Καρότο και μαστίγιο» επιφυλάσσει η Δικαιοσύνη σε υπερχρεωμένα νοικοκυριά, λειτουργώντας ακόμα και υπερπροστατευτικά απέναντι σε καλόπιστους δανειολήπτες που επλήγησαν ανεπανόρθωτα από την οικονομική κρίση, αλλά και αφήνοντας απροστάτευτους όσους βρέθηκαν δολίως σε αδυναμία πληρωμής των χρεών τους υπερδανειζόμενοι, διάγοντας πολυτελή ζωή ή εντελώς εκτός ορίων του επιπέδου των εισοδημάτων και της περιουσίας τους.
Η υπαγωγή των υπερχρεωμένων νοικοκυριών στις προστατευτικές διατάξεις του «Νόμου Κατσέλη» έχει πολλές φορές διχάσει τη νομολογία των δικαστηρίων, καθώς συχνά αντιμετωπίζουν υποθέσεις που εμφανίζουν και χαοτικές διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που καλούνται να συνεκτιμήσουν, προκειμένου να παράσχουν στους δανειολήπτες την αξιούμενη προστασία.
Καταβολή ποσώνΑπό τη μία μεριά με αποφάσεις-ανάσα η Δικαιοσύνη περιορίζει σημαντικά την υποχρέωση καταβολής ποσών, φτάνοντας ακόμα και σε μηδενικές καταβολές για υπερχρεωμένα νοικοκυριά που έχουν περιέλθει χωρίς δική τους ευθύνη σε τραγική οικονομική κατάσταση, εξαιτίας των γνωστών περικοπών που έφερε η οικονομική κρίση, ενώ παράλληλα προφυλάσσει την κύρια κατοικία τους από τον κίνδυνο να βγει αμέσως «στο σφυρί», διασώζοντάς την έναντι περιορισμένου τιμήματος, που προσδιορίζεται συνήθως με μικρές δόσεις, σε βάθος χρόνου και έπειτα από κάποια περίοδο χάριτος.
Από την άλλη επιφυλάσσει όμως και αποφάσεις-θηλιά για πολλούς, εφόσον φέρουν ευθύνη για την αδυναμία πληρωμής στην οποία περιήλθαν και στους οποίους αρνείται την υπαγωγή στον «Νόμο Κατσέλη» όχι μόνο γιατί λειτούργησαν δολίως (π.χ. παραπλανώντας με πλαστά και ψευδή στοιχεία ή αποκρύπτοντας άλλα για να πετύχουν τον δανεισμό) αλλά και γιατί υπερδανείστηκαν σε βαθμό αλόγιστο, κατασπαταλώντας περιουσιακά στοιχεία, ζώντας πολύ πέραν των ορίων που τους επέτρεπε η περιουσιακή τους κατάσταση.
Κρίθηκε δηλαδή ότι η προστασία τέτοιων περιπτώσεων, με πιθανώς χαριστική άφεση του χρέους, θα οδηγούσε σε σημαντικές αδικίες σε βάρος όσων έχουν δανειστεί και αγωνίζονται για να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, ενώ μια γενικευμένη πρακτική αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων -τονίζουν οι αποφάσεις αυτές- θα είχε δραματικές επιπτώσεις στην οικονομία, την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Στο ζήτημα της δόλιας αδυναμίας πληρωμής υπάρχει μάλιστα τον τελευταίο καιρό μια μεταστροφή της νομολογίας προς το αυστηρότερο, αφού έχει μπει «στο μικροσκόπιο» των δικαστηρίων και το ζήτημα του «ενδεχόμενου δόλου», που μπορεί να αποκλείει την προστασία του «Νόμου Κατσέλη» σε όσους είχαν προβλέψει από την αρχή ότι ήταν αδύνατο να ξεπληρώσουν τις οφειλές τους, αλλά παρ’ όλα αυτά συνέχισαν απτόητοι τον υπερδανεισμό (με στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες) ακόμα και σε περίοδο οικονομικής κρίσης, χωρίς να φροντίσουν να διατηρήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, αλλά κάνοντας σπατάλες.
