Οι υπάλληλοι που προσλήφθηκαν με πλαστά πτυχία σπουδών δικαιούνται σύνταξη, όπως αποφάσισε το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Η είδηση γνωστοποιήθηκε από τον δικηγόρο, κ. Κωνσταντίνο Τσουκαλά, ο οποίος κάνει γνωστό πως οι κάτοχοι πτυχίων… μαϊμού που προσελήφθησαν στο Δημόσιο και ανακαλύφθηκε η δράση τους, δικαιούνται νόμιμης συνταξιοδότησης.

Ακολουθεί απόσπασπα του κειμένου του:

“Ο λόγος για την υπ’ αριθ. 1820/2021 αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή έφεση δημοσίου υπαλλήλου, του οποίου είχε ανακληθεί ο διορισμός λόγω πλαστού πτυχίου, και ακυρώθηκε η πράξη του Γενικού Λογιστηρίου, η οποία απέρριψε το αίτημά του να συνταξιοδοτηθεί, αναπέμποντας τελικά την υπόθεση εκ νέου στο Γενικό Λογιστήριο, προκείμενου να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω γήρατος.
Η Ολομέλεια του ανώτατου Δικαστηρίου για συνταξιοδοτικά ζητήματα δημοσίων υπαλλήλων έκρινε πως οι υπάλληλοί που προσελήφθησαν με παραποιημένους τίτλους σπουδών ή απολυτήρια Λυκείου, δικαιούνται κανονικά να λάβουν σύνταξη , παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ο νόμιμε προϋποθέσεις διορισμού τους, αλλά ότι αυτή θα κανονιστεί με τις μισθολογικές αποδοχές των πραγματικών προσόντων τους . Στην προκειμένη περίπτωση υπάλληλος που διορίστηκε με παραποιημένο απολυτήριο Λυκείου θα συνταξιοδοτηθεί . όχι όμως ως ΔΕ αλλά ως ΥΕ.

Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, όταν διαπιστωθεί, κατά τον έλεγχο νομιμότητας πτυχίων, πιστοποιητικών και λοιπών στοιχείων του προσωπικού μητρώου των υπαλλήλων, ότι ο τίτλος σπουδών που υπέβαλε ο υπάλληλος στην αρμόδια υπηρεσία του, προκειμένου να διοριστεί, ήταν πλαστός, τότε ανακαλείται ο διορισμός του. Στην περίπτωση αυτή ο υπάλληλος δεν δικαιούται σύνταξη για όσα χρόνια εργάστηκε και ασφαλίστηκε στο Δημόσιο, με το σκεπτικό ότι από την ανάκληση του διορισμού καταλύεται ο δημιουργηθείς υπαλληλικός δεσμός και ο διορισθείς θεωρείται ότι δεν απέκτησε ποτέ την ιδιότητα του υπαλλήλου, με συνέπεια ο χρόνος υπηρεσίας που παρασχέθηκε από αυτόν επί τη βάσει του ανακληθέντος διορισμού να μην αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και να μην υπολογίζεται ως συντάξιμος.

Ωστόσο, η μέχρι τώρα πρακτική του Δημοσίου παρέβλεπε το πραγματικό γεγονός της παροχής εκ μέρους του υπαλλήλου εργασίας επί σειρά ετών και την παρακράτηση από το μισθό του ασφαλιστικών εισφορών. Ο δε μισθός του θα κατεβάλλετο κανονικά στον υπάλληλο ως αντιπαροχή για την εργασία του, ακόμη και στην περίπτωση άκυρης συμβάσεως εργασίας.

Συγκεκριμένα, επί του ανωτέρω σοβαρού ζητήματος το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι:
«… το δικάσαν Τμήμα, κατ’ αποδοχή των προσβαλλόμενων λόγων έφεσης περί παραβίασης α) της αρχής της αναλογικότητας, β) των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, καθώς και γ) του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δέχθηκε ότι μη νομίμως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη η αίτηση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου για τον κανονισμό σε αυτόν σύνταξης από το Δημόσιο, με την αιτιολογία ότι η περί τα 17 έτη υπηρεσία του στο Δημόσιο δεν δύναται να αναγνωρισθεί ως συντάξιμη λόγω της ανάκληση της πράξης διορισμού του. Και τούτο, διότι η στέρηση σύνταξης σε υπάλληλο του οποίου ανακλήθηκε ο διορισμός μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν, όπως εν προκειμένω, και ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς του κατά την πρόσκληση ή υποβοήθηση του παράνομου διορισμού, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 17 παρ. 1, 25 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος, στις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης…».

Ειδικότερα, για την συγκεκριμένη περίπτωση το γραφείο μας είχε υποστηρίξει ότι με την ανάκληση του διορισμού δεν καταλύεται και ο δημιουργηθείς υπαλληλικός δεσμός ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο διορισθείς δεν απέκτησε ποτέ την ιδιότητα του υπαλλήλου, με συνέπεια ο χρόνος υπηρεσίας που παρασχέθηκε από αυτόν να αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και ως εκ τούτου να υπολογίζεται ως συντάξιμος και να πρέπει να χορηγηθεί στον υπάλληλο η σύνταξη γήρατος που δικαιούται. Άλλωστε, οι αποδοχές που καταβλήθηκαν στον υπάλληλο δε θεωρούνται αχρεωστήτως καταβληθείσες, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα προέκυπτε αδικαιολόγητος πλουτισμός του Δημοσίου που αξιοποίησε την εργασία και τις υπηρεσίες του υπαλλήλου χωρίς να έχει καταβάλει το αναλογούν αντίτιμο, γεγονός που γεννά αξίωση αποζημίωσης υπέρ του υπαλλήλου.

