Ιστορικά και ανέκαθεν, το κάθε κόμμα έφερνε στη Βουλή έναν εκλογικό νόμο που πίστευε ότι θα το εξυπηρετούσε στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση η οποία συνήθως γινόταν μέσα σε λίγους μήνες.
Προς τιμήν του, ο Κώστας Σημίτης στην προτελευταία μεταβολή του Συντάγματος επέμεινε και ψηφίστηκε σχετική συνταγματική διάταξη η οποία προέβλεπε ότι ο εκάστοτε εκλογικός νόμος που ψηφίζεται στη Βουλή θα ίσχυε όχι από τις επόμενες αλλά από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός εάν ο εκλογικός νόμος ψηφιστεί από τουλάχιστον 200 βουλευτές. Και τούτο γιατί, κατά πάσα πιθανότητα, θα εξυπηρετούσε όχι κομματική αναγκαιότητα αλλά εθνική αναγκαιότητα. Άραγε σήμερα η επίκληση από την Κυβέρνηση να ψηφιστεί ο εκλογικός νόμος από 200 βουλευτές εξυπηρετεί εθνική αναγκαιότητα;
Η Αριστερά ανέκαθεν ήταν υπέρ της απλής και ανόθευτης αναλογικής την οποία όμως ποτέ δεν στήριξε όταν ήρθε στην εξουσία. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ο οποίος και αυτός είχε ταχθεί υπέρ της απλής αναλογικής όταν έπρεπε να αποφασίσει να την καθιερώσει το 1989 και παρότι διέβλεπε ότι δε θα ήταν ο ίδιος νικητής των εκλογών ψήφισε σύστημα που προσομοίαζε στην απλή αναλογική για να δυσκολέψει τη δημιουργία κυβέρνησης υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Όμως, δεν ψήφισε τη λεγόμενη «ανόθευτη» απλή αναλογική. Στους συνομιλητές του ο Ανδρέας Παπανδρέου εξηγούσε ότι πέραν των εθνικών λόγων έκρινε ότι η απλή και ανόθευτη αναλογική θα οδηγούσε σε δεκάδες κομμάτων που με ποσοστό μικρότερο του 1% θα μπορούσαν να εισέλθουν στη Βουλή οπότε θα δημιουργείτο μια Βαβυλωνία της Δημοκρατίας. Δηλαδή, ακυβερνησία και εκβιασμοί με ανυπολόγιστες εθνικές επιπτώσεις. Έτσι, η ΝΔ ύστερα από τρεις συνεχεία εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε ένα έτος σχημάτισε κυβέρνηση που στηρίχθηκε σε 151 βουλευτές.
Τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ήλθε τον Ιανουάριο στην εξουσία και διακήρυσσε το περίφημο «πρώτη φορά Αριστερά», πρώτο του μέλημα λογικά θα ήταν να ψηφίσει την απλή και ανόθευτη αναλογική που επί χρόνια είχε επαγγελθεί. Αντ’ αυτού, τότε που χρειαζόταν μια κυβέρνηση με ευρεία κοινοβουλευτική βάση, δηλαδή των κομμάτων του λεγόμενου «ευρωπαϊκού τόξου», οδήγησε τη χώρα σε εκλογές - οκτώ μήνες μετά- με την ενισχυμένη αναλογική και με το μπόνους των 50 εδρών. Το αποτέλεσμα γνωστό. Να συγκυβερνήσει με ένα μικρό κόμμα ακραίων δεξιών απόψεων, «πιστός» στην αρχή του δόγματος «πρώτη φορά Αριστερά»! Με το οποίο ήδη συγκυβερνούσε από τον Ιανουάριο. Και όλα αυτά παρότι το ΠΑΣΟΚ είχε καταθέσει πρόταση νόμου με βάση την απλή αναλογική προκειμένου να σχηματιστούν κυβερνήσεις των κομμάτων του λεγόμενου «ευρωπαϊκού τόξου» για να διαπραγματευτούν πιο σκληρά με τους δανειστές. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ έμενε προκλητικά αδιάφορος.
Τώρα, το πώς επιλέγει ο ΣΥΡΙΖΑ αντί να συνεργαστεί με όλα τα κόμματα της λεγόμενης «δημοκρατικής παράταξης» να προτιμά να συνεργάζεται επιλεκτικά με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, παρά την αποδοκιμασία για αυτήν την συνεργασία ακόμα και των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό αποτελεί το λεγόμενο «άλλου παπά ευαγγέλιο».
Όμως, όταν αιφνιδίως όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πια πρώτο κόμμα και ότι το συνέταιρο κόμμα του αγωνίζεται να μπει στη Βουλή, τότε θυμάται την απλή αναλογική και καλεί όλα τα δημοκρατικά κόμματα να τη θυμηθούν και αυτά.
Τώρα που έχει ψηφιστεί το 3ο και πιθανόν και το 4ο μνημόνιο με όλη τη συνακόλουθη σκληρή νομοθεσία για την οποία δεν ρωτήθηκε καν το ΠΑΣΟΚ και κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης για να εκφράσουν γνώμη τουλάχιστον όσον αφορά τα προαπαιτούμενα και τα ισοδύναμα μέτρα, τι θα εξυπηρετήσει στο μέλλον μια κυβέρνηση συνεργασίας με βάση την απλή αναλογική, πέραν της εκλογικής σκοπιμότητας;
Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να παραμείνει στις θέσεις του όσον αφορά τον εκλογικό νόμο. Τις θέσεις που προδιέγραψε ο ιδρυτής του και οι μετέπειτα κυβερνήσεις του. Ειδικότερα όμως όσον αφορά το λεγόμενο μπόνους των 40 ή 50 εδρών που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αργότερα είχε θεσμοθετήσει, θα μπορούσε να το υποστηρίξει προσθέτοντας λίγες μόνο λέξεις. Ότι, δηλαδή, το πρώτο κόμμα λαμβάνει το μπόνους εφόσον με το μπόνους σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Διαφορετικά δεν λαμβάνει το μπόνους και κατά συνέπεια ισχύει η ενισχυμένη απλή αναλογική.
Εάν υπήρχε αυτή η πρόβλεψη στον ισχύοντα νόμο, οι 5 εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν από το 2012 έως σήμερα δεν θα έδιναν σε κανένα κόμμα το μπόνους και θα ίσχυε η απλή αναλογική με το όριο του 3% της εισόδου των κομμάτων στη Βουλή. Έτσι, με την ψήφο του κάθε φορά ο λαός θα μπορεί να αποφασίζει εάν θέλει ή όχι το μπόνους που θα του εξασφαλίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση ή κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων με το σύστημα της απλής αναλογικής. Μόνον ο λαός και όχι οι ευκαιριακές πλειοψηφίες της Βουλής.