Ευθύνη
Παράλληλα οι δικαστικές αποφάσεις δεν αφήνουν στο απυρόβλητο και τους δανειστές, αφού συχνά καταλογίζουν ευθύνη στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εξαιτίας της επιθετικής πολιτικής τους και των υψηλών επιτοκίων δανεισμού, ενώ άλλοτε ζητούν άσκηση δίωξης επειδή δεν φρόντισαν να ελέγξουν προηγουμένως την αφερεγγυότητα κάποιων δανειζομένων, την αδυναμία τους να καλύψουν με επαρκείς εμπράγματες ασφάλειες (υποθήκες κ.λπ.) το χρέος.
Ταυτόχρονα εκκρεμούν σε Ειρηνοδικεία και Πρωτοδικεία της χώρας δεκάδες χιλιάδες αιτήσεις υπαγωγής στον Ν. 3869/10 ύστερα από επανυποβολή των σχετικών στοιχείων και δικαιολογητικών επικαιροποιημένων και πάρα πολλές οικογένειες ζουν με την αγωνία μιας δικαστικής κρίσης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων, για την ευνοϊκή ή μη ρύθμιση των χρεών τους με μακρόπνοες δόσεις, εν όψει και των αμφιταλαντεύσεων της νομολογίας.
Στην πλειονότητά τους οι αποφάσεις έχουν προστατεύσει χιλιάδες υπερχρεωμένα νοικοκυριά, αποδεχόμενα αιτήματα για υπαγωγή τους στον «Νόμο Κατσέλη» και στη ρύθμιση των χρεών με ευνοϊκό τρόπο, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την εκποίηση της πρώτης κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων.
Σε πολλές δικαστικές αποφάσεις γίνεται δεκτό ότι για την αυξανόμενη υπερχρέωση των νοικοκυριών και την περιέλευσή τους σε αδυναμία πληρωμής ευθύνονται η εισοδηματική στενότητα, οι επιθετικές πρακτικές στην προώθηση των πιστώσεων, τα υψηλά επιτόκια καταναλωτικής πίστης, οι ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών, όπως οι μεγάλες μισθολογικές-συνταξιοδοτικές περικοπές, η απώλεια εργασίας, κ.λπ., που οδήγησαν σε αλυσιδωτά καταστροφικές συνέπειες.
Με την ίδια νομολογία απορρίφθηκαν πολλές φορές οι ενστάσεις τραπεζών και άλλων φορέων που επιχείρησαν να μετακυλήσουν στους υπερχρεωμένους δανειολήπτες την υπαιτιότητα για την περιέλευσή τους σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής.
Σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται δεκτό ότι η υπαιτιότητα (και συνακόλουθα η απόρριψη υπαγωγής τους στον Ν. 3869) μπορεί να θεμελιωθεί μόνο εάν αποδειχθεί ότι ενήργησαν δολίως εξαπατώντας τα τραπεζικά όργανα με ψευδή, πλαστά ή παραπλανητικά στοιχεία για την κατάστασή τους, τις αμοιβές, την περιουσία τους.
Σωρεία τέτοιων αποφάσεων έχει επίσης δεχθεί ότι στη διάσωση της κύριας κατοικίας από τον κίνδυνο εκποίησης μπορεί να συμπεριληφθεί και το οικόπεδο επί του οποίου ανεγείρεται, καθώς και η αποθήκη και το γκαράζ που τη συνοδεύουν.
Παράλληλα έχει δεχθεί ότι, προς ικανοποίηση των δανειστών, δεν χρειάζεται να «βγουν στο σφυρί» και άλλα περιουσιακά στοιχεία, εάν έχουν μικρή αγοραστική αξία (π.χ. μικρά ή υποβαθμισμένα οικόπεδα-διαμερίσματα) ή θεωρούνται απολύτως αναγκαία για τον οφειλέτη, όπως π.χ. το περιορισμένης αξίας αυτοκίνητο-εργαλείο για την εργασία του ή που του είναι απολύτως απαραίτητο για τη μετάβαση στην εργασία, ανάλογα με τον τόπο διαμονής του. Αντίστοιχες αποφάσεις προστάτευσαν αποτελεσματικά ανέργους και όσους περιήλθαν σε κατάσταση απελπιστική από οικονομικής πλευράς, δίνοντας εντολή για μηδενικές καταβολές για μεγάλο χρονικό διάστημα, όσο βρίσκονται σε καθεστώς ανεργίας ή εξαθλίωσης.
Επίσης η νομολογία δέχθηκε ότι η ρύθμιση δόσεων για τον υπαγόμενο στον Ν. 3869 μπορεί να γίνει ευνοϊκότερη εάν περιέλθει αιφνιδίως σε δυσμενέστερη περιουσιακή κατάσταση, π.χ. νέες περικοπές αποδοχών.
Η τιμωρία του υπερδανεισμού
Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι άλλες αποφάσεις Ειρηνοδικείων που άφησαν απροστάτευτους υπερχρεωμένους δανειολήπτες γιατί έκριναν ότι ενήργησαν με αλόγιστο και δόλιο τρόπο υπερδανειζόμενοι, γνωρίζοντας ότι αδυνατούσαν να ξεχρεώσουν.
Η νομολογία αυτή αφήνει εκτός προστασίας τον δανειολήπτη που καρπώνεται οφέλη από την υπερχρέωσή του αποκτώντας κινητά ή ακίνητα, ενώ γνωρίζει κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους λόγω των περιορισμένων εισοδημάτων και των αναγκών του ή όταν με ευθύνη του οδηγείται σε αδυναμία πληρωμής μετά την ανάληψη του δανείου, γιατί δεν φροντίζει τη σωστή διαχείριση ή διατήρηση της περιουσίας του, γιατί την κατασπαταλά για είδη πολυτελή, σε τυχερά παιχνίδια, χαρτοπαιξία, σε άσωτη ζωή κ.λπ. Οι αποφάσεις ξεκαθαρίζουν ότι δεν μπορεί να επιβραβεύεται ο απερίσκεπτος υπερδανεισμός με περιορισμένο εισόδημα που συνεχίζεται και εν μέσω κρίσης, με την ελπίδα ότι, όταν έλθουν τα δύσκολα, κάποιος τρίτος θα βρεθεί να πληρώσει και να τον σώσει. Σε μία περίπτωση δικαστήριο στη Βόρεια Ελλάδα αρνήθηκε να εντάξει στον Ν. 3869 ζευγάρι που ανέλαβε συνολικά 84 δανειακά προϊόντα (στεγαστικά, καταναλωτικά, πιστωτικές κάρτες, ακόμα και ως εγγυητές) από εννέα τραπεζικούς φορείς, φτάνοντας σε δυσθεώρητα χρέη 1,8 εκατ. ευρώ! Το δικαστήριο έκρινε ότι υπερέβησαν το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή, διαπιστώνοντας ότι παρά τα τεράστια «ανοίγματά» τους συνέχιζαν να αναζητούν είδη πολυτελείας ακόμα και σε μακρινά ταξίδια.
Πηγή: Εθνος
Με την υπ’ αριθμ. 63/2016 προσωρινή διαταγή του Ειρηνοδικείου Ρόδου έγινε για πρώτη φορά δεκτό το αίτημα Ροδίτη δανειολήπτη για την υπαγωγή του στο νόμο Κατσέλη περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών και οφειλών του προς ασφαλιστικούς οργανισμούς και την εφορία.
Με την απόφαση του δικαστηρίου διατάσσεται συγκεκριμένα η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων εις βάρος της περιουσίας του δανειολήπτη, ενώ εντάσσονται στην ρύθμιση και την προστασία του νόμου και οφειλές του, προς το Ελληνικό Δημόσιο, το ΙΚΑ, την ΔΟΥ και τον ΟΑΕΕ, με την υποχρέωση καταβολής κάθε μήνα συγκεντρωτικώς 30 ευρώ για την οφειλές του συνολικού ύψους 156.507,41 ευρώ.
Ο αιτών, είναι ηλικίας 40 ετών, έγγαμος πατέρας δύο ανήλικων τέκνων και εργάζεται εποχιακά ως ξενοδοϋπάλληλος.
Το ετήσιο εισόδημά του, ανέρχεται ετησίως κατά μέσο όρο στο συνολικό ποσό των 6.297,97 ευρώ και άρα μηνιαίως στο ποσό των 524,75 ευρώ ενώ της συζύγου του, που εργάζεται ως εποχιακή υπάλληλος στο συνολικό ποσό των 4.764 ευρώ, ήτοι μηνιαίως στο συνολικό ποσό των 397 ευρώ περίπου.
Το ποσό που απαιτείται, κατά μέσο όρο, κάθε μήνα για την κάλυψη, αποκλειστικά και μόνο, των απαραιτήτων βιοτικών αναγκών της οικογένειας του ανέρχεται, στο συνολικό ποσό των 1.320 ευρώ.
Στην υπερχρέωση και στην καθυστέρηση εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων και έναντι του Δημοσίου οδηγήθηκε από πιεστικές οικονομικές-οικογενειακές υποχρεώσεις και από απρόβλεπτες και μη αναμενόμενες οικονομικές, κοινωνικές και προσωπικές συνθήκες, όπως η αύξηση του κόστους ζωής, τα νέα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα, η γενικότερη οικονομική κρίση, η δραματική μείωση των εισοδημάτων του, η βαριά φορολογία, εσφαλμένες εκτιμήσεις ως προς τις δυνατότητες αποπληρωμής των δανειακών του υποχρεώσεων καθώς και απρόοπτα γεγονότα στη ζωή του, τα οποία αθροιστικά τον οδήγησαν σε δυσμενή οικονομική κατάσταση.
Οι συνεχείς αναχρηματοδοτήσεις με δυσμενείς όρους στις οποίες υποχρεώθηκε προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις οφειλές του, τα υψηλά επιτόκια των δανείων, η συρρίκνωση-εκμηδένιση των εισοδημάτων του, επιδείνωσαν περαιτέρω την οικονομική του κατάσταση και κατέστησαν εν τέλει αδύνατη την εξυπηρέτηση των οφειλών του, με αποτέλεσμα να μην επαρκεί το μηνιαίο εισόδημα του για την εξόφληση των δανειακών του υποχρεώσεων με αποτέλεσμα να περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Την υπόθεση χειρίστηκε η δικηγόρος κ. Εύη Αρνιθενού.
Πηγή: dimokratiki.gr
Εκτός «νόμου Κατσέλη» βγάζουν τα δικαστήρια οφειλές ιδιωτών προς ιδιώτες παρότι έχουν περιέλθει σε αδυναμία πληρωμής, κρίνοντας αντισυνταγματική τροπολογία που ψηφίστηκε πέρυσι το καλοκαίρι και δίνει τη δυνατότητα να συμπεριληφθούν στα υπό ρύθμιση χρέη και αυτά προς ασφαλιστικά ταμεία.
Με βασικό επιχείρημα ότι μια πιθανή διαγραφή χρεών ή έστω ρύθμιση σε βάθος χρόνου και σε πολλές δόσεις στερεί από τον οφειλέτη ασφαλιστικό χρόνο και κατά συνέπεια του κλείνει την πόρτα προς τη συνταξιοδότηση, τα δικαστήρια απορρίπτουν αιτήματα ρύθμισης οφειλών κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010 που έμεινε γνωστός ως νόμος Κατσέλη.
Η «Κ» έχει στη διάθεσή της σχετικές αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται ρητά πως «η ένταξη δημοσίων υποχρεώσεων προς τους Οργανισμούς Κοινωνικών Ασφαλίσεων ελέγχεται ως ευθέως αντισυνταγματική». Σύμφωνα με το σκεπτικό που αναπτύσσεται «η είσπραξη των εισφορών, όπως έχουν νομοθετικά θεσπιστεί, και από της θεσπίσεώς τους, παράγουν κοινωνικό δικαίωμα ασφαλιστικών παροχών» και κατά συνέπεια μια πιθανή διαγραφή τους διαγράφει χρόνο ασφάλισης. Νομικοί επισημαίνουν ότι στην πράξη, μια πιθανή ένταξη των ασφαλιστικών οφειλών σε ρύθμιση με βάση τον νόμο Κατσέλη θα μπορούσε να οδηγήσει, και μάλιστα ερήμην των ασφαλισμένων, σε διαγραφή ετών ασφάλισης, με συνέπεια να στερούν από τον οφειλέτη το δικαίωμα συνταξιοδότησης.
Ακόμη κι αν τα χρέη ενταχθούν σε ρύθμιση, οι νομικοί επισημαίνουν ότι όσα χρόνια αυτή θα διαρκεί (και συνήθως είναι πολυετής), οι οφειλέτες δεν θα δικαιούνται σύνταξη. Παράλληλα, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, υπογραμμίζοντας ότι σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, με βάση το σύνολο του ασφαλιστικού βίου κατά τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές, οι συνέπειες θα είναι μεγάλες και στο τελικό ύψος της σύνταξης.
Κύκλοι του υπουργείου Εργασίας εκτιμούν ότι το αμέσως επόμενο διάστημα, οι αποφάσεις αυτές θα χαράσσουν την κατευθυντήρια γραμμή σε σημαντικό αριθμό υποθέσεων που θα εκδικαστούν, μετά και τη λήξη της πολύμηνης αποχής των δικηγόρων.
Υπογραμμίζουν, δε, ότι θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο και στην επικείμενη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, καθώς όπως τονίζουν, οι δανειστές ήταν αυτοί που επέμεναν τον Αύγουστο του 2015 να εντάξουν στον νόμο Κατσέλη και τα χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία, εκτός από αυτά προς τους ιδιώτες (Ν. 4336/2015).
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, στο υπουργείο Εργασίας έχουν πλέον καταλήξει ότι λόγω ουσιαστικών κωλυμάτων που έχουν να κάνουν με την ασφαλιστική νομοθεσία της χώρας, δεν πρέπει να υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση των οφειλών προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης με αυτές προς το υπόλοιπο Δημόσιο ή τους ιδιώτες.
Σε αυτή τη λογική αναμένεται να κινηθεί η όποια προσπάθεια της ηγεσίας του υπουργείου να διαπραγματευτεί με τους δανειστές το φθινόπωρο ένα νέο σύστημα δόσεων και εξυπηρέτησης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Μάλιστα, αν και γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται για εύκολη προσπάθεια, αφού οι εκπρόσωποι των πιστωτών έχουν εκφράσει ξεκάθαρα ενστάσεις για οποιαδήποτε νέα ρύθμιση, στο υπουργείο Εργασίας αναζητούν τρόπο θεσμοθέτησης της δυνατότητας «παγώματος» των ληξιπρόθεσμων οφειλών και παροχής ασφαλιστικής ενημερότητας εφόσον καταβάλλονται εμπρόθεσμα οι τρέχουσες υποχρεώσεις.
Ενα τέτοιο ενδεχόμενο «εισφοροδοτικής αμνηστίας» βέβαια, όσο κι αν αποτελεί αίτημα των εν λειτουργία υπερχρεωμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων, θα δημιουργήσει νέα προβλήματα. Αφενός δεν είναι εύκολο να αποτραπεί ένα νέο κύμα φυγής από αυτούς που έχουν ενταχθεί και παραμένουν σε κάποια από τις ρυθμίσεις οφειλών που «τρέχουν». Αφετέρου ενδέχεται να υπερβεί τα συνταγματικά όρια, έναντι των συνεπώς ασφαλισμένων.
Καθημερινή
Διευκρινίσεις για την ένταξη των ασφαλιστικών οφειλών στη διαδικασία ρύθμισης των υπερχρεωμένων πολιτών (νόμος 3869/2010 γνωστός ως νόμος Κατσέλη) δίνει με εγκύκλιό του το ΙΚΑ.
Συγκεκριμένα ξεκαθαρίζοντας ότι στη διαδικασία μπορούν να ενταχθούν οι οφειλές φυσικών προσώπων προς τους ιδιώτες καθώς επίσης και οι βεβαιωμένες οφειλές στην Φορολογική Διοίκηση, οι βεβαιωμένες οφειλές προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού καθώς και οι ασφαλιστικές οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη ρύθμιση των οφειλών προς το δημόσιο, τα ταμεία και τους ΟΤΑ είναι η υποβολή σε ρύθμιση των οφειλών παράλληλα και προς τους ιδιώτες πιστωτές. Στη ρύθμιση δύναται να ενταχθούν οφειλές που έχουν γεννηθεί ένα έτος πριν από την κατάθεση της αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο.
Επίσης εντάσσονται οφειλές, οι οποίες κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του οφειλέτη για την υπαγωγή στη διαδικασία τελούν σε αναστολή διοικητική, δικαστική ή εκ του νόμου ή έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία είναι σε ισχύ. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει ήδη ρυθμίσει τις οφειλές που έχουν ενταχθεί στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ) με τις ισχύουσες διατάξεις πρέπει να επιλέξει εάν θα διατηρήσει τη ρύθμιση αυτή ή θα υπαχθεί στις νέες διατάξεις, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η παράλληλη χρήση άλλου θεσμικού πλαισίου διευθέτησης οφειλών.
Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου Κατσέλη, οφειλές που έχουν δημιουργηθεί κατά το τελευταίο έτος κατά το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις αυτές. Επίσης δεν συμπεριλαμβάνονται οι οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα οφειλόμενο σε δόλο, βαριά αμέλεια ή σε διοικητικά πρόστιμα-χρηματικές ποινές, καθώς και αυτές που αφορούν υποχρεώσεις διατροφής συζύγου ή ανηλίκου τέκνου. Διαδικασία υποβολής αίτησης στο Ειρηνοδικείο.
Η σχετική αίτηση συνοδευόμενη από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά πρέπει να κατατεθεί στη Γραμματεία του αρμόδιου Ειρηνοδικείου για έλεγχο, προκειμένου στη συνέχεια, εφόσον ο φάκελος της υπόθεσης κριθεί από τη Γραμματεία, ως προς το περιεχόμενο της αίτησης και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, πλήρης, να προσδιοριστεί:
• η ημερομηνία επικύρωσης τυχόν επιτευχθέντος προδικαστικού συμβιβασμού
μεταξύ του αιτούντα οφειλέτη και των πιστωτών αυτού, η οποία ορίζεται το αργότερο εντός 2 μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της κατάθεσης της αίτησης, καθώς και
• η ημερομηνία δικασίμου για τη συζήτηση της κύριας αίτησης, η οποία ορίζεται, αντίστοιχα, το αργότερο εντός 6 μηνών, όσον αφορά αιτήσεις της κάτωθι κατηγορίας Α, ενώ όσον αφορά αιτήσεις της κάτωθι κατηγορίας Β, η δικάσιμος ορίζεται το αργότερο εντός 2 μηνών.
Η αίτηση του οφειλέτη πρέπει να περιλαμβάνει:
Α. σχέδιο διευθέτησης των οφειλών τόσο προς ιδιώτες πιστωτές όσο και προς πιστωτές φορέων του δημοσίου, με καταβολές σε σταθερές δόσεις, σε ευέλικτες δόσεις ή εφάπαξ καταβολές ή
Β. αίτημα για διαγραφή οφειλών, εφόσον ο οφειλέτης πληροί τις προϋποθέσεις της παρ.5α του Ν.3869/2010 όπ. ισχ. (η οποία προστέθηκε με την παρ. 13 του εν λόγω άρθρου.) μέσω της προβλεπόμενης διαδικασίας "ταχείας διευθέτησης οφειλών".
ΠΗΓΗ: Euro2day