Ως λαός και ως πολιτική ηγεσία, διατηρούμε πάντα την ελπίδα τού από μηχανής θεού της αρχαίας τραγωδίας ο οποίος παρεμβαίνει και δίνει λύσεις σε κάθε αδιέξοδο.
Δυστυχώς για εμάς, οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης δεν είναι οι από μηχανής θεοί. Η σκληρή πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο μύθος ότι οι ηγέτες των μεγαλύτερων χωρών της Ευρώπης, δηλαδή της Γερμανίας και της Γαλλίας, θα αγνοήσουν τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ και εν γένει της τρόικας, πρέπει επιτέλους να σταματήσει να καλλιεργείται. Για πολλοστή φορά η κυρία Μέρκελ και ο κ. Ολάντ επαναλαμβάνουν δημόσια: «Σας συμπαθούμε, σας αγαπούμε, θέλουμε να μείνετε μαζί μας στην ευρωζώνη, αλλά πρώτα βρείτε τα με την τρόικα ή τους "θεσμούς"».
Οι πραγματικοί δανειστές εμπιστεύονται μόνο τους δικούς τους τεχνοκράτες των λεγόμενων «θεσμών». Γιατί απλούστατα είναι η άμεση προέκτασή τους. Οι πολιτικές ηγεσίες έρχονται και παρέρχονται. Θα είναι άραγε έπειτα από δύο χρόνια πρόεδρος της Γαλλίας ο κ. Ολάντ; Για πόσο καιρό ακόμη θα παραμείνει καγκελάριος η κυρία Μέρκελ; Αραγε ποιος ακούει σήμερα τον φιλέλληνα πρώην καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ που μας έβαλε στην Ευρωπαϊκή Ενωση και που εξακολουθεί να μας στηρίζει; Με το να απαξιώνουμε εμείς τους τεχνοκράτες και να λέμε ότι δεν θέλουμε καμία άμεση επαφή μαζί τους, για εσωτερική κατανάλωση μετράει θετικά. Δεν εξυπηρετεί όμως την ουσία των πραγμάτων, γιατί ο ανθρώπινος παράγοντας δεν είναι αμελητέος, ακόμη και στις διαπραγματεύσεις.
Η κυβέρνηση δεν έχει, δυστυχώς, αντιληφθεί ότι η Ευρώπη κάλλιστα θα μπορούσε, αν πραγματικά οι πολιτικοί είχαν τον πρώτο λόγο για τα τεκταινόμενα, να βοηθήσει ουσιαστικά την Ελλάδα με το να ξεπληρώσει το χρέος της προς το ΔΝΤ και έτσι να απαλλαγεί από την εποπτεία του ΔΝΤ, όχι μόνο η Ελλάδα αλλά όλη η Ευρώπη. Οταν οι ευρωπαϊκοί λαοί έχουν δώσει στην Ελλάδα 230 δισ., το να δώσουν άλλα 15 δισ. για να μην προβάλει δήθεν ενστάσεις το ΔΝΤ όσον αφορά τα εργασιακά και τα ασφαλιστικά θα ήταν κάτι απλό. Αλλά και οι ίδιοι οι ευρωπαίοι ηγέτες εξ αρχής είχαν ζητήσει συμμετοχή του ΔΝΤ για να επικαλούνται το καταστατικό του σε κάθε περίπτωση και να αποφεύγουν κατ' αυτόν τον τρόπο τις ευθύνες τους όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα.
Ομως το μεγάλο λάθος της κυβέρνησης είναι ότι, με στόχο να επιτύχει μια καλύτερη συμφωνία, οδήγησε τη χώρα σε αυτή τη διαπραγμάτευση επιστρέφοντας εξ αρχής τα 11,5 δισ. ευρώ χωρίς να υπολογίσει ότι κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης θα παραμείνει χωρίς λεφτά και θα αναγκαστεί να εκλιπαρεί την επιτάχυνση της διαδικασίας προκειμένου να αποφύγει τη χρεοκοπία. Ετσι, αναγκάζεται σήμερα ο Πρωθυπουργός να δηλώνει ότι προτιμά τη ρήξη μέσα στο κόμμα του παρά τη ρήξη με την Ευρώπη. Γιατί η ρήξη με την Ευρώπη σημαίνει χρεοκοπία και εθνική καταστροφή. Τι άλλο δραματικότερο θα μπορούσε να δηλώσει;
Μοναδική ελπίδα της χώρας εξακολουθεί να παραμένει από την πρώτη στιγμή της κρίσης η ανάπτυξη και οι επενδύσεις, θέμα για το οποίο ο Πρωθυπουργός δεν ανέφερε ούτε μία λέξη στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Επενδύσεις σε όλους τους παραγωγικούς τομείς με πρώτο και καλύτερο τον τουρισμό. Για αυτό και μοναδικό αίτημα από την αρχή της κρίσης θα έπρεπε να ήταν ένα γενναίο επενδυτικό πρόγραμμα από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων προκειμένου να ορθοποδήσει η χώρα.
Ακόμη και αν τα μέτρα που μας ζητούν είναι απαράδεκτα, η συνεχής και μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ θα μας δώσει σε λίγα χρόνια τη δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τις κοινωνικές βλάβες που τα μέτρα θα προκαλέσουν. Ομως, χωρίς υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Ο ασθενής ποτέ δεν διαπραγματεύεται με τον γιατρό το πόσο οδυνηρή θα είναι η επέμβαση. Του αρκεί να πειστεί ότι η επέμβαση θα σώσει τη ζωή του. Πρέπει να γίνει, δυστυχώς, από όλους κατανοητό ότι οι δανειστές είναι αυτοί που κινούν τα νήματα της παγκόσμιας οικονομίας, για αυτό και η διαπραγμάτευση μαζί τους θα θεωρηθεί επιτυχής αν πειστούν ότι η σκληρή φορολογία και τα δημοσιονομικά μέτρα χωρίς παράλληλη ανάπτυξη δεν είναι αρκετά για την αποπληρωμή του χρέους. Κατά συνέπεια, το επίκεντρο της συζήτησής μας με τους δανειστές, τους «θεσμούς» ή όπως θέλουμε να τους αποκαλούμε, πρέπει να είναι ο δρόμος προς τη σωτηρία, δηλαδή οι γενναίες παραγωγικές επενδύσεις και μόνον αυτές. Χωρίς ανάπτυξη τα μέτρα, όσο ήπια και αν είναι, θα τα ακολουθήσουν άλλα, νέα, σκληρότερα μέτρα. Αυτό άλλωστε συμβαίνει και συνεχίζεται από τότε που άρχισε η κρίση.
Ο κ. Δημήτρης Κρεμαστινός είναι καθηγητής, βουλευτής, πρώην υπουργός