Την παραπομπή σε δίκη, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, ενός πρώην υπαλλήλου της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου στην κινητή μονάδα της Κάσου και τριών μελών οικογένειας του νησιού, που φέρονται να εμπλέκονται σε υπεξαίρεση “μαμούθ” που αποκαλύφθηκε τον Μάρτιο του 2006, αποφάσισε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Με το ίδιο βούλευμα, σύμφωνα με τις πληροφορίες, αποφασίστηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος τριών στελεχών της τράπεζας.
Θυμίζουμε ότι την 14η Μαρτίου 2006 μετέβη αιφνιδιαστικά, χωρίς προειδοποίηση, στην Κάσο από το κατάστημα της Καρπάθου, η υπάλληλος της τράπεζας Στ. Χ. για να αντικαταστήσει τον παραπάνω υπάλληλο, ο οποίος θα αναχωρούσε με άδεια.
Η υπάλληλος διεπίστωσε κατά την παράδοση του κεντρικού ταμείου της Θυρίδας έλλειμμα 65.000 ευρώ το οποίο ανέφερε αμέσως τηλεφωνικά στο διευθυντή Καρπάθου, ο οποίος ενημέρωσε στη συνέχεια τη Γενική Διεύθυνση της Τραπέζας στη Ρόδο και αμέσως διετάχθη ο διευθυντής εσωτερικού ελέγχου της Τράπεζας Ι. Χ. για γενικό έλεγχο και διαπίστωσε πράγματι σοβαρές ατασθαλίες.
Η τράπεζα υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι ο υπάλληλός της ανέλαβε διάφορα ποσά από τους λογαριασμούς καταθέσεων διαφόρων καταθετών – πελατών, συνολικού ποσού 591.595,89 ευρώ. Χρησιμοποίησε μάλιστα διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να συμφωνεί το ταμείο οσάκις αντιλαμβάνετο ότι επρόκειτο να γίνει έλεγχος σ’ αυτό.
Υποστηρίζει επιπλέον ότι από τα υπεξαιρεθέντα αυτά χρήματα χορήγησε υπό τύπον ιδιωτικών δανείων σε διάφορους κατοίκους της Κάσου και μη, για ικανοποίηση προσωπικών αναγκών των, εν αγνοία της Τραπέζης, το συνολικό ποσό των 730.138,11 ευρώ.
Ακολούθως, φέρεται να διοχέτευσε μεγάλο μέρος των υπεξαιρεθέντων και συγκεκριμένα το συνολικό ποσό των 357.489,22 ευρώ σε λογαριασμούς Κασιακής καταγωγής οικογένειας.
Η τράπεζα υποστηρίζει ότι μεταξύ του υπαλλήλου και των μελών της οικογένειας υπήρχε στενή και ανεξήγητη σχέση ώστε να εκτελεί παράνομες εντολές κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών της.
Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι βάσει τηλεφωνικών εντολών τους πλήρωνε υποχρεώσεις τους, μετέφερε από λογαριασμούς τους χρήματα σε άλλους λογαριασμούς προσώπων που είχαν σχέσεις με την οικογένεια και τους χορηγούσε ψευδείς βεβαιώσεις ότι είχαν συγκεκριμένου ύψους καταθέσεις σε λογαριασμούς τους, ενώ δεν είχαν.
Aπό την άλλη την άσκηση ποινικής δίωξης για κακουργηματική υπεξαίρεση εις βάρος του υπαλλήλου και κάθε άλλου υπευθύνου προσώπου, είτε ως εκπροσώπου νομικού προσώπου είτε ατομικά, αξίωσαν με μηνυτήρια αναφορά τους τα μέλη της συγκεκριμένης οικογένειας.
Yποστήριξαν ότι διατηρούσαν από διετίας πέντε τραπεζικούς λογαριασμούς στη θυρίδα της τράπεζας στην Κάσο συνολικού ποσού 380.000 ευρώ. Aφού αναφέρουν την προέλευση των χρημάτων αυτών επισημαίνουν ότι τους λογαριασμούς αυτούς χρησιμοποιούσαν για τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στο νησί, νόμιμα, δίνοντας, αποκλειστικά και μόνο, μέσω τραπεζικών οργανισμών και άλλων νόμιμων μέσων και ειδικότερα από την Πανελλήνια Ενωση Συνεταιριστικών Tραπεζών Eλλάδος στην Hλιούπολη, από την Aλφα Tράπεζα στα υποκαταστήματα αυτής στον Yμηττό, στον Bύρωνα και στη συνοικία Aγίας Mαρίνας Hλιούπολης και από το Tαχυδρομείο Yμηττού, εντολές στον υπάλληλο της Τράπεζας Δωδεκανήσου για πληρωμές χρηματικών ποσών σε τρίτους, αλλά και ανάληψη χρηματικών ποσών από τους ιδίους.
Yποστήριξαν ακόμη ότι την 16η Mαρτίου 2006, όταν έδωσαν έγγραφη εντολή για ανάληψη μετρητών από τους λογαριασμούς τους στον υπάλληλο, εκείνος τους ομολόγησε ότι υπεξαίρεσε το ποσό των 270.000 ευρώ, υποσχόμενος πως θα το επέστρεφε εντός τεσσάρων ημερών, υπογράφοντας και μια υπεύθυνη δήλωση, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του από τον αντιδήμαρχο Kάσου κ. Bιντιάδη.
Ανέφεραν ότι την 20ή Mαρτίου 2006 ο υπάλληλος της τράπεζας δεν τους επέστρεψε τα χρήματα, που όπως ομολόγησε, είχε υπεξαιρέσει και ότι οι υπεύθυνοι της τράπεζας δεν επικοινώνησαν μαζί τους. Υποστήριξαν ακόμη ότι είχαν αγοράσει και 3 Tραπεζικά ομόλογα της Συνεταιριστικής Tράπεζας Δωδ/σου, συνολικού ποσού 600.000 ευρώ, τα οποία ανανεώνονταν αυτομάτως, σε τακτικά μηνιαία διαστήματα. Ανέφεραν δε ότι τα ομόλογα αυτά περιέργως, από τον Iούλιο του 2004 έπαψαν να ανανεώνονται και “εξαφανίστηκαν”.
Στο αστικό πεδίο της συγκεκριμένης απόφασης με την υπ’ αρίθμ. 26/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου απορρίφθηκε η έφεση που ασκήθηκε από τον πρώην υπάλληλο της Συνεταιριστικής Τράπεζας για την ακύρωση της υπ’ αρίθμ. 146/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (διαδικασία εργατικών διαφορών) με την οποία καταδικάστηκε σε καταβολή αποζημίωσης ύψους 591.595,89 ευρώ ως εμπλεκόμενος στο τραπεζικό σκάνδαλο της κινητής μονάδας της Κάσου.
Η τράπεζα διεκδίκησε το ποσό των 830.038,11 ευρώ, που αφορά υπεξαιρεθέντα ποσά από λογαριασμούς στο υποκατάστημα της Κάσου και για την ηθική βλάβη που υπέστη, το ποσό των 2.316.089,02 ευρώ. Επιπλέον με την υπ’ αριθμ. 162/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου απορρίφθηκαν οι εφέσεις που ασκήθηκαν για την ακύρωση της υπ΄αριθμ. 28/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου από μέλη της συγκεκριμένης οικογένειας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξετάσει κατ’ αντιµωλία τις αντίθετες αγωγές των δύο αντίδικων µερών και µε την απόφαση, που εξέδωσε, ετάχθη υπέρ των θέσεων της Συνεταιριστικής Τράπεζας διατάσσοντας, την οικογένεια να της καταβάλει το ποσό των 317.489,02 ευρώ ως αποζηµίωση για τη βλάβη που προκλήθηκε στην τράπεζα.
Την τράπεζα εκπροσωπεί το δικηγορικό γραφείο Στεφανίδη, τον υπάλληλο ο δικηγόρος κ. Ν. Παπανικήτας και την οικογένεια ο δικηγόρος κ. Μ. Βλάχος.
Πηγή:www.dimokratiki.gr