Χρυσή χρονιά για το ελληνικό λάδι

Οκτώβριος 12, 2015

Το ελληνικό ελαιόλαδο είναι περιζήτητο στις διεθνείς αγορές και οι προβλέψεις για διατήρηση της νέας σοδειάς στα περσινά επίπεδα-ρεκόρ αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Ελληνες παραγωγούς να αποσπάσουν μερίδιο αγοράς από τους βασικούς ανταγωνιστές σε παγκόσμιο επίπεδο, την Ισπανία και την Ιταλία.

Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα που έχει στη διάθεση του το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου, η παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει την περσινή παραγωγή-ρεκόρ αγγίζοντας τους 320.000 τόνους, αυξημένη κατά 7%. Σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, η παραγωγή στην Ισπανία ναι μεν θα αυξηθεί μετά την περσινή καταστροφική χρονιά και θα φτάσει τα 1,2 εκατομμύρια τόνους, απέχοντας σημαντικά, όμως, από την επίδοση-ρεκόρ του 2013 με τα 1,8 εκατομμύρια τόνους.

Αυξημένη σε σχέση με πέρυσι προβλέπεται να είναι και η παραγωγή ελαιολάδου στην Ιταλία, αλλά σαφέστατα χαμηλότερη από τη μέση επίδοση των τελευταίων 10 ετών, φτάνοντας τους 350.000 τόνους.

Ανταγωνιστικό
Η Ελλάδα πέρυσι μπορεί να είδε την παραγωγή της να υπερδιπλασιάζεται, ωστόσο η μεγάλη πτώση της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου εξαιτίας της παρατεταμένης ξηρασίας στην Ισπανία και ενός «φονικού» βακτηρίου που νέκρωσε εκατοντάδες χιλιάδες ελαιόδεντρα στην Ιταλία ανέδειξε το ελληνικό ελαιόλαδο, που πλέον γνωρίζει ημέρες δόξας στις διεθνείς αγορές. Χάρη σε αυτόν τον συνδυασμό παραγόντων, το ελληνικό ελαιόλαδο έγινε πιο ανταγωνιστικό από ποτέ, κερδίζοντας μερίδια από τους δύο μεγαλύτερους παραγωγούς ελαιολάδου στον κόσμο.

Το συγκεκριμένο βακτήριο δεν έχει ανιχνευθεί στην Ελλάδα, ο κίνδυνος μετάδοσής του όμως στη χώρα μας από την Ιταλία είναι υπαρκτός

Οι Ιταλοί παραγωγοί ελαιολάδου αναμένουν φέτος ακόμη μία κακή περίοδο, ενώ η παραγωγή στην Ισπανία, που μειώθηκε πέρυσι περισσότερο από 50%, στους 825.700 τόνους, θα παραμείνει συμπιεσμένη λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών.

Στην Κρήτη, που είναι μία από τις σημαντικότερες ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας, η παραγωγή ελαιολάδου της ερχόμενης χρονιάς έχει πλέον οριστικοποιηθεί από πλευράς καρποφορίας των δέντρων και όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι παραγωγοί θα έχουν μία πολύ καλή σοδειά. Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις η παραγωγή στη Μεγαλόνησο για το 2015-’16 θα πρέπει να υπερβεί τους 100.000 τόνους (Χανιά 30, Ρέθυμνο 10, Ηράκλειο 45, Λασίθι 20) προσεγγίζοντας τις επιδόσεις της προηγούμενης χρονιάς.

Με τη ζήτηση να υπερβαίνει την προσφορά σε παγκόσμιο επίπεδο, το ελληνικό ελαιόλαδο παραμένει περιζήτητο καταγράφοντας ρεκόρ ανόδου σε επίπεδο εξαγωγών, την ίδια ώρα που οι τιμές παραγωγού συνεχίζουν να σκορπούν χαμόγελα στους ελαιοπαραγωγούς.Την ίδια ώρα, άλλωστε, το ελαιόλαδο συνεχίζει να αναδεικνύεται πρωταθλητής των ελληνικών εξαγωγών, σαρώνοντας τις ξένες αγορές.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων, εκρηκτική αύξηση της τάξης του 302% κατέγραψε η αξία των εξαγωγών ελαιολάδου τον Αύγουστο, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 46,3 εκατ. ευρώ, από 11,5 εκατ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα το 2014.

Η καλλιέργεια

Στο έδαφος της Ελλάδας καλλιεργούνται περισσότερα από 132 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, από τα οποία παράγονται σε χρονιές κανονικές περίπου 300.000 τόνοι ελαιολάδου ετησίως, εκ των οποίων το 82% ανήκει στην κατηγορία «εξαιρετικά-παρθένο», ενώ της Ισπανίας μόνο το 25-30% και της Ιταλίας το 40-45% χαρακτηρίζονται έτσι. Περίπου η μισή από την ετήσια ελληνική παραγωγή ελαιολάδου εξάγεται προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κυρίως στην Ιταλία. Η χώρα αυτή απορροφά περίπου το 75% του συνόλου της ελληνικής παραγωγής που εξάγεται.

Οι πιο σημαντικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές στην Ελλάδα είναι η Πελοπόννησος, η οποία παράγει το 65% της συνολικής παραγωγής, καθώς επίσης και η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Η περισσότερο γνωστή ελληνική ποικιλία ελιάς είναι η κορωνέικη, προερχόμενη από τη Νότιο Πελοπόννησο και συγκεκριμένα την Κορώνη της Μεσσηνίας.

Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, μετά την Ιταλία και την Ισπανία, οι δε εξαγωγές του ελαιόλαδου που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο είναι κυρίως σε μορφή «χύμα», δηλαδή χωρίς τυποποίηση. Οι εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου σε μορφή «χύμα» αντιστοιχούν σε ποσοστό 90% των συνολικών εξαγωγών ελαιολάδου της χώρας.

Εκτιμήσεις για αύξηση εξαγωγών κατά 250 εκ.
Νέο μοντέλο ανάπτυξης με «όπλο» την τυποποίηση

Σημαντική αύξηση της αξίας των εξαγωγών ελαιολάδου κατά 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως μπορεί να επιφέρει η εισαγωγή ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης που θα βασίζεται στην τυποποίηση του προϊόντος και τη δημιουργία ελληνικού brand-name στην παγκόσμια αγορά.

Πρόσφατη μελέτη για τον ελαιοκομικό τομέα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας εκτιμά πως η είσοδος νέων ανταγωνιστών και η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής καθιστούν μονόδρομο μία εκ βάθρων αλλαγή του τρόπου που λειτουργεί ο κλάδος στην Ελλάδα, με έμφαση πλέον στην τυποποίηση, την καθετοποίηση της εγχώριας παραγωγής και τις οικονομίες κλίμακας.

Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, η βέβαιη μείωση των κονδυλίων της νέας ΚΑΠ στον τομέα του ελαιολάδου μπορεί να οδηγήσει την επόμενη πενταετία σε μείωση της ελληνικής παραγωγής κατά 10%. Ωστόσο, η υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης που θα δίνει έμφαση στην τυποποίηση και την καθετοποίηση θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, η τυποποίηση και η δημιουργία του ελληνικού «brand» θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου κατά 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως (προσεγγίζοντας τα 560 εκατ. ευρώ ετησίως από περίπου 310 εκατ. ευρώ που είναι κατά μέσο όρο την τελευταία πενταετία).

Το ελαιόλαδο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας, καθώς καλύπτει το 9% της αξίας αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα (έναντι 1% στην Ευρώπη) και είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου παγκοσμίως.

Η διεθνής ελαιοπαραγωγή έχει διπλασιαστεί την τελευταία 25ετία, προσεγγίζοντας τους 3 εκατ. τόνους την τελευταία πενταετία, από 1,5 εκατ. τόνους στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της αλματώδους ανάπτυξης ήταν: i) η Ισπανία, η οποία διπλασιάζοντας την παραγωγή της καλύπτει πλέον άνω του 40% της παγκόσμιας παραγωγής και ii) οι νέες χώρες-παραγωγοί (κυρίως Τουρκία, Τυνησία, Μαρόκο και Συρία), οι οποίες αύξησαν το μερίδιό τους στην παγκόσμια παραγωγή στο 35% το 2014, από 25% το 1990.

Κομβικό ρόλο, πάντως, στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου (εμπορικές ροές) διαδραματίζει η Ιταλία, η οποία εκμεταλλευόμενη τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιολάδου εισάγει χύμα ελαιόλαδο (κυρίως από Ισπανία και Ελλάδα) και το επανεξάγει τυποποιημένο, κερδίζοντας υπεραξία της τάξης του 1,3 ευρώ το κιλό.

Το βακτήριο που εξολοθρεύει τους ευρωελαιώνες

Την ίδια ώρα που το ελληνικό ελαιόλαδο εδραιώνεται στις ξένες αγορές και η νέα εμπορική χρονιά ξεκινάει με τους καλύτερους οιωνούς, ένα «φονικό» βακτήριο σκορπάει τον τρόμο στην Ευρώπη, απειλώντας ευθέως τις ελαιοκαλλιέργειες στις χώρες της Μεσογείου. Εξοντώνει με ραγδαίους ρυθμούς απέραντες εκτάσεις καλλιεργειών. Τελευταίο «θύμα» οι ελαιώνες στη γειτονική Νότια Ιταλία.

Εντοπίστηκε στην περιοχή της Απουλίας στη Νότια Ιταλία να προσβάλλει ελαιόδενδρα και να προκαλεί σ’ αυτά μια ασθένεια που εξαπλώνεται ταχύτατα, αλλά το 2013 αναφέρθηκαν τα πρώτα σοβαρά κρούσματα προσβολών του επιβλαβούς οργανισμού Xylella fastidiosa στην επαρχία του Λέτσε της περιφέρειας Απουλίας της Ιταλίας.

Το 2014 διαπιστώθηκε στην Ολλανδία η παρουσία του σε καλλωπιστικά φυτά εισαγωγής και το 2015 στην Κορσική. Η ασθένεια επιβεβαιώθηκε στην Ιταλία σε αρκετά φυτικά είδη, μεταξύ των οποίων η ελιά, η αμυγδαλιά, η πικροδάφνη και η βελανιδιά.

Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της προσβολής των φυτών από αυτό το βακτήριο -όπως αναφέρει στο «Εθνος» ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος- είναι οι ξηράνσεις των φύλλων και η ταχύτατη αποπληξία των δέντρων κατά τις θερμές περιόδους του έτους. Επιπλέον ανακοινώθηκε πρόσφατα ότι τρία νέα είδη αποτελούν ξενιστές του στελέχους του φυτοπαθογόνου βακτηρίου που προσβάλλει την ελιά, το δενδρολίβανο, τη μυρτιά και τον ράμνο.

Ο πολλαπλασιασμός του περιορίζεται από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, γι’ αυτό οι ασθένειες που προκαλεί εμφανίζονται πιο έντονα σε περιοχές όπου επικρατούν ήπιοι χειμώνες.

Μετάδοση
Η μετάδοσή του από περιοχή σε περιοχή γίνεται κυρίως με το πολλαπλασιαστικό υλικό, ενώ η μετάδοση από τα ασθενή στα υγιή φυτά γίνεται με πολλά μυζητικά έντομα.

«Το αίτιο της ασθένειας αυτής -σύμφωνα με τον γεωπόνο Κάσσανδρο Γάτσιο- είναι ένα βακτήριο που εγκαθίσταται και πολλαπλασιάζεται στα αγγεία του ενεργού ξύλου του φυτού, με αποτέλεσμα να τα αποφράσσει, περιορίζοντας την τροφοδοσία του προσβεβλημένου φυτού με νερό και θρεπτικά στοιχεία. Τα συμπτώματα της προσβολής, στην αρχή είναι μια σταδιακή καχεξία, η οποία γίνεται πιο αισθητή κατά τη θερινή περίοδο και στις αρχές φθινοπώρου, όταν η έλλειψη νερού και θρεπτικών στοιχείων είναι πιο έντονη, που εκδηλώνεται αρχικά με χλωρώσεις και ξηράνσεις φύλλων, και μετά με ξηράνσεις βλαστών.

Παρότι το συγκεκριμένο βακτήριο δεν έχει ανιχνευθεί στην Ελλάδα, ο κίνδυνος μετάδοσης του βακτηρίου στη χώρα είναι υπαρκτός, διότι η διακίνηση φυτών από την Ιταλία αποτελεί ενδοκοινοτικό εμπόριο και συνεπώς είναι ελεύθερη και ο φυτοϋγειονομικός έλεγχος είναι πρακτικά αδύνατος. Το γεγονός μάλιστα ότι η ασθένεια έχει βρεθεί να προσβάλλει και άλλα είδη φυτών εκτός της ελιάς, όπως πικροδάφνη, βελανιδιά, αμυγδαλιά κ.ά., αυξάνει τον κίνδυνο για τη χώρα μας, καθώς δεν αποκλείεται να μπει στην Ελλάδα και με κάποια παρτίδα καλλωπιστικών ή άλλων φυτών.

ethnos.gr

kalimnos

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot