Στη δημοσιότητα δόθηκε και πήρε αριθμό δημοσίευσης στη σημερινή Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β1167/8.4.19) η Κοινή Υπουργική Απόφαση, με την οποία καθορίζονται τα ποσοστά επιδότησης των «κόκκινων» δανειοληπτών και ρυθμίζονται διαδικαστικά θέματα αναφορικά με τη λειτουργία της πλατφόρμας, η οποία αναμένεται να ξεκινήσει εντός του Μαΐου.

Για να αποφευχθεί ο «σκόπελος» να θεωρηθεί η επιδότηση κρατική εγγύηση, το ποσό θα πιστώνεται κάθε μήνα από το Δημόσιο απευθείας σε ακατάσχετο λογαριασμό του επιλέξιμου δανειολήπτη. Βάσει της συμφωνίας δανειστών και κυβέρνησης, προβλέπεται επιδότηση έως και το 50% της δόσης των δανειοληπτών που θα κριθούν επιλέξιμοι για ένταξη στον νέο νόμο προστασίας της πρώτης κατοικίας από τον πλειστηριασμό, την οποία θα καλύπτει το Δημόσιο.

Το ποσοστό επιδότησης θα διαμορφώνεται από 20% μέχρι και 50% για τους δανειολήπτες που θα ρυθμίσουν στεγαστικά, επισκευαστικά, καταναλωτικά δάνεια με προσημείωση πρώτη κατοικία, θα καθορίζεται δηλαδή ανάλογα με την εισοδηματική και περιουσιακή τους κατάσταση, και θα είναι οριζόντιο 30% για τα επαγγελματικά δάνεια με εγγύηση κύρια κατοικία. Στον προϋπολογισμό έχει δεσμευθεί κονδύλι 150 εκατ. ευρώ για το 2019 για την επιδότηση και θα ανέβει στα 200 εκατ. ευρώ τα επόμενα χρόνια.

Αναλυτικά, η συνεισφορά του Δημοσίου και η διάρκεια της χορήγησης ορίζονται ως ακολούθως:

α. Για μονοπρόσωπο νοικοκυριό με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:

αα) από 0 € έως 3.125,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ) από 3.125,01 € έως 6.250,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ) από 6.250,01 € έως 9.375,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ) από 9.375,01 € έως 12.500,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.

β. Για μονογονεϊκή οικογένεια με ένα εξαρτώμενο μέλος και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:

αα) από 0 € έως 4.375,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ) από 4.375,01 € έως 8.750,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ) από 8.750,01 € έως 13.125,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ) από 13.125,01 € έως 17.500,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.

γ. Για μονογονεϊκή οικογένεια με δύο εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:

αα) από 0 € έως 5.625,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ) από 5.625,01 € έως 11.250,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ) από 11.250,01 € έως 16.875,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ) από 16.875,01 € έως 22.500,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.

δ. Για μονογονεϊκή οικογένεια με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:

αα) από 0 € έως 6.875,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ) από 6.875,01 € έως 13.750,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ) από 13.750,01 € έως 20.625,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ) από 20.625,01 € έως 27.500,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.

ε. Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό χωρίς εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:

αα) από 0 € έως 5.250,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ) από 5.250,01 € έως 10.500,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ) από 10.500,01 € έως 15.750 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ) από 15.750,01 € έως 21.000,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.

στ. Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό με ένα εξαρτώμενο μέλος και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:

αα) από 0 € έως 6.500,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ) από 6.500,01 € έως 13.000,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ) από 13.000,01 € έως 19.500,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ) από 19.500,01 € έως 26.000,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.

ζ. Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό με δύο εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:

αα) από 0 € έως 7.750,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ) από 7.750,01 € έως 15.550,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ) από 15.550,01 € έως 23.250,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ) από 23.250,01 € έως 31.000,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.

η. Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:

αα) από 0 € έως 9.000,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ) από 9.000,01 € έως 18.000,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ) από 18.000,01 € έως 27.000,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ) από 27.000,01 € έως 36.000,00 €, ισούται με το 30 % της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.