Η συγκεκριμένη κατηγορία υπαλλήλων έχουν πληρώσει από το μισθό τους για μια μελλοντική παροχή, από την οποία δεν είναι εύλογο να αποκλειστούν, σύμφωνα με τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και αναλογικότητας, όσο και με την συνταγματική προστασία της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η αναγνωριζόμενη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση τους για λήψη σύνταξης, η οποία αποτελεί στοιχείο της περιουσίας τους, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί με νομοθετική ή άλλη ρύθμιση, αν δεν τηρείται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του επιδιωκόμενου γενικού συμφέροντος και της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος στη λήψη σύνταξης. Δεδομένου ότι η αξίωση για λήψη σύνταξης απορρέει απευθείας από την εργασιακή τους σχέση με το Δημόσιο, ενώ έχει χρηματοδοτηθεί από παρακρατούμενες από το μηνιαίο μισθό τους εισφορές, καθίσταται σαφές ότι η ολοκληρωτική αποστέρηση της σύνταξής τους προσκρούει τόσο στην προστασία της περιουσίας με το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. όσο και στη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

Επ’ αυτού το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε:
«…. η μη αναγνώριση ως συντάξιμης της διανυθείσας υπηρεσίας στο Δημόσιο λόγω ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν και η εξ αυτού του λόγου μη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη αντιβαίνει και στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ», «…. η για μακρότατο χρόνο de facto απασχόληση του έστω κακόπιστου υπαλλήλου, χωρίς το Δημόσιο ως εργοδότης να ασκεί την προβλεπόμενη στον νόμο ευχέρειά του για έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών, αρμοδιότητα που εντασσόταν στη σφαίρα ευθύνης του προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας στην πρόσβαση σε δημόσιο θέση, γενικά κατά το εθνικό δίκαιο αξίωση του υπαλλήλου για καταβολή αμοιβής κάποιου ύψους και για καταβολή ανάλογης προς αυτήν σύνταξης, ενόψει όσων έγιναν δεκτά σε προηγούμενες σκέψεις. Η αξίωση δε αυτή εφόσον αναγνωρίζεται ως άνω κατά το εθνικό δίκαιο, εμπίπτει συνακόλουθα και στο προστατευτικό πεδίο της οικείας διάταξης της ΕΣΔΑ {βλ. κατ’ αναλογία απόφ. ΕΔΔΑ της 5ης Ιανουαρίου 2000, Beyeler κατά Ιταλίας (33202/96), σκ. 104, 119}. Σε κάθε δε περίπτωση, η πλήρης στέρηση της σύνταξης του εν λόγω υπαλλήλου και η συνδεόμενη με αυτήν υγειονομική περίθαλψη χωρίς, υπό τις συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις, να παρέχεται η δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης για τη διανυθείσα υπηρεσία από φορέα κοινωνικής ασφάλισης, διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του κατ’ αρχήν θεμιτού σκοπού του μέτρου και των δικαιωμάτων του υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, παραβιάζει τη διάταξη αυτή της ΕΣΔΑ {πρβλ. της 22ας Οκτωβρίου 2009, Αποστολάκης κατά Ελλάδος (39574/07)}. », «…το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, όταν κρίνει ότι η άρνηση της Διοίκησης να αναγνωρίσει τον διανυθέντα χρόνο στο Δημόσιο ως συντάξιμο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, δύναται να προβεί σε ιδίαν αυτού ουσιαστική κρίση τόσο επί της υποχρέωσης της Διοίκησης να αναγνωρίσει το χρόνο αυτόν υπηρεσίας όσο και ως προς διαμόρφωση του περιεχομένου του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας….», «… το ποσό της καταβλητέας σύνταξης δεν μπορεί να ισούται με το ποσό που θα ελάμβανε ο υπάλληλος εάν είχε νομίμως συσταθεί η υπαλληλική σχέση, καθόσον τούτο θα έθιγε κατά τα προεκτεθέντα την αρχή της ισότητας εξομοιώνοντας ανόμοιες μεταξύ τους κατηγορίες…».

Κατόπιν της έκδοσης αυτής της θετικής και δίκαιης απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και παρά την αναίρεση που άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο, ανοίγει ο δρόμος για την οριστική επίλυση του προβλήματος αρκετών ασφαλισμένων του Δημοσίου, μιας απόφασης που μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για μια νομοθετική πρωτοβουλία που στόχο θα έχει την τακτοποίηση του επίμαχου ζητήματος.

Και στο παρελθόν το γραφείο μας έχει ασχοληθεί με το σχετικό ζήτημα του πραγματικού γεγονός της παροχής εργασίας σε ποινικό επίπεδο, όπου η συγκεκριμένη υπάλληλος αντιμετώπιζε τις κατηγορίες της απάτης, της πλαστογραφίας με σκοπούμενο όφελος και της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Τότε είχαμε υποστηρίξει ότι είναι αδιανόητο να ομιλούμε για ζημία και εν προκειμένω ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς οι υπηρεσίες για τις οποίες έλαβε εκείνη μισθό, παρεσχέθησαν κανονικά και το Δημόσιο, με αποτέλεσμα εκείνο να μην ζημιώθηκε. Ακόμη και αν θεωρηθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 3, 174, 180, 904 και 908 ΑΚ προκύπτει ότι επί παροχής εργασίας υπό άκυρη, για οποιονδήποτε λόγο σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολόγητα πλουσιότερος, στη απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε (από την εργασία του μισθωτού), η οποία συνίσταται σε ό,τι αυτός θα κατέβαλλε, αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος κ.λ.π.

Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται παράνομο περιουσιακό όφελος εις βάρος του Δημοσίου. Βλάβη έχει υποστεί μόνο εκείνος, ο οποίος παρακάμφθηκε από τον διορισμό του υπαλλήλου με το πλαστό πτυχίο. Στην περίπτωση εκείνη η συγκεκριμένος υπάλληλος είχε απαλλαχθεί από οποιαδήποτε κατηγορία με βούλευμα του Τριμελούς Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το σκεπτικό ότι «η κατηγορουμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης, απασχολήθηκε σε θέση ανάλογη αυτής για την οποία προσλήφθηκε, που ανταποκρίνεται απολύτως στα πραγματικά προσόντα της, προσφέροντας την προσδοκώμενη υπηρεσία ως τραπεζοκόμος … Συνεπώς, η περιουσιακή παροχή, στην οποία προέβη το Ελληνικό Δημόσιο, καταβάλλοντας στην κατηγορουμένη τις σχετικές αποδοχές της, ανερχόμενες στο ποσό των 310.235,12 ευρώ καθ’ όλο το διάστημα της απασχόλησής της, αντισταθμίστηκε πλήρως από την αντίστοιχη ισάξια αντιπαροχή της χρήσιμης και προσήκουσας εργασίας, που αυτή του προσέφερε, με αποτέλεσμα να μην υποστεί καμία βλάβη η περιουσία του και η οικονομική της αξία να παραμείνει αναλλοίωτη, όπως βασίμως υποστηρίζει η κατηγορουμένη.

Εφόσον, λοιπόν, δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση περιουσιακή βλάβη, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το έγκλημα της απάτης, ακόμη και στην πλημμεληματική του μορφή. Ενόψει τούτων πρέπει να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της κατηγορουμένης για την πράξη της απάτης κατ΄ εξακολούθηση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με συνολικό όφελος που πέτυχε ο δράστης και αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, με συνολικό όφελος που πέτυχε ο δράστης και αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ, ο δε δράστης εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος αυτού, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα στις 14-11-1996 …».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το ανώτατο Δικαστήριο, όπου στην ιστορικής σημασίας υπ’ αριθμόν 1820/2021 απόφασή του έκρινε ότι: «…εξετάζοντας τους λοιπούς λόγους έφεσης που δεν εξετάστηκαν από το δικάσαν Τμήμα, κρίνει ότι ο προβαλλόμενος από τον εκκαλούντα λόγος ότι κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και του άρθρου 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη του ΓΛΚ η αίτησή του για κανονισμό σύνταξης από το Δημόσιο είναι βάσιμος και συνεπώς η πράξη αυτή πρέπει, εξ αυτού του λόγου, να ακυρωθεί », « … στον εκκαλούντα πρέπει να κανονιστεί σύνταξη, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, με βάση το τυπικό προσόν της κατηγορίας που πράγματι κατείχε κατά το διορισμό του, το επιβληθέν δε αυτό μέτρο δεν είναι τέτοιας έντασης που να μπορεί να χαρακτηριστεί ότι συνιστά ποινή – κύρωση, ενώ λόγω του κανονισμού δεν τίθεται πλέον ζήτημα απώλειας της ιατροφαρμακευτικής κάλυψης. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση το ως άνω επιβληθέν αποκαταστατικό μέτρο δεν συντρέχει με οποιοδήποτε άλλο μέτρο ή ποινή, οπότε να εγείρεται τυχόν ζήτημα ‘’ διπλής κύρωσης’’, αφού ο ίδιος ο εκκαλών στο από 13.5.2019 υπόμνημά του ενώπιον της Ολομέλειας αναφέρει ότι ‘’ουδέποτε μου ζητήθηκε να επιστρέψω αχρεωστήτως καταβληθέντες μισθούς για το ανωτέρω χρονικό διάστημα της Υπηρεσίας μου στο Δημόσιο, ούτε εκδόθηκε ποτέ καταδικαστική απόφαση σε βάρος μου για απάτη ή υπεξαίρεση», « … το Δικαστήριο αναγνώρισε στον εκκαλούντα ένα συνταξιοδοτικό δικαίωμα που αντιστοιχεί στην de facto απασχόλησή του.», «… το Δημόσιο … να του καταβάλει τη σύνταξη που θα εδικαιούτο εάν δεν είχε χωρήσει η ανάκληση του διορισμού του, με βάση όμως, το τυπικό προσόν της Κατηγορίας που πράγματι κατείχε κατά το διορισμό του, ήτοι της Κατηγορίας ΥΕ, τούτο δοθέντος ότι η εννεαετής φοίτηση είναι κατά το άρ. 16 παρ. 3 του Συντάγματος είναι υποχρεωτική».

Για τους ανωτέρω λόγους και με βάση την ανωτέρω εξέλιξη στο ανώτατο δικαστικό επίπεδο δέον όπως υπάρξει μία νομοθετική ρύθμιση τόσο για τη συγκεκριμένη κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων, των οποίων ανακλήθηκε ο διορισμός, ώστε να λαμβάνουν εκείνοι σύνταξη, όσο και για την ποινική δίωξη τους για το αδίκημα της υπεξαίρεσης».

https://eleftherostypos.gr/oikonomia/asfalisi-syntaxeis/871600-bomba-apo-to-elegktiko-synedrio-oi-ypalliloi-me-plasta-ptyxia-dikaiountai-syntaxi/

"Τέλος" στις διεκδικήσεις περίπου 300.000 συνταξιούχων του δημοσίου βάζει η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έκρινε συνταγματική την κατάργηση των δώρων που επιβλήθηκε το 2013.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου απέρριψε τη σχετική διεκδίκηση ενός συνταξιούχου στρατιωτικού, ο οποίος είχε δικαιωθεί πρωτόδικα. Με αυτή την απόφαση, οι διεκδικήσεις των συνταξιούχων του δημοσίου, από δω και στο εξής, θα περιορίζονται στο σκέλος των περικοπών που υπέστησαν οι κύριες συντάξεις τους, κατά τα μνημονιακά έτη.


Οι δικαστές έκριναν ότι οι αποφάσεις για κατάργηση του δώρου Χριστουγέννων, του δώρου Πάσχα και του επιδόματος αδείας για τους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα, προέκυψαν από την ανάγκη της χώρας να προχωρήσει το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.

 

Αξίζει να σημειωθεί πως αναμένεται και η απόφαση του ΣτΕ για επικούρηση και δώρα στον ιδιωτικό τομέα για να κριθεί αν πρέπει να επιστραφούν αναδρομικά ποσά για το χρονικό διάστημα Ιουνίου 2015 και Μαΐου 2016.

Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την υπ΄ αριθμ. 2020/2020 απόφασή της, αποφάνθηκε ότι ο «νόμος Κατρούγκαλου» (νόμος 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4670/2020) ως προς το κεφάλαιο τόσο της σύστασης του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) όσο και της καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους δεν προσκρούει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στις διατάξεις τους Συντάγματος.

 

Παράλληλα, οι δικαστές της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου παράπεμψαν στο 3ο Τμήμα του ίδιου δικαστηρίου να κρίνει για την ορθότητα ή μη της αναλογίας μεταξύ μισθού ενέργειας και σύνταξης.

Την Ολομέλεια του Ε.Σ. απασχόλησε το επίμαχο θέμα μετά από προδικαστικό ερώτημα που είχε σταλεί από το 3ο Τμήμα του ίδιου δικαστηρίου (απόφαση 277/2019) που είχε κρίνει με οριακή πλειοψηφία.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου με πρόεδρο τον Ιωάννη Σαρμά και εισηγήτρια τη σύμβουλο Ευαγγελία Σεραφή, αρχικά έκρινε ότι είναι συνταγματικώς ανεκτή η σύσταση νομικού προσώπου ως Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, στον οποίο το κράτος αναθέτει επιτροπικώς τη διαχείριση της υποχρέωσης του Δημοσίου να καταβάλει τις συντάξεις.

Όμως, ως απαραίτητη προϋπόθεση έθεσε το Ε.Σ. ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να απεκδύεται της άμεσης υποχρέωσής του για καταβολή των συντάξεων, καθιστάμενο τρίτος.

 


Ακόμη, η Ολομέλεια του Ε.Σ. αποφάνθηκε και τα εξής:

1) Επί του ερωτήματος αν η ίδρυση Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και η ανάληψη από αυτόν σύμφωνα με τον ν. 4387/2016 (όπως ισχύει σήμερα με τις τροποποιήσεις που δέχθηκε από το ν. 4670/2020) της υποχρέωσης καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους παραβιάζει το Σύνταγμα, η κρίση του Ε.Σ. είναι ότι δεν υφίσταται ζήτημα αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων.

2) Επί του ερωτήματος αν με τον τρόπο χρηματοδότησης, ορισμού και υπολογισμού των συντάξεων των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως ορίσθηκαν στον ν. 4387/2016, παραβιάζεται το Σύνταγμα ή υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες (ΕΣΔΑ), η κρίση του Ε.Σ. είναι ότι, εφόσον η σύνταξη που προκύπτει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων στο Σύνταγμα ή σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες και

3) Η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο 3ο Τμήμα προκειμένου αυτό να κρίνει για το εύλογο της αναλογία μισθού ενέργειας και σύνταξης.

Η Ολομέλεια του Ε.Σ. θεώρησε δεδομένο ότι και στην ισχύουσα πλέον νομοθεσία αναγνωρίζεται η ύπαρξη ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Περαιτέρω, έκανε δεκτό ότι το καθεστώς αυτό εντάσσεται στον ΕΦΚΑ για λόγους βιωσιμότητας του συστήματος και λογιστικής διαχείρισης και τέλος, έκρινε ότι η σύνταξη που καταβάλλεται στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους είναι συνέχεια του μισθού τους και όχι αναπλήρωση των αποδοχών ενεργείας.

 


Ακόμη, το δικαστήριο διαπιστώνει ότι η σύνταξη των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό αυτής με βάση τα δύο αυτής τμήματα, την εθνική και την ανταποδοτική άλλως αναλογική σύνταξη, δεν αποδίδει κατά διαφανή τρόπο την εύλογη αναλογία, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς.

Όμως, κατά την κρίση της Ολομέλειας του Ε.Σ., η έλλειψη διαφάνειας δεν στοιχειοθετεί αφ' εαυτής παραβίαση του Συντάγματος. Τούτο, διότι, δεν είναι το διαφανές του ποσοστού αναλογίας που αποτελεί αυτό που συνθέτει την εύλογη αναλογία, αλλά το εύρος της απόστασης μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξεως, όπως αυτό μπορεί να προκύψει από την εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων.

Κατόπιν αυτών, έκρινε ότι επαφίεται στον κοινό νομοθέτη να δώσει συγκεκριμένη αριθμητική αποτύπωση στις συνταγματικές απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης. Η αναλογία δε αυτή για τους χαμηλούς μισθούς πρέπει να είναι «όσο το δυνατόν εγγύτερα», για τους μέσους «να μην απομακρύνεται αισθητά» και για τους υψηλούς μισθούς «να μη στοιχειοθετεί ανατροπή του επιπέδου ζωής».

Επαφίεται δε στον νομοθέτη να διαρρυθμίσει περαιτέρω τις βάσεις υπολογισμού ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας, την κατηγορία, τον βαθμό, την ηλικία κ.λπ.

 https://www.dikaiologitika.gr/eidhseis/asfalish/315602/elegktiko-synedrio-gia-nomo-katroygkalou-syntagmatikos-o-efka-kai-oi-syntakseis-tou-dimosiou

Το Ελεγκτικό Συνέδριο υποστηρίζει πως το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο έχει διατηρήσει τον κορμό του νόμου Κατρούγκαλου και έχει προχωρήσει σε «επουσιώδεις αλλαγές»
Προβλήματα συνταγματικότητας εντοπίζει στη γνωμοδότησή του για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στη γνωμοδότησή του το Ελεγκτικό Συνέδριο υποστηρίζει πως το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο έχει διατηρήσει τον κορμό του νόμου Κατρούγκαλου και έχει προχωρήσει σε «επουσιώδεις αλλαγές».

Μάλιστα, όπως αναφέρεται σχετικά, εντάσσει και αυτό τους δημόσιους υπαλλήλους στον ΕΦΚΑ, γεγονός για το οποίο το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει εκφράσει την πάγια αντίθεση του, ενώ αντιθέτως το ΣτΕ, προσφάτως, το είχε κρίνει συνταγματικό.

«Με το επίμαχο νομοσχέδιο υιοθετούνται σε γενικό πλαίσιο οι ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 και επέρχονται επουσιώδεις τροποποιήσεις αυτού σε συγκεκριμένες διατάξεις που κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές» αναφέρεται χαρακτηριστικά. Στις παρατηρήσεις της γνωμοδότησης εντάσσεται και ο κίνδυνος έγερσης αξιώσεων από συνταξιούχους που εργάζονται από το 2016 και θεωρείται κρίσιμο να διευκρινιστεί από ποτέ θα ισχύει ο «κόφτης» του 30%.

Ωστόσο, οι διατυπωμένες θέσεις της Ολομέλειας έχουν καθαρά γνωμοδοτικό χαρακτήρα, με την κυβέρνηση να έχει τη δυνατότητα να μην τη λάβει υπόψη. Βέβαια, σε περίπτωση προσφυγής διαφόρων Σωματείων στη Δικαιοσύνη, τον τελικό λόγο για την συνταγματικότητα θα έχουν το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Η γνωμοδοτική επεξεργασία των νομοσχεδίων που έχουν ασφαλιστικό περιεχόμενο, προβλέπεται από το Σύνταγμα, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση η εισήγηση κάνει λόγο για σύγκρουση ορισμένων διατάξεων του επίμαχου νομοσχεδίου με τις συνταγματικές επιταγές.

Τα άρθρα του νομοσχεδίου που αντιμετωπίζουν «προβλήματα»
είναι τα 20-21,24-25 και 27. «Το επίμαχο νομοσχέδιο, εφόσον εξακολουθεί να στηρίζεται, όπως και ο προηγούμενος ασφαλιστικός νόμος 4387/2016, στην ενιαία ασφαλιστική αντιμετώπιση προσώπων που, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν μπορούν να υπαχθούν στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο σύνολό του» φέρεται να αναφέρει η γνωμοδότηση.

Για το άρθρο 24

«Επί της τροποποιούμενης παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 παρατηρείται ότι δεν παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου οι λόγοι που επιβάλλουν τη χρονική παράταση μέχρι και το 2024 στον τρόπο αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών με βάση τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή καθώς και οι λόγοι της μετάθεσης από το 2025 του τρόπου προσαύξησής τους με βάση τον δείκτη μεταβολής μισθών.

Επί της τροποποιούμενης παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 παρατηρείται ότι η αναφορά που γίνεται στην αιτιολογική έκθεση στις αρχές της ανταποδοτικότητας εισφορών και παροχών και της ανάγκης διασφάλισης από το χορηγούμενο ύψος του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ενός αναξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των ασφαλισμένων του δημοσίου τομέα μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία, παρίσταται αδόκιμη, δοθέντος ότι όσον αφορά στους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς και στους στρατιωτικούς οι αρχές που διέπουν το ειδικό συνταξιοδοτικό τους καθεστώς είναι αυτές της αναλογικότητας και της κατά το δυνατόν τήρησης εύλογης αναλογίας των συντάξεών τους με τις αποδοχές ενεργείας τους

Για το άρθρο 25

Στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης, όπως έχει διατυπωθεί, φαίνεται να υπάγονται και οι συνταξιούχοι που είχαν ήδη αναλάβει εργασία ή είχαν ήδη αποκτήσει ιδιότητα ή δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12.5.2016) και οι ακαθάριστες συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές, έχουν ήδη υποστεί περικοπή σε ποσοστό 60%, σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του ν. 4387/2016, όπως σήμερα ισχύει. Έτσι όμως προκύπτει και αναδρομική ισχύς της διάταξης, με συνέπεια ενδεχομένως να προκύπτουν αξιώσεις για επιστροφή της προκύπτουσας διαφοράς μεταξύ του αρχικώς θεσπισθέντος ποσοστού μείωσης της τάξης του 60% και της προβλεπόμενης με τη νέα διάταξη μείωσης του 30%.

Πρέπει να διευκρινισθεί αν οι συνταξιούχοι του Ε.Φ.Κ.Α. που από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12.5.2016) είχαν αναλάβει εργασία ή απέκτησαν ιδιότητα ή δραστηριότητα σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, οι οποίοι θα έχουν συμπληρώσει το 61ο και 62ο έτος της ηλικίας τους στις 28.2.2021 και την 1.3.2021 αντίστοιχα, υπάγονται στον κανόνα του αμέσως προηγούμενου εδαφίου, και οι ακαθάριστες κύριες και επικουρικές συντάξεις καθώς και οι προσυνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 30%. Υπό την εκδοχή ότι η διάταξη είναι αναδρομική, ενδείκνυται να ρυθμιστεί το ζήτημα που τίθεται για όσους εξ αυτών, μετά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (12.5.2016), είχαν αναλάβει εργασία ή είχαν ήδη αποκτήσει ιδιότητα ή δραστηριότητα σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και η καταβολή της σύνταξής τους είχε ανασταλεί πλήρως,σύμφωνα με τη διάταξη της ήδη ισχύουσας παρ. 2 του άρθρου 20.

Για το άρθρο 27 παρ. 5 και 6

Οι διατάξεις του άρθρου 27 καθιστούν 
ευνοϊκότερες τις ρυθμίσεις για τους συνταξιούχους που αναλαμβάνουν εργασία υπαγόμενη στον Ε.Φ.Κ.Α. (με τη μείωση του ποσοστού της παρακρατούμενης συντάξεως) ή σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης ειδικότερα (με τη θέσπιση ορίου ηλικίας για την πλήρη αναστολή της συντάξεως’), καθώς και με τον καθορισμό ανωτάτου ορίου καταλογισμού σε βάρος του συνταξιούχου, δεν δικαιολογείται επαρκώς η ευμενής ρύθμιση της παρ. 5, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο ερμηνεύον τις πάγιες διατάξεις του Συνταξιοδοτικού Κώδικα έχει αποφανθεί ότι ο χρόνος υπηρεσίας που διανύεται μετά την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία δεν προσμετρείται ως συντάξιμος στην υπηρεσία της προγενέστερης θέσης, βάσει της οποίας δικαιώθηκε ήδη συντάξεως.

Επί της παραγράφου 7 του νέου άρθρου 20

Στο εδ. β προβλέπεται ότι σε περίπτωση παράλειψης υποβολής δήλωσης από τον συνταξιούχο προς τον φορέα κύριας ασφάλισης του Ε.Φ.Κ.Α. ότι ανέλαβε εργασία ή απέκτησε ιδιότητα ή δραστηριότητα που υπάγεται υποχρεωτικά στον Ε.Φ.Κ.Α., καταλογίζεται με ποσό ίσο με το ύψος δώδεκα μηνιαίων συντάξεων. Η ρύθμιση αυτή, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένο ποσό καταλογισμού χωρίς το ποσό αυτό να συναρτάται ούτε με τον χρόνο που διήρκεσε η παράλειψη, ούτε με την ωφέλεια που αποκόμισε ο συνταξιούχος από αυτήν (ανάλογα με το αν θα έπρεπε να του καταβληθεί μειωμένη σύνταξη, κύρια και επικουρική ή να ανασταλεί πλήρως η καταβολή τους) ενδέχεται να εγείρει ζήτημα αντίθεσής της προς την αρχή της αναλογικότητας.

Η τελική επισήμανση της Ολομέλειας αναφέρει τα εξής:

Σημαντικά ζητήματα συνταγματικότητας του ν. 4387/2016 έχουν παραπεμφθεί από Τμήματα του Δικαστηρίου και εκκρεμούν ενώπιον της Ολομελείας, ως δικαιοδοτούντος οργάνου. Τέτοια ζητήματα είναι:

(α) η υπαγωγή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων και των στρατιωτικών σε ενιαίο με τους λοιπούς εργαζομένους φορέα ασφάλισης χωρίς διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κεφαλαίου των μεν και των δε

(β) ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης των πρώτων, η οποία πλέον δεν δομείται εξ ολοκλήρου πάνω στην αρχή της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης και

(γ) ο χαρακτήρας του Δημοσίου ως ευθέως και βασικώς ευθυνομένου για την καταβολή των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους και στους στρατιωτικούς. Ως εκ τούτου, η γνωμοδότηση που διατυπώνεται από το Δικαστήριο στο παρόν πρακτικό περιορίσθηκε στην εξέταση των υπό επεξεργασία ρυθμίσεων από επόψεως άλλης εκτός από εκείνη που θα συνιστούσε πρόκριμα ή, εν πάση περιπτώσει, κρίση επί των κατά τα ανωτέρω παραπεμφθέντων στη δικαστική Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ζητημάτων.

Ο Επίτροπος της Επικρατείας Αντ. Νικητάκης

Ο Επίτροπος Επικρατείας κ. Νικητάκης στην εισήγηση του μεταξύ αλλων αναφέρει:

Επί του άρθρου 20

Μη συνταγματικά θεμιτή διάταξη

Στο επίμαχο άρθρο 20 διατυπώνονται οι γενικές αρχές που διέπουν το υπό θέσπιση ασφαλιστικό σύστημα (κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας, αλληλεγγύης, αναδιανομής, υποχρεωτικότητας, ανταποδοτικότητας, ενότητας, επάρκειας και βιωσιμότητας του συστήματος), ενώ κατοχυρώνεται ρητώς η εγγυητική ευθύνη του Κράτους ως προς την βιωσιμότητα των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, την επάρκεια των παροχών και την παροχή ωφελειών στους πολίτες, μέσω της ανταποδοτικότητας.

Η αναγκαιότητα, όμως, της αναδιάρθρωσης του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω αρχών δεν συνιστά λόγο που μπορεί να δικαιολογήσει θεμιτά την παράκαμψη των συνταγματικών εγγυήσεων του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, διά της απορρόφησης του ειδικού αυτού συστήματος στο συνταγματικά διακριτό, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα.

Επισημαίνεται, επίσης, ότι σε καμία περίπτωση δεν παρίσταται συνταγματικά θεμιτή η κατά παράβαση του ίδιου του Συντάγματος θεσμική αλλοίωση του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών με την ενσωμάτωσή του στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, προκειμένου για λόγους αμιγώς δημοσιονομικούς να συμβάλλει διά του μηχανισμού των εισφορών στη βιωσιμότητα του συστήματος αυτού με το οποίο δεν συνδέεται εκ του Συντάγματος, ούτε είναι συνταγματικά επιτρεπτό να συνδεθεί δια νόμου, υποκαθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αφενός την υποχρέωση συμβολής στη βιωσιμότητα του εν λόγω συστήματος όσων μετέχουν σ’ αυτό (εν ενεργεία και συνταξιούχων απασχολούμενων με σχέση ιδιωτικού δικαίου και των εργοδοτών αυτών) και αφετέρου την εγγυητική ευθύνη του ίδιου του Κράτους για την σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης.

Τοντελευταίο εδάφιο του άρθρου 20, κατά το οποίο «Ειδικές διατάξεις σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης καταργούνται», ενέχει αοριστία και αντίφαση, καθόσον αν και καταργείται η κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, το κράτος φέρεται να διατηρεί πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών.

Περαιτέρω, η διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 3 παρ. 1 γ του νομοσχεδίου, στο οποίο, κατά τροποποίηση του άρθρου 57 του ν.4387/2016, προβλέπεται ότι πόρος του ΕΦΚΑ αποτελεί, μεταξύ άλλων, «ηεπιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό για την χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης και την εκπλήρωση της πλήρους εγγυητικής υποχρέωσης του Κράτους». Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η πλήρης διακοπή της δυνατότητας της κρατικής χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θέτει ζήτημα συμβατότητας προς το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος.

Επί του άρθρου 21

Συνταγματική υπό προϋποθέσεις είναι η παράγραφος 3 του άρθρου 21, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι στην κατ’ εξουσιοδότηση κοινή υπουργική απόφαση δεν θα περιέχονται ρυθμίσεις σχετικά με απονομή ή αύξηση συντάξεων, καθόσον τα ανωτέρω ζητήματα καθορίζονται υποχρεωτικά με νόμο του Υπουργού Οικονομικών και όχι με την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση.

Επί του άρθρου 24

Επιχειρείται αντισυνταγματικά η αλλαγή δικαστικής δικαιοδοσίας

Σε κάθε πάντως περίπτωση, σημειώνουμε ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου επί των διαφορών που αναφύονται από τη απονομή συντάξεων των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, δεν δύναται να τεθεί εν αμφιβόλω από τη νομοθετική εξομοίωση της σύνταξης με κοινωνικοασφαλιστική παροχή, ακόμη και αν αυτή επιχειρείται κατά τρόπο αντισυνταγματικό, αλλοιώνοντας τον πυρήνα της λειτουργίας της σύνταξης ως συνέχειας της αμοιβής της κατηγορίας αυτής δικαιούχων, καθόσον αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε κατά περιγραφή του Συντάγματος και του άρθρου 98 παρ. 1 περ. στ΄ περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετατροπή των συνταξιοδοτικών διαφορών σε κοινωνικοασφαλιστικές και αποψίλωση του Δικαστηρίου αυτού, από συνταγματικά απονεμημένη αρμοδιότητα.

Επί του άρθρου 24

«Εθνική σύνταξη» και «ανταποδοτική σύνταξη»

Με το επίμαχο άρθρο τροποποιείται το άρθρο 8 του ν. 4387/2016, σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν αντισυνταγματικά τα προβλεπόμενα στο άρθρο αυτό ποσοστά αναπλήρωσης για τον σχηματισμό της «ανταποδοτικής σύνταξης» και επέρχεται έτσι αύξηση αυτών ανάλογη με την κλίμακα των ετών ασφάλισης. Ορίζεται δε ότι η αναπροσαρμογή των συντάξεων αναφέρεται στην αναπροσαρμογή των συνταξίμων αποδοχών, η οποία για το διάστημα έως και το 2024, διενεργείται κατά τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ενώ για το διάστημα από το 2025 και εφεξής η προσαύξηση των συνταξίμων αποδοχών διενεργείται με βάση το δείκτη μεταβολής μισθών, που υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ.

Πρέπει καταρχήν να επισημανθεί ότι με το υπό επεξεργασία νομοσχέδιο, που υιοθετεί πλήρως το σύστημα του ν. 4387/2016, ως σύνταξη των δημοσίων υπαλλήλων νοείται το άθροισμα δύο αυτοτελών μεγεθών, αφενός της «εθνικής σύνταξης», η οποία δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό και αντιστοιχεί στη συμμετοχή του κράτους μέσω του κρατικού προυπολογισμού στις συνταξιοδοτικές παροχές, καθώς και της «ανταποδοτικής» σύνταξης, κύριο μέσο χρηματοδότησης της οποίας είναι, στο πλαίσιο της αρχής της ανταποδοτικότητας και της αρχής της κοινωνικής διαγενεακής αλληλεγγύης, οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται από τον ενεργό πληθυσμό και, στο πλαίσιο της εθνικής κοινωνικής αλληλεγγύης, η συμμετοχή του κράτους με την καθιέρωση της εγγυητικής υποχρέωσής του για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών. Το ύψος δε αυτής υπολογίζεται από τις συντάξιμες αποδοχές, τον συνολικό χρόνο ασφάλισης των ασφαλισμένων και τα ποσοστά αναπλήρωσης. Εκ τούτων συνάγεται ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση, η οποία παραμένει προσηλωμένη στη δομή του συστήματος ασφάλισης του ν. 4387/2016 που θεσμοθέτησε και για τους δημοσίους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς αφενός την εθνική σύνταξη, ως παροχή προνοιακού χαρακτήρα ενσωματωμένη στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, αφετέρου δε την ανταποδοτική σύνταξη, ως γνήσια ασφαλιστική παροχή, αλλοιώθηκε η εκ του Συντάγματος ιδιαίτερη φύση της συνταξιοδοτικής παροχής τους ως μισθολογικού οφέλους που απορρέει από την ειδική λειτουργική τους θέση με το Κράτος, κατά παράβαση των διατάξεων που υποδέχονται συνταγματικά τη σχετική θεσμική εγγύηση, αλλά και την αρχή της αναλογικής ισότητας, αφού παραγνωρίζονται τα απορρέοντα εκ του Συντάγματος ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νομικής τους θέσης και εξομοιώνονται με όλως ανόμοιες κατηγορίες και δη εκείνες των κοινών ασφαλισμένων (βλ. ΕλΣυν. ΙΙ Τμ. 930/2019, ΙΙΙ Τμ. 277, 278/2019, μειοψ).

Πέραν τούτων, πλήττεται η συνταγματική αρχή της ιδιαίτερης συνταξιοδοτικής μεταχείρισής τους που επιβάλλει τον προσδιορισμό του συντάξιμου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων σε συνάρτηση με τις αποδοχές ενεργού υπηρεσίας τους κατά το δυνατόν εγγύτερα στο χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία (αρχή εύλογης αναλογίας), ανάλογα με την υπηρεσιακή κατάσταση κατά το χρόνο συνταξιοδότησής τους, και τη διατήρηση των υφιστάμενων διαφοροποιήσεων, ανά κλάδο, βαθμό και έτη υπηρεσίας, στις συντάξιμες αποδοχές.

Ειδικότερα, δεν διασφαλίζεται η τήρηση μίας εύλογης ή σταθερής ποσοτικής σχέσης, μεταξύ της σύνταξης και των αποδοχών ενεργείας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί σε χρόνο ευλόγως προσδιοριζόμενο σε σχέση με την έξοδό τους από την υπηρεσία, ώστε να διατηρείται ένα επαρκές ποσοστό αναπλήρωσης του εισοδήματος ενεργείας στους αποχωρούντες από την υπηρεσία.

Περαιτέρω, με την πρόβλεψη για αναπροσαρμογή των συντάξεων βάσει γενικών δεικτών της ΕΛΣΤΑΤ, σε συνδυασμό με την κατάργηση των σχετικών διατάξεων του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (άρθρα 9 και 34) που συναρτούσαν τον κανονισμό και την αναπροσαρμογή της σύνταξης από τις εκάστοτε ισχύουσες μισθολογικές διατάξεις (βλ. άρθρο 14 παρ. 3 β του ν. 4387/2014), πλέον η συνολική συνταξιοδοτική παροχή που καταβάλλεται στους αποχωρούντες δημοσίους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς, αποσυνδέεται πλήρως από τις αποδοχές ενεργείας κατά το χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία, γεννώντας ωσαύτως ζήτημα συμβατότητας με Σύνταγμα.

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η επιλογή των προβλεπόμενων ποσοστών αναπλήρωσης δεν τεκμηριώνεται με βάση ειδικές αναλογιστικές μελέτες, καθόσον πρέπει να προκύπτει η ύπαρξη μιας δίκαιης αναλογίας μεταξύ μισθού ενεργείας και ύψους της σύνταξης.

Επί του άρθρου 25

Ασάφεια ως προς το χρόνο επανυπολογισμού των συντάξιμων αποδοχών

Στο επίμαχο άρθρο προβλέπεται η αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων. Από την συγκριτική εξέταση των παραγράφων 2 και 3 του επίμαχου άρθρου, σε συνδυασμό με την οικεία αιτιολογική έκθεση, η οποία παραθέτει ως κοινή ημερομηνία εφαρμογής των προβλεπόμενων στις παραγράφους αυτές αναπροσαρμογών (συντάξιμος μισθός και ποσοστά αναπλήρωσης) την 1.10.2019, γεννάται ασάφεια ως προς το χρονικό σημείο επανυπολογισμού των συντάξιμων αποδοχώντης παραγράφου 2, δοθέντος ότι το κείμενο της διάταξης θέτει ως ημερομηνία επανυπολογισμού την 1.1.2019. Περαιτέρω, από την οικεία αιτιολογική έκθεση, που εστιάζει κυρίως στην εφαρμογή των νέων ποσοστών αναπλήρωσης, δεν προκύπτει ο λόγος διαφοροποίησης των παραγράφων 2 και 3 ως προς το χρονικό σημείο εφαρμογής των προβλεπόμενων σε αυτών επιμέρους αναπροσαρμογών.

Πέραν τούτων, η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού, στην οποία ορίζεται ότι το ύψος των καταβαλλόμενων συντάξεων μέχρι 31.12.2018 καθορίζεται από τις ισχύουσες, στις 31.12.2014, διατάξεις, γεννά ασάφεια ως προς το εάν λαμβάνονται ή όχι υπόψη οι περικοπές που επήλθαν στις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών με τις διατάξεις των νόμων 4051/2012, 4093/2012, οι οποίες κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές και μη εφαρμοστέες με αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Επί του άρθρου 27

Δεύτερη απασχόληση – περικοπές

Με το άρθρο αυτό ρυθμίζεται η απασχόληση των συνταξιούχων. Πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι το άρθρο αυτό δεν χρήζει γνωμοδότησης, διότι οι ρυθμίσεις του δεν αφορούν στον κανονισμό συντάξεων, αλλά στην εκτέλεση αυτών και, συγκεκριμένα, στον περιορισμό του ύψους τους. Αν ήθελε παρασχεθεί από την Ολομέλεια γνώμη επί του άρθρου αυτού, παρατηρούμε ότι οι θεσπιζόμενες ρυθμίσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι καταβαλλόμενες κύριες και επικουρικές συντάξεις για όσους συνταξιούχους αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 30%, αντί του ποσοστού του 60%, που οριζόταν στο ν. 4387/2016, αποτελούν ένα θετικό μέτρο για την ενίσχυση του εισοδήματος των συνταξιούχων. Επισημαίνεται, πάντως, ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλέπεται η αναστολή καταβολής σύνταξης ενδεχομένως να τίθεται θέμα συμβατότητας της διάταξης με υπερκείμενης ισχύος διατάξεις και κυρίως με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Σοφία Σπίγγου
Σοφία Σπίγγου

 

 

Νόμιμη και συνταγματική υπήρξε η κατάργηση για τους συνταξιούχους του δημοσίου τομέα των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως και του επιδόματος αδείας, υποστήριξε ενώπιον της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο Επίτροπος Επικρατείας, Αντώνιος Νικητάκης, αιτιολογώντας πως οι εν λόγω περικοπές έγιναν για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.

Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που είναι ένα από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας, συνεδρίασε σήμερα Τετάρτη, για να κρίνει το θέμα των περικοπών για τους συνταξιούχους του δημοσίου και να αποφανθεί αν μπορούν να διεκδικήσουν κάποια χρήματα. Πρόεδρος της Ολομέλειας ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Ιωάννης Σαρμάς, ενώ τις απόψεις του δημοσίου ανέπτυξαν νομικοί σύμβουλοι του κράτους, υποστηρίζοντας ότι οι περικοπές των δώρων για τους συνταξιούχους του δημοσίου υπήρξαν νόμιμες και συνταγματικές, όπως το ίδιο υποστήριξαν και για την κατάργηση του επιδόματος αδείας.

Ειδικότερα, στην μείζονα Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συζητήθηκε σήμερα , μετά από παραπομπή από τον Τρίτο Τμήμα του ίδιου δικαστηρίου για να επιλυθεί το ζήτημα της αναγνώρισης υποχρέωσης του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλλει ως αποζημίωση, με τον νόμιμο τόκο του 6% (σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου τους Αστικού Κώδικα), για αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι συνταξιούχοι, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2018, από την κατάργηση των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, κατ’ εφαρμογή του νόμου 4093/2012.

Με άλλα λόγια η Ολομέλεια του Ε.Σ. καλείται να αποφανθεί επί της συνταγματικότητας και της νομιμότητας της κατάργησης της 13ης και 14ης σύνταξης στον Δημόσιο τομέα.

Παράλληλα, οι συνταξιούχοι ζητούν να τους επιδικαστεί, σε κάθε έναν από τους προσφεύγοντες, και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστησαν από το αποτέλεσμα των νομοθετικών μνημονιακών ρυθμίσεων.

Ειδικότερα, οι συνταξιούχοι υποστηρίζουν ότι οι επίμαχες περικοπές αντίκεινται σε σωρεία διατάξεων του Συντάγματος, όπως είναι τα άρθρα περί ισότητας των πολιτών, της αρχής της ασφάλειας του δικαίου και του κράτους δικαίου, της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, του κατοχυρωμένου δικαιώματος της ακροάσεως, της αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των συνταξιούχων των Ενόπλων Δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, κ.λπ. Ακόμη, επισημαίνουν ότι η κατάργηση είναι αντίθετη στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Η απόφαση της Ολομελείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναμένεται να εκδοθεί τους επόμενους μήνες, προκειμένου να επιλύσει τα θέματα που έχουν τεθεί.

Πάντως και το Συμβούλιο της Επικρατείας με αποφάσεις του, έχει κρίνει ότι νομίμως έχουν περικοπεί δώρα και επιδόματα και για τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους.

 

Πηγή:www.dimokratiki.gr

Σελίδα 1 από 6

kalimnos

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot