περιόδευσε σε πολλά μέρη της Δύσης, όπου κήρυξε τον ευαγγελικό λόγο και ερμήνευσε τις ιερές γραφές. Όταν έφθασε στο Παρίσι συνελήφθη και αργότερα αποκεφαλίσθηκε. Μαζί του μαρτύρησαν και δύο μαθητές του, ο Ρουστικός και ο Ελευθέριος. Ο ηγεμόνας της περιοχής έδωσε εντολή να μη θάψει κανείς τα άγια λείψανα των μαρτύρων, όμως κάποιοι χριστιανοί τα φύλαξαν και όταν δεν υπήρχε πλέον φόβος τα ενταφίασαν με τιμές.
Κατά την άποψη του Μιχαήλ Ι. Γαλανού «εἰς τὰ συναξάρια ὅμως, καὶ εἰς τὸ Μηναῖον αὐτὸ ἐν τῷ ἑορτολογίῳ τῆς τρίτης Ὀκτωβρίου, τελεῖται ἀνατροπὴ τῆς ἱστορικῆς… ἀληθείας» (Γαλανού Ι. Μιχαήλ, Οι βίοι των Αγίων, μην Οκτώβριος, Αθήναι 1951, σελ. 22). Σύμφωνα με τον παραπάνω συγγραφέα, η άποψη, κατά την οποία ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μαρτύρησε στο Παρίσι, είναι εσφαλμένη.
Ο Άγιος Διονύσιος υπήρξε συγγραφέας πλήθους θεολογικών συγγραμμάτων, από τα όποια παραθέτουμε σε μετάφραση ορισμένα λόγια του, σχετικά με την Αγιότητα, τη Βασιλεία και την Κυριότητα του Θεού: «Αγιότητα, λοιπόν, είναι κατά τη γνώμη μας η καθαρότητα η ασημάδευτη από οποιοδήποτε μίασμα, η πλήρης και ολότελα άσπιλη. Βασιλεία είναι η τακτοποίηση κάθε ορίου, κάθε τάξης, κανονισμού, κατάστασης . Κυριότητα δεν είναι μόνο η υπεροχή πάνω στους χειρότερους, άλλο και η συνολική των καλών και αγαθών και πλήρης ολοκτησία, καθώς και η αληθινή και αμετάβλητη βεβαιότητα. Γι΄ αυτό και η κυριότητα ετυμολογείται από το «κύρος» και το «κύριο» και το «κυρίευαν». Θεότητα είναι η πρόνοια που θεάται τα πάντα και με τέλεια αγαθότητα «περιθέει» (περιέχει) και συνέχει τα πάντα, τα γεμίζει με τον εαυτό της και υπερέχει από όλα όσα απολαμβάνουν τα δώρα της πρόνοιας της» (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, «Περί Θείων Ονομάτων». Εκδόσεις Π. Πουρναρό).
Περισσότερες και πιο συγκεκριμένες ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του Αγίου Διονυσίου δεν έχουμε πλην αυτών των λίγων που προαναφέραμε. Τα υπόλοιπα που αναφέρουν ορισμένοι Συναξαριστές ανήκουν στα πλαίσια της παραδόσεως και μόνο.
Ύστερα από την με αριθμ. 22/30 Σεπτεμβρίου 1999 μ.Χ. εγκύκλιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η μνήμη του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου συμπεριελήφθηκε να τιμάται επιπρόσθετα και στις 12 Οκτωβρίου όπου και ορίσθηκε να τιμάται η Σύναξη των εν Αθήναις Αγίων.
Ο Άγιος Διονύσιος μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου έγινε χριστιανός και, σύμφωνα με μαρτυρία του επισκόπου Κορίνθου Διονυσίου (†188), επίσκοπος Αθηνών. Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης εποίμανε τον λαό των Αθηνών με πολλή αφοσίωση, η δε αρχιερατική του διακονία υπήρξε θεάρεστη και καρποφόρα, γι’ αυτό και πολλοί ειδωλολάτρες ακούγοντας την πύρινη διδασκαλία του για τον σταυρωθέντα και αναστάντα Κύριο, ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη και εγκατέλειψαν τη λατρεία των ψεύτικων ειδώλων.
Ο εορταζόμενος στις 3 Οκτωβρίου Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τιμάται σήμερα ως προστάτης άγιος των δικαστικών, αλλά και ως πολιούχος, προστάτης και έφορος της πόλεως των Αθηνών με σχετικό διάταγμα του 1936, αφού στο περιώνυμο «κλεινόν άστυ» με την ένδοξη εκκλησιαστική ιστορία και τη μακρόχρονη αγιολογική παράδοση ο επιφανής αυτός Άγιος του 1ου μ.Χ. αιώνα γεννήθηκε και μαρτύρησε, αλλά και εποίμανε τον λαό των Αθηνών με πολλή ταπείνωση και αφοσίωση.
Γι’ αυτό και αναδείχθηκε πανευκλεής και φιλόστοργος ποιμενάρχης της Αποστολικής Εκκλησίας των Αθηνών με πλούσια ποιμαντική και ιεραποστολική δράση. Το όνομα του Αγίου φέρει σήμερα γνωστός πεζόδρομος στο κέντρο των Αθηνών, ευρισκόμενος περιμετρικά της Ακροπόλεως και κάτω από τον βράχο του Αρείου Πάγου, πλησίον του οποίου υπήρχε ναός επ’ ονόματι του Αγίου, ο οποίος καταστράφηκε ολοσχερώς από τον φοβερό σεισμό της 1ης Ιουλίου 1651.
Μικρός ναός επ’ ονόματι του Αγίου Διονυσίου υπήρχε και στο Κολωνάκι των Αθηνών, ο οποίος κτίσθηκε μεταξύ των ετών 1880-1886. Το 1900 κατεδαφίσθηκε και στη θέση του θεμελιώθηκε νέος μεγαλύτερος και περικαλλέστερος ναός.
Η ανέγερσή του καθυστέρησε για πολλά χρόνια και οι εργασίες ανεγέρσεως ξεκίνησαν το 1925 σε σχέδια ρυθμού νεομπαρόκ του Αναστασίου Ορλάνδου και του Δ. Φιλιππάκη. Ο ναός αποπερατώθηκε το 1931 και στις 24 Μαΐου 1931 τελέσθηκαν με κάθε επισημότητα τα εγκαίνιά του από τον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο Παπαδόπουλο (…+22 Οκτωβρίου 1938).
Σήμερα ο ευρισκόμενος επί της οδού Σκουφά 34 στην ιστορική αθηναϊκή συνοικία του Κολωνακίου μεγαλοπρεπής ιερός ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ο οποίος ιστορήθηκε από τον επιφανή ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου κατά τα έτη 1935-1939, αποτελεί ευλαβικό σημείο αναφοράς και προσκύνησης για τους κατοίκους των Αθηνών, αλλά και το επίκεντρο των λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμήν του πολιούχου και προστάτου αγίου της πόλεως.
Ο Άγιος Διονύσιος, τη μνήμη του οποίου γιορτάζει στις 17 Δεκεμβρίου η εκκλησίας μας, γεννήθηκε το 1547 μ.Χ. στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος (ή Σηκούρο).
Η οικογενειά του ήταν εύπορη και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό ιδίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μώκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της ακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο.
Ο Άγιος Διονύσιος, ανατράφηκε με τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Έτσι, γρήγορα διακρίθηκε στα γράμματα και την αρετή. Μόλις ενηλικιώθηκε, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία του θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως να συντρέχει στην ανακούφιση των φτωχών. Κατόπιν έγινε μοναχός στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ, όπου ασκήθηκε στην αγρυπνία, την εγκράτεια και τη μελέτη των Γραφών.
Αργότερα ο Διονύσιος, χρίστηκε ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις, λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Έπειτα, το 1577 μ.Χ., πήγε στην Αθήνα, για να βρει καράβι, προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα. Αλλά, ο τότε αρχιερέας των Αθηνών, Νικάνορας, άκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλές παρακλήσεις τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης, με την επίσημη κατόπιν έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινούπολης, δίνοντας του το όνομα Διονύσιος.
Τα ποιμαντικά του καθήκοντα, επιτέλεσε άγρυπνα και άοκνα. Αναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας και παιδαγωγός του ποιμνίου του. Η φήμη του είχε διαδοθεί παντού, αλλά αυτός παρέμενε απλός και ταπεινός.
Ασθένησε όμως από τους πολλούς κόπους και παραιτήθηκε. Γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου μέχρι το 1579 μ.Χ. ήταν προσωρινός επίσκοπος. Μετά αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας, όπου ασκήτευε και με αγάπη κήρυττε και βοηθούσε τους κατοίκους του νησιού.
Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο δολοφονός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπονταν να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε το δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχωρητικότητας και υψηλής εφαρμογής των Χριστιανικών ιδεωδών. Για τον λόγο μάλιστα αυτό ονομάστηκε και «Άγιος της Συγνώμης».
Ο Διονύσιος πέθανε σε βαθιά γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1622 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων και κατά την εκταφή το λείψανό του βγήκε ευωδιαστό και αδιάφθορο.
Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703 μ.Χ., αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.
Στις 24 Αύγούστου του 1717 μ.Χ. μετεκομίσθη το Σεπτό Σκήνωμά του στη Ζάκυνθο για να προστατευθεί από τους πειρατές. Αρχικά φυλάχτηκε στον Ιερό Ναό του Μετοχίου της Ι. Μονής, στο προάστιο Καλλιτέρος. Το 1764 μ.Χ. εναποτέθηκε οριστικά στην ομώνυμη Ιερά Μονή του, που έχτισαν oί Μοναχοί των Στροφάδων. Από τότε το Σεπτό Σκήνωμά του αποτελεί μέχρι σήμερα πόλο έλξεως χιλιάδων προσκυνητών και πηγή συνεχών ιάσεων και θαυμάτων.
Η ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου σαν Προστάτη της Ζακύνθου, αντί της Παναγίας της Σκοπιώτισσας και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε από την Κοινότητα Ζακύνθου ύστερ’ από το έτος 1758 μ.Χ. και πριν από το 1763 μ.Χ., όταν η Βενετσιάνικη Γερουσία ενέκρινε απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, για την αναγνώριση σαν επίσημης ημέρας της 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ως τότε, η επέτειος της Κοιμήσεως του Αγίου Διονυσίου (17 Δεκεμβρίου), θεσπισμένη από τη Συνοδική Έκθεση του 1703 μ.Χ., γιορταζόταν ανεπίσημα, με τη λιτανεία στην πόλη του ιερού Λειψάνου και πανηγύρι. Επίσης, ορίσθηκε να γιορτάζεται επίσημα και η 24η Αυγούστου, επέτειος της μετακομιδής του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο, με πανηγύρι και λιτανεία του Πολιούχου στην πόλη.
Το Λείψανο του Αγίου βρίσκεται αδιάφθορο στην ομώνυμη Μονή Ζακύνθου.Η δεξιά του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους. Μέρος χειρός του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Παναχράντου Άνδρου