2. Η χορήγηση της Συνεισφοράς Δημοσίου πραγματοποιείται εφόσον ο oφειλέτης πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) κρίθηκε επιλέξιμος για υπαγωγή στο 4605/2019 (Α΄ 52).
β) αποδέχθηκε τη συναινετική ρύθμιση που πρότειναν οι πιστωτές για όλες τις οφειλές που είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά τις παραγράφους 2 έως 6 του άρθρου 69 ν. 4605/2019 (Α΄ 52) και το συμφωνηθέν σχέδιο ρύθμισης είναι σύμφωνο με το άρθρο 75 του νόμου αυτού ή επέτυχε τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του σύμφωνα με το άρθρο 77 του ν. 4605/2019 (Α΄ 52)
γ) η συναινετική ρύθμιση που αποδέχθηκε είναι σύμφωνη με το άρθρο 75 παρ. 1 του ν. 4605/2019 (Α΄ 52).
δ) πληροί τα ανωτέρω αναφερόμενα εισοδηματικά κριτήρια.

3. Η διάρκεια της Συνεισφοράς Δημοσίου εκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της επιτευχθείσας ρύθμισης, εφόσον ο δικαιούχος εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό.

Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι όλοι οι δανειολήπτες, χωρίς εξαιρέσεις, θα έχουν προθεσμία έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019, για να υποβάλουν αίτημα ένταξης στην προστασία του νέου νόμου.

Η λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και οι προϋποθέσεις ένταξης στη ρύθμιση

Σε ό,τι αφορά την ηλεκτρονική πλατφόρμα, αναμένεται ότι θα είναι έτοιμη να δεχτεί τις πρώτες αιτήσεις τον Μάιο και μέσω αυτής θα υποβάλλονται τα αιτήματα ένταξης και θα γίνονται οι διασταυρώσεις των στοιχείων των δανειοληπτών -όπως είναι περασμένα στο ΤΑΧΙS-, προκειμένου να ρυθμιστούν και να επιδοτηθούν τα δάνεια των επιλέξιμων οφειλετών.

Οι προϋποθέσεις για ένταξη στη ρύθμιση προστασίας:

1. Το δάνειο να βρίσκεται σε καθυστέρηση 90 ημερών μέχρι τις 31.12.2018.

2. Η προς ρύθμιση οφειλή να μην ξεπερνά τις 130.000 ευρώ αν πρόκειται για στεγαστικό και τις 100.000 ευρώ, αν είναι ενυπόθηκο επιχειρηματικό.

3. Η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας δεν ξεπερνά τις 250.000 ευρώ, αν πρόκειται για στεγαστικό δάνειο και τις 175.000 ευρώ για επιχειρηματικό.

4. Το εισόδημα για να είναι επιλέξιμος ένας δανειολήπτης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 36.000 ευρώ για πενταμελή οικογένεια (12.500 + 8.500 για σύζυγο + 5.000 για κάθε παιδί και μέχρι τρία παιδιά).

5. Ανώτερο ύψος των καταθέσεων 15.000 ευρώ (συμπεριλαμβάνονται περιλαμβάνονται μετοχές, ομόλογα, κοσμήματα, ράβδοι χρυσού, πολύτιμοι λίθοι)

6. Η αξία της υπόλοιπης ακίνητης περιουσίας και των μεταφορικών μέσων του δανειολήπτη, του συζύγου και των προστατευόμενων μελών δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 80.000 ευρώ.

Τρεις προτάσεις βρίσκονται σήμερα στο τραπέζι για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων και τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Ωστόσο, και οι τρεις είναι ακανθώδεις, καθώς προϋποθέτουν κρατική στήριξη -δηλαδή επιβάρυνση του Έλληνα φορολογούμενου- ενώ επηρεάζουν σοβαρά και τα δημοσιονομικά μεγέθη.

Οι πολέμιοι της πρότασης υποστηρίζουν πως μια προληπτική ανακεφαλαιοποίηση δεν θα συγκέντρωνε τη συμμετοχή των ιδιωτών μετόχων των τραπεζών και θα «κρατικοποιούσε» τις τράπεζες. Υπογραμμίζουν δε πως μια τέτοια κίνηση ουσιαστικά θα διόγκωνε το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδος και θα οδηγούσε σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

Η δεύτερη πρόταση για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, είναι και αυτή που εξετάζει η κυβέρνηση, μαζί με τους θεσμούς και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτή προβλέπει την τιτλοποίηση «κόκκινων» δανείων με την εγγύηση του Δημοσίου (Asset Protection Scheme). Η λύση αυτή έχει εγκριθεί στο παρελθόν από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εφαρμόζεται ήδη από τις ιταλικές τράπεζες.

Η τιτλοποίηση με εγγύηση του Δημοσίου επιτρέπει στις τράπεζες να εκδώσουν ομόλογα διαφορετικής διαβάθμισης (senior, mezzanine και junior), ανάλογα με το ρίσκο κάθε χαρτοφυλακίου δανείων που ενσωματώνεται σε κάθε τίτλο και να τα πωλήσουν σε επενδυτές. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο για το Asset Protection Scheme το Δημόσιο θα μπορούσε να χορηγήσει εγγυήσεις 5 δισ. ευρώ για να καλύψει συνολικά χαρτοφυλάκια «κόκκινων» δανείων ύψους 15 – 17 δισ. ευρώ.

Ένα από τα προβλήματα αυτής της πρότασης έχουν να κάνουν με το κόστος που θα καταβάλουν οι τράπεζες για να λάβουν την εγγύηση του Δημοσίου, αλλά και το πώς η χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος και συνακόλουθα η μειωμένη «αξία» της εγγύησης του Δημοσίου, θα επηρεάσουν την τιμή εκάστου ομολόγου του τιτλοποιημένου χαρτοφυλακίου.

Και η συγκεκριμένη πρόταση θα έχει δημοσιονομικό αντίκτυπο, αλλά αυτός ο κίνδυνος θα εξαρτηθεί από το ύψος των εγγυήσεων που θα καταπέσουν, εάν καταπέσουν. Δηλαδή εάν και θα παρασχεθούν εγγυήσεις 5 δισ. ευρώ, αυτές δεν θα επιβαρύνουν άμεσα τα δημοσιονομικά μεγέθη. Αυτό γίνεται διότι λόγω της μεθοδολογίας διάθεσης των εσόδων στις διάφορες τάξεις των ομολογιών, η πιθανότητα κατάπτωσης της εγγύησης του Δημοσίου σε αυτό της υψηλότερης διαβάθμισης (senior) είναι περιορισμένη.

 

Η τρίτη πρόταση για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, είναι αυτή που έχει παρουσιάσει η Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτή επικεντρώνεται στη χρήση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (Deffered Tax Credits) των τραπεζών στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός οχήματος ειδικού σκοπού (SPV) που προσομοιάζει σε μια «κακή» τράπεζα (Asset Management Company).

Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς των τραπεζών, σε SPVs. Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην καθαρή λογιστική αξία (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβαστεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τις τιμές της αγοράς.

Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση των Εταιρειών Ειδικού Σκοπού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια της συναλλαγής).Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, οι Εταιρείες Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσουν σε έκδοση τιτλοποίησης που θα περιλαμβάνει τρεις τάξεις ομολογιακών τίτλων υψηλής (senior), μεσαίας (mezzanine) και μειωμένης εξασφάλισης (subordinated junior/equity).

Η αποτίμηση των δανείων που θα μεταβιβαστούν θα ανατεθεί σε ανεξάρτητους τρίτους φορείς, ενώ την τελική δομή της συναλλαγής θα καθορίσουν οι συντονιστές της τιτλοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά. Τη διαχείριση του σχήματος θα αναλάβουν αποκλειστικά εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.

Η ΤτΕ προτείνει στα SPVs να μεταβιβαστούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους περίπου 40 δισ. ευρώ, δηλαδή το σύνολο των καταγγελμένων δανείων, μαζί με αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ύψους 7,4 δισ. ευρώ.

Αυτή η πρόταση είναι προβληματική, διότι δημιουργεί άμεσο κεφαλαιακό άνοιγμα στις τράπεζες, καθώς τους αφαιρεί μέρος του Deffered Tax Credit που έχουν αναγνωρίσει ως κεφάλαιο. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι πως το Ελληνικό Δημόσιο θα επιβαρυνθεί με το σύνολο της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταφερθεί στα οχήματα ειδικού σκοπού και θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση. Δηλαδή το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επιβαρυνθεί με ένα ποσό ύψους 7,4 δισ. ευρώ, το οποίο θα το πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος.

Η θέση του ΔΝΤ

Το ΔΝΤ προειδοποιήσει πως τυχόν καθυστερήσεις στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα επιβραδύνουν την εξομάλυνση των τραπεζικών χορηγήσεων και θα αφήσουν το τραπεζικό σύστημα ευάλωτο σε καθοδικούς κινδύνους όπως οι αυστηρότερες οικονομικές και νομισματικές συνθήκες. Αυτό, κατά το ΔΝΤ, θα μπορούσε με τη σειρά του να οδηγήσει σε μια ανατροφοδοτούμενη κρίση, με μείωση της εμπιστοσύνης, επανεμφάνιση των προβλημάτων ρευστότητας και εξάντληση των τραπεζικών κεφαλαίων.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω το ΔΝΤ προτείνει το «κτίσιμο» κεφαλαίων για τη στήριξη των φιλόδοξων στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, είτε μέσω αυξήσεων κεφαλαίου, είτε με έκδοση ομολόγων που δεν θα οδηγούν σε απίσχναση των παλαιών μετόχων, αλλά και προσεκτική αξιολόγηση των επιλογών εμπλοκής του κράτους στη μείωση του συνολικού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδο συστήματος. Τέτοιες στρατηγικές κατά το ΔΝΤ «μπορεί να καταστούν αναπόφευκτες» εάν οι ιδιωτικές λύσεις αποτύχουν να επιταχύνουν τη βιώσιμη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Για τις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η ελληνική οικονομία, παρόλο που υπάρχουν θετικές εξελίξεις, κάνει λόγο ο οίκος αξιολόγησης Fitch σε νέα έκθεσή του για την Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, είναι σημαντικός ο δημοσιονομικός κίνδυνος αφενός από τις δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων και αφετέρου από το τραπεζικό σύστημα λόγω των «κόκκινων» δανείων.

Παράλληλα, ο Fitch προειδοποιεί πως ο κίνδυνος χρηματοπιστωτικής αστάθειας είναι υπαρκτός, ενώ δεν αποκλείει την επιστροφή των capital controls σε περίπτωση που η δημοσιονομική προσαρμογή εκτροχιαστεί.

Όπως αναφέρει η έκθεση, η αξιολόγηση «ΒΒ-» της Ελλάδας στηρίζεται σε υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ εκείνα των χωρών με αξιολόγηση στην κατηγορία «ΒΒ» και «ΒΒΒ». Η διακυβέρνηση είναι επίσης σημαντικά ισχυρότερη από ό,τι στις περισσότερες χώρες με παρόμοιο rating. Το προφίλ του χρέους γενικής κυβέρνησης είναι εξαιρετικά ευνοϊκό και οι πρόσφατες δημοσιονομικές επιδόσεις είναι ισχυρότερες σε σχέση με αυτές των άλλων χωρών ίδιας αξιολόγησης. Παρά τους θετικούς αυτούς παράγοντες η ελληνική οικονομία είναι αντιμέτωπη με τέσσερις σημαντικές προκλήσεις, όπως προειδοποιεί ο Fitch. Τα υψηλά αποθέματα χρέους της γενικής κυβέρνησης και καθαρού εξωτερικού χρέους, το ασθενές μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα, βαραίνουν τις προοπτικές της χώρας.

Πάντως, η ανάκαμψη της επενδυτικής ζήτησης, η μείωση του ποσοστού ανεργίας, το αυξανόμενο διαθέσιμο εισόδημα και η μέτρια δημοσιονομική χαλάρωση έχουν ως στόχο την υποστήριξη της εγχώριας ζήτησης, η οποία θα αντισταθμίσει την αρνητική συμβολή του ΑΕΠ από το καθαρό εμπόριο. Μετά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,0% το 2018, η Fitch αναμένει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα επιταχυνθεί στο 2,3% το 2019 και στο 2,2% το 2020. Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ιδιωτική κατανάλωση ενισχύονται περαιτέρω από την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού στο πλαίσιο της αύξησης της κατανάλωσης, προσθέτει ο οίκος.

Παράλληλα, επισημαίνεται η βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της χώρας, καθώς η Ελλάδα σημείωσε πλεόνασμα του προϋπολογισμού ύψους 0,6% του ΑΕΠ το 2018, λόγω των υψηλότερων εσόδων και της συγκράτησης των δαπανών. Αυτό σημαίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε στο 3,7% του ΑΕΠ. Αναμένει ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν θα χαλαρώσει και «βλέπει» πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,4% του ΑΕΠ το 2019 και 3,3% το 2020.

Ωστόσο, όπως τονίζει ο οίκος, παρά τις θετικές εξελίξεις, υπάρχουν δύο σημαντικοί κίνδυνοι στα δημοσιονομικά της Ελλάδας το 2019 και 2020. Ο μεγαλύτερος αφορά τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις κατά των περικοπών των συντάξεων του 2012 και τις εκκρεμείς αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού του 2016. Οι εκτιμήσεις γύρω από το δυνητικό δημοσιονομικό κόστος ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό και εξαρτώνται από τις λεπτομέρειες της τελικής απόφασης. Παρόλο που η κυβέρνηση άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων, αυτές οι αποφάσεις συμβάλλουν στην αβεβαιότητα, καθώς η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει έκτακτα μέτρα εάν δεν υπάρξει αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων, όπως επισημαίνει ο Fitch.

Επίσης, ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος αφορά τον τραπεζικό κλάδο και το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων, τα οποία συνεχίζουν να βρίσκονται στο επίκεντρο της οικονομίας. Η δυναμική χρηματοδότησης βελτιώνεται συνεχώς, αλλά η ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού παραμένει αδύναμη. Η οικονομική ανάκαμψη, οι αυξημένες πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και, σε μικρότερο βαθμό, οι εξωδικαστικοί συμβιβασμοί αναμένεται να βοηθήσουν τις τράπεζες να πετύχουν τους νέους στόχους για τα «κόκκινα» δάνεια του SSM έως το 2021 (μεταξύ 17% και 22%).

Ωστόσο, χωρίς πιο ουσιαστικές πρωτοβουλίες, θα είναι δύσκολο να επιταχυνθεί η μείωση των «κόκκινων» δανείων σε έναν ρυθμό που θα στηρίζει πλήρως την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, κατά την άποψη του οίκου. Τα δύο σχέδια που έχουν προταθεί από το ΤΧΣ και την ΤτΕ είναι θετική εξέλιξη αλλά έχουν σημαντικούς κινδύνους εκτέλεσης και ακόμα πολλούς αγνώστους, ενώ και να εφαρμοστούν οι επιπτώσεις τους δεν θα φανούν φέτος αλλά στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.

Όσον αφορά το πολιτικό σκηνικό, η οίκος αξιολόγησης επισημαίνει πως οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν έως τον Οκτώβριο του 2019. Όπως εκτιμά, η δημοσιονομική πειθαρχία θα διατηρηθεί, τη στιγμή που οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων πιστωτών έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Αυτό μειώνει τον κίνδυνο η μελλοντική κυβέρνηση να αντιστρέψει δραματικά την πορεία της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις πρέπει να διατηρήσουν τα πρωτογενή πλεονάσματα για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και αυτό μπορεί να δημιουργήσει πολιτικές προκλήσεις.

πηγή newpost.gr

Πλαίσιο προστασίας στην πρώτη κατοικία σε όσους πραγματικά έχουν ανάγκη, προσφέρει ο νέος νόμος «Κατσέλη» που βρίσκεται στο τελικό στάδιο διαβούλευσης πριν την νομοθέτηση του, μετά και τη συμφωνία κυβέρνησης- τραπεζιτών.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές που μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, το υπό διαμόρφωση τελικό σχέδιο που θα αντικαταστήσει το «νόμο Κατσέλη», που παύει να ισχύει από τα τέλη Φεβρουαρίου, θα έχει ως αποτέλεσμα ποσοστό μεγαλύτερο του 80% των κόκκινων δανείων που συνδέονται με πρώτη κατοικία, να πληρούν τις προϋποθέσεις για να ενταχθούν στον νέο νόμο, ενώ ιδιαίτερα θετικό κρίνεται για τους δανειολήπτες το γεγονός ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, από αυτά που θα ενταχθούν στον νέο νόμο σχεδόν όλα θα είναι επιλέξιμα για επιδότηση.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία από μέρους των τραπεζών, από τα περίπου 240.000 στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια που βρίσκονται στο «κόκκινο», τα 200.000, περίπου, εκτιμάται ότι θα εγκριθούν προς ρύθμιση μέσω της νέας πλατφόρμας, η οποία θα αντικαταστήσει τις δικαστικές αίθουσες.

Η πλατφόρμα αυτή θα λειτουργεί με έναν αλγόριθμο, ο οποίος θα εξετάζει εάν πληρούνται ταυτόχρονα κριτήρια όπως το ανεξόφλητο υπόλοιπο οφειλής να είναι έως 130.000 ευρώ, η αντικειμενική αξία πρώτης κατοικίας έως 250.000 ευρώ και το οικογενειακό εισόδημα από 12.500 έως 30.000 ευρώ, περίπου, για ένα άτομο και πενταμελή οικογένεια, αντίστοιχα. Επίσης θα υπολογίζονται κριτήρια όπως εάν ο οφειλέτης έχει καταθέσεις σε άλλες τράπεζες ή έχει περιουσιακά στοιχεία που ενδέχεται να αποφέρουν εισόδημα.

Στην περίπτωση που η αίτηση πληροί τις προϋποθέσεις, η τράπεζα, σύμφωνα πάντα με πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ, θα κάνει πρόταση ρύθμισης στον οφειλέτη, η οποία θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων επιμήκυνση δανείου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της μηνιαίας δόσης έως και 30%, μείωση του επιτοκίου καθώς και κούρεμα της οφειλής, το οποίο δεν θα είναι οριζόντιο αλλά θα εξετάζεται υπό προϋποθέσεις.

Σύμφωνα με πληροφορίες, εφόσον ένας οφειλέτης πληροί τα ανωτέρω κριτήρια, θα είναι επιλέξιμος για κρατική επιδότηση.

Όπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η συμφωνία που έχει επέλθει και θα οδηγήσει στο νέο «νόμο Κατσέλη» κρίνεται θετική καθώς επιλύεται μια βασική εκκρεμότητα. Αναφορικά με τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν στον σχηματισμό νέων προβλέψεων, επισημαίνουν ότι εάν και είναι νωρίς ακόμη να υπολογισθούν με ακρίβεια θα είναι διαχειρίσιμες.

Οι τράπεζες γενικότερα, όπως αναφέρουν επιτελικά στελέχη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δίνουν μεγάλη έμφαση στη διαφύλαξη της κουλτούρας πληρωμής και ειδικότερα στη μεγάλη προσπάθεια που κάνουν στη μάχη των στρατηγικών κακοπληρωτών, δηλαδή όσων έχουν τη δυνατότητα να αποπληρώνουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις αλλά συνειδητά δεν το κάνουν αποκρύπτοντας εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία. Οι στρατηγικοί κακοπληρωτές σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις αποτελούν το 20-25% του συνόλου των δανειοληπτών που έχουν κόκκινα δάνεια. Αριθμός, όμως, που μειώνεται σημαντικά με την έναρξη των πλειστηριασμών ακινήτων μετά από πάγωμα ετών που είχε προηγηθεί.

Με την επίλυση και του ζητήματος του θέματος του «νόμου Κατσέλη» οι τράπεζες στρέφουν πλέον με μεγαλύτερη ένταση την προσοχή τους στο πραγματικό τους έργο, που δεν είναι άλλο παρά η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για τη διατήρηση και ενίσχυση των αναπτυξιακών ρυθμών της χώρας.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ επιτελικό στέλεχος συστημικής τράπεζας: «Καμία συμφωνία, κανένας νέος νόμος και καμιά πρωτοβουλία δεν πρόκειται να πιάσουν τόπο εάν δεν εδραιωθούν οι θετικοί αναπτυξιακοί ρυθμοί που έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία. Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων θα λυθεί οριστικά από τα οφέλη που θα υπάρξουν στην οικονομία και στα εισοδήματα των πολιτών από τους βιώσιμους αναπτυξιακούς ρυθμούς της οικονομίας. Για το λόγο αυτό το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί με τη συμβολή όλων είναι η διατήρηση και ενίσχυση της ανάπτυξης που έχει ήδη ξεκινήσει μετά μια δεκαετή, σχεδόν, περίοδο ύφεσης».

Ο Τομεάρχης Τουρισμού της Νέας Δημοκρατίας και Βουλευτής Δωδεκανήσου, κ. Μάνος Κόνσολας, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Στη χθεσινή ομιλία μου στη Βουλή για τα «κόκκινα δάνεια» αναφέρθηκα στις δηλώσεις του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης, κ. Δραγασάκη, ο οποίος άνοιξε θέμα νέας ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών.
Ο κ. Δραγασάκης, παίρνοντας το λόγο, ουσιαστικά, επιβεβαίωσε όσα είπα.
Η κυβέρνηση, έχοντας καθυστερήσει τέσσερα (4) χρόνια να φέρει μια ρεαλιστική και ορθολογική λύση για τα «κόκκινα δάνεια», οδηγεί, πλέον, τα πράγματα σε επώδυνες λύσεις για όλους. Για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, για το δημόσιο, αλλά και για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Το πρόβλημα ήταν μεγάλο, αλλά το κατέστησε ακόμα μεγαλύτερο η καθυστέρηση και η αναβλητικότητα της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα.
Η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν καταθέσει τη μοναδική ρεαλιστική πρόταση για τα «κόκκινα δάνεια» των επιχειρήσεων.
Ο στόχος είναι να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτές τις επιχειρήσεις, με δύο απλά βήματα:
1ον: Οι τράπεζες να υποχρεώνονται να προτείνουν την αναδιάρθρωση των χρεών του οφειλέτη με βάση τις προβλέψεις που έχουν ήδη γίνει από τις ίδιες.
2ον: Εφόσον επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ οφειλέτη και τραπεζών, το ποσοστό της διαγραφής να συμπαρασύρει αυτόματα και αναλογικά όλες τις προσαυξήσεις και τα πρόστιμα προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία.
Είναι ο μόνος τρόπος για να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία και να διασωθούν επιχειρήσεις, αλλά και για να μην υπάρχουν απώλειες για το τραπεζικό σύστημα, που θα κληθούν να τις καλύψουν οι φορολογούμενοι πολίτες με νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Η πρόταση αυτή, είναι η μόνη λύση, αφού ο εξωδικαστικός μηχανισμός απέτυχε και είναι αδύνατον να ενταχθούν σε αυτόν επιχειρήσεις».

 

kalimnos

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot