Να σταματήσει την υπερφορολόγηση, έχει δεσμευθεί η Νέα Δημοκρατία, σύμφωνα με τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα στον ΣΚΑΙ.
Ο κος Πέτσας υπογράμμισε τη δέσμευση για μείωση του ΕΝΦΙΑ σε δύο φάσεις με πληρωμή του σε 20 δόσεις τον πρώτο χρόνο και 10 τον δεύτερο.Σημείωσε ότι το αφορολόγητο θα μείνει στα ίδια επίπεδα και θα αυξάνεται για κάθε παιδί που αποκτά μία οικογένεια.
Σύμφωνα με τον κο Πέτσα, η κυβέρνηση έχει ετοιμάσει νομοσχέδια από τότε που ήταν αντιπολίτευση.
Στα σχέδια της κυβέρνησης είναι να κατατεθεί το πρώτο νομοσχέδιο για το επιτελικό κράτος και στην πορεία φορολογικό νομοσχέδιο.
«Σκοπός να είναι ψηφισμένα και σε λειτουργία από τον Αύγουστο,» είπε.
Μάλιστα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε ότι οι δανειστές δεν εκφράζουν αντίρρηση για το φορολογικό, τονίζοντας ότι για την κυβέρνηση αυτό δεν είναι απλώς ένα νομοσχέδιο που μειώνει συντελεστές αλλά είναι μεταρρυθμιστική τομή.
Όπως εξήγησε το σχέδιο για την φορολογία είναι η μείωση συντελεστών σταδιακά σε βάθος τετραετίας.
Κληθείς να σχολιάσει δηλώσεις πολλών εταίρων και θεσμών περί διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, ο κ Πέτσας σημείωσε ότι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το αφορολόγητο, αλλά με την φορολογητέα ίλη που δε δηλώνεται.
Μάλιστα τόνισε ότι για αυτό πρέπει να δοθούν κίνητρα στους πολίτες, με πρώτο τη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Κατά τον κο Πέτσα οι 120 δόσεις είναι ρύθμιση που επιβάλλεται στην ιδιωτική οικονομία, γιαυτό και σκοπός είναι να εφαρμοστεί και στις επιχειρήσεις.
Επιπρόσθετα, εξέφρασε πως στόχος είναι το επιτόκιο να μειωθεί στο 3%.
«Εφόσον δείξουμε δείγματα γραφής οι δανειστές θα αποφασίσουν μείωση στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα», τόνισε ενώ η μείωση πλεονασμάτων θα ζητηθεί από την κα Μέρκελ.
Όσον αφορά την εγκληματικότητα εντός πανεπιστημιακών χώρων εξέφρασε πως τα πανεπιστήμια θα γίνουν ξανά όπως πρέπει να είναι όλοι οι δημόσιοι χώροι με την αστυνομία να μπορεί να παρεμβαίνει.
To πρόβλημα δεν είναι στο κράτος. Υπάρχει το κράτος και λειτουργεί. Ο κάθε υπηρεσιακός παράγοντας ζητεί όμως πολιτική καθοδήγηση από τους ηγέτες του. Αυτοί δίνουν το παράδειγμα και την κατεύθυνση, όχι για τα υπηρεσιακά θέματα αλλά για να αποφεύγονται σφάλματα κι ολιγωρίες, εκτίμησε καλούμενο να σχολιάσει την αντίδραση του κρατικού μηχανισμού όσον αφορά την ισχυρή σεισμική δόνηση που χτύπησε χθες Παρασκευή την Αθήνα.Σύμφωνα με τον κο Πέτσα η Κυβέρνηση, έπραξε με βάση τα παραπάνω, με τον ίδιο τρόπο τόσο στην Χαλκιδική όσο και στον σεισμό της Αθήνας.
Όπως τόνισε, χθες όσο πιο γρήγορα με τον Υπουργό Προστασίας του πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοίδη και τον Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας Νίκο Χαρδαλιά, είχαν ξεκινήσει για συντονιστικό πυροσβεστικής.Αναφερόμενος στον Έλληνα επίτροπο δήλωσε ότι εφόσον δεν υπήρχε θέμα η χώρα να αναλάβει την αντιπροεδρία της Κομισιόν δεν υπήρξε και θέμα Σαμαρά, καθώς δεν μπορούσε ένας πρώην πρωθυπουργός να είναι ένας απλός επίτροπος.
Τέλος, εκτός των άλλων, δήλωσε πως η Ελλάδα ενδιαφέρεται για ένα παραγωγικό χαρτοφυλάκιο.
πηγή skai.gr
Αυξήσεις και αναδρομικά με ποσά που ξεκινούν από 179 ευρώ και μπορεί να φτάνουν ως και 561 ευρώ το μήνα έρχονται από τον Οκτώβριο και μετά για 57.522 συντάξεις χηρείας, χωρίς σε αυτές να υπολογίζονται άλλες 20.000 τουλάχιστον προσωρινές συντάξεις χηρείας που εκκρεμούν στον ΕΦΚΑ.
Η απόφαση του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση, η οποία αναρτήθηκε στη «Διαύγεια» παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τις διατάξεις οι οποίες καθορίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης θανάτου (σύνταξης χηρείας), που αναφέρονται, κατά κύριο λόγο, στην άρση των ηλικιακών περιορισμών για τη χορήγηση σύνταξης, λόγω θανάτου και μετά την πρώτη τριετία από την επέλευση του χρόνου θανάτου, στη μείωση της χρονικής διάρκειας του έγγαμου βίου/συμφώνου συμβίωσης στα τρία έτη από πέντε από την τέλεση του γάμου/σύναψη συμφώνου συμβίωσης, προκειμένου να δικαιωθεί ο επιζών σύζυγος/μέρος συμφώνου συμβίωσης τη σύνταξη, λόγω θανάτου και στην αύξηση του ποσοστού της χορηγούμενης σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο/μέρος συμφώνου συμβίωσης.
Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση, με τις κοινοποιούμενες διατάξεις, οι οποίες καταλαμβάνουν και δικαιούχους σύνταξης, λόγω θανάτου, που έχει επέλθει από τις 13 Μαΐου 2016 και στους οποίους έχει απονεμηθεί ή εκκρεμεί σύνταξη θανάτου:
1. Καταργείται το όριο ηλικίας που απαιτούνταν από το άρθρο 12 του ν. 4387/2016, προκειμένου ο επιζών/μέρος συμφώνου συμβίωσης να συνεχίσει να λαμβάνει τη σύνταξη θανάτου και μετά την πρώτη τριετία. Επομένως, από τις 17 Μαΐου 2019 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του άρθρου 19), ο επιζών σύζυγος/μέρος συμφώνου συμβίωσης συνεχίζει να λαμβάνει τη σύνταξη, λόγω θανάτου, ανεξάρτητα από την ηλικία του.
2. Επανακαθορίζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του άρθρου 19 του ν. 4611/2019 (δηλαδή από 17.5.2019), το δικαιούμενο ποσοστό σύνταξης, λόγω θανάτου, για τον επιζώντα σύζυγο/μέρος συμφώνου συμβίωσης στο 70% της σύνταξης που εδικαιούτο ο θανών ασφαλισμένος ή ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος.
Αναλυτικότερα, ο υπολογισμός του νέου ποσού του επιζώντος συζύγου/μέρους συμφώνου συμβίωσης έχει, ως εξής:
– Εάν υπάρχει μόνο επιζών ή μέρος που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, το 70%. Εάν ο γάμος/σύμφωνο συμβίωσης έλαβε χώρα, μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος και η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του συζύγου- αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου/συμφώνου συμβίωσης – είναι μεγαλύτερη των 10 ετών, το ποσοστό για κάθε πλήρες έτος διαφοράς μειώνεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο α της παρ. 4Α του αρ. 12 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει.
– Εάν υπάρχει, εκτός από τον επιζώντα και διαζευγμένος (με 10ετή γάμο), το ποσοστό του διαζευγμένου ορίζεται στο 25% του ποσού που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, ήτοι 17,5% του ποσού της σύνταξης που εδικαιούτο ο θανών ασφαλισμένος ή ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος. Σε αυτήν την περίπτωση, τα ποσοστά που δικαιούνται ο επιζών και ο διαζευγμένος σύζυγος ανακαθορίζονται με βάση τα οριζόμενα στο εδάφιο β της παρ. 4Α του αρ. 12 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει.
– Εάν ο θανών καταλείπει ένα τέκνο, αυτό λαμβάνει το 25% του ποσού της σύνταξης του. Εάν το τέκνο είναι αμφιτεροπλεύρως ορφανό και δεν δικαιούται σύνταξη από τους δύο γονείς, τότε λαμβάνει ποσοστό 50%.
Εάν ο θανών καταλείπει περισσότερα του ενός τέκνα, τότε:
Ι) Εάν υπάρχει επιζών σύζυγος ή/και διαζευγμένος, στα τέκνα θα επιμεριστεί ισόποσα το ποσοστό σύνταξης που απομένει, μετά την αφαίρεση από το 100% της σύνταξης του θανόντος του ποσοστού 70% που δικαιούται ο επιζών ή/και ο διαζευγμένος (δηλαδή στα τέκνα επιμερίζεται το 30%).
ΙΙ) Εάν δεν υπάρχουν άλλα δικαιοδόχα πρόσωπα, εκτός των τέκνων, τότε έκαστο θα λάβει το 25% του ποσού της σύνταξης, αρκεί το άθροισμα των ποσοστών τους να μην υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος, οπότε και τα ποσοστά αυτά θα πρέπει να επανακαθοριστούν αναλογικά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4Β του αρ. 12 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έβαλε οριστικό φρένο στα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων καθώς ζουν σε «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης» – Τι υποστήριξε η μειοψηφία
Οι σύμβουλοι Επικρατείας μίλησαν με τη σκληρή ξύλινη γλώσσα τους στους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς οριστικά «έκλεισαν την πόρτα» (κατάργηση) στη χορήγηση των δώρων-επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής άδειας τους (13ος και 14ος μισθός), ξεχνώντας τις αποφάσεις του Μισθοδικείου και ειδικά τις τελευταίες για τις μισθολογικές ωριμάνσεις και τα χρονοεπιδόματα των δικαστών και εισαγγελέων, όπως έλεγαν δικηγόροι, οι οποίοι κάνουν λόγο, με νόημα, για δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων που κυμαίνεται από τα 780 ευρώ έως και 1.092 ευρώ, ακόμη και μετά την κατάργηση των τριών επίμαχων επιδομάτων, εξασφαλίζει «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο» και η περικοπή του 13ου και 14ου μισθού ήταν αναγκαία σύμφωνα με τα δημοσιονομικά δεδομένα.
Από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κατά πλειοψηφία και αφού αντικαταστάθηκαν εισηγητές και τακτικά μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου με αναπληρωματικά μέλη (με δικαίωμα ψήφου), αναστράφηκαν κατά 180 μοίρες οι θετικές για τους δημοσίους υπαλλήλους αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ, που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων-δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012.
Υπενθυμίζεται ότι το ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει ότι η κατάργηση των δώρων-επιδομάτων αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Τώρα η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητές οι σύμβουλοι Επικρατείας, Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννης Σπερελάκης (αρχικά εισηγήτρια ήταν η Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) με μια σειρά αποφάσεων της (1307-1316/2019) έκρινε κατά πλειοψηφία (μειοψήφησαν 2 αντιπρόεδροι και 4 σύμβουλοι Επικρατείας), μεταξύ των άλλων, ότι η κατάργηση των τριών επιδομάτων, «τεκμηριώνεται επαρκώς» και δεν παρίσταται απρόσφορο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για «την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος».
Περαιτέρω, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου», ο νομοθέτης «είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει:
α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011,
β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα)».
Κατά συνέπεια, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο».
Επιπλέον, σημειώνουν οι δικαστές του ΣτΕ, «η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του».
Σε άλλο σημείο οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι «το ίδιο μέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα».
Παράλληλα, η πλειοψηφία αντέκρουσε την άποψη της μειοψηφίας ότι με τις το ΣτΕ «μεταστρέφει τη νομολογία του ως προς τον ν. 4093/2012, τον οποίο συστηματικά κρίνει αντίθετο στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με το επιχείρημα ότι, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του νόμου αυτού, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι, ανεξάρτητα από το ότι σε αυτόν περιλαμβανόταν πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά, πάντως αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο».
Η μειοψηφία
Σύμφωνα με τη μειοψηφία, με τον ίδιο ν. 4093/2012 και με τα ίδια ακριβώς κριτήρια, τα οποία με προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν καθ’ εαυτά απρόσφορα, ανεπαρκή και, συνεπώς, ακατάλληλα να στηρίξουν περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, έλαβε χώρα και η επίδικη ήδη κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας των εν ενεργεία λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου.
Και στην περίπτωση, όμως, αυτή, όπως και στις προηγηθείσες περιπτώσεις, ούτε στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης αυτού περιέχεται, σε σχέση με την κατάργηση των εν λόγω παροχών, οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά, εκτίμηση ή άλλη αιτιολογία, η οποία, πάντως, ήταν ιδιαιτέρως επιβεβλημένη, δεδομένου ότι πρόκειται περί παροχών, οι οποίες, όπως δηλώνεται στην ονομασία τους και συνάγεται από τη μακρά ιστορική τους επιβίωση συνδέονται αμέσως με την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 2, 5, παρ. 1 και 21) κοινωνική και οικογενειακή ζωή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην ελληνική πραγματικότητα τα τελευταία τουλάχιστον 60 χρόνια.
Εξάλλου, δεν αρκεί ούτε στην περίπτωση του επίμαχου μέτρου η επίκληση του δημοσιονομικού οφέλους και μόνον ούτε η χρονίζουσα αδυναμία προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών, που αποτέλεσαν τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου που επέφερε η επίμαχη πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας.
Πέραν αυτού, «απαιτείτο και στην προκείμενη περίπτωση η προηγούμενη εξέταση τυχόν εναλλακτικών επιλογών και η εκτίμηση της προσφορότητας και αναγκαιότητας της επίμαχης κατάργησης υπό το φως των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης συμμετοχής στα δημόσια βάρη, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι τα καταργηθέντα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, συνολικού ετησίου ύψους 1.000 ευρώ, χορηγούνταν μόνο στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους του Δημοσίου που είχαν μικτές μηνιαίες αποδοχές (συμπεριλαμβανομένων και των ως άνω δώρων και επιδόματος αδείας) μέχρι 3.000 ευρώ, σύμφωνα με τους νόμους 4875/2010 και 4024/2011».
«Οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν ήδη υποστεί αλλεπάλληλες μειώσεις τόσο των αποδοχών τους, όσο και του εν γένει εισοδήματός τους βάσει των διαφόρων νομοθετημάτων της περιόδου της κρίσης. Εξάλλου, οι επίμαχες καταργήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ειδικότερα ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών».
Βασικές σκέψεις των αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ
Μερικές από τις βασικές σκέψεις των αποφάσεων του ΣτΕ έχουν ως εξής:
«Με τις παραπάνω αποφάσεις της, εκδοθείσες κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010 (Α΄213), η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε επί του το ζητήματος της αντίθεσης ή μη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 5, 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ της διάταξης της περίπτωσης 1, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία επήλθε πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας για τους υπαλλήλους του Δημοσίου,.
Το Δικαστήριο, υπενθύμισε, αρχικώς, την παγιωθείσα πλέον νομολογία του, κατά την οποία από τον συνδυασμό των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, άρθρο 79 παρ. 1, 106 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση ιδίως όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και την αξίωση του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, από τις οποίες συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων, από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών. Επίσης, υπενθύμισε την ευχέρεια του νομοθέτη, κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και της δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή, την ευχέρεια δε αυτή σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής αναγνωρίζει και το ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ. Προσέθεσε, όμως, ότι στις περιπτώσεις αυτές, το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει.
Ακολούθως, το Δικαστήριο προέβη α) στην επισκόπηση της εξέλιξης του θεσμού των επιδομάτων εορτών και αδείας διαχρονικά τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, β) στην παράθεση των κανόνων του πρωτογενούς και παραγώγου ενωσιακού δικαίου σχετικά με την υποχρέωση των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και γ) στα μέτρα περιστολής του μισθολογικού κόστους που ελήφθησαν από τον εθνικό νομοθέτη στο πλαίσιο τόσο της διαδικασίας διαπίστωσης και διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και της υλοποίησης των πολιτικών του πρώτου μνημονίου συνεργασίας (ν. 3845/2010), στα οποία (μέτρα) περιλαμβανόταν η περικοπή των ως άνω επιδομάτων, όσο και της διαδικασίας υλοποίησης των συμφωνηθέντων με το δεύτερο μνημόνιο συνεργασίας (ν. 4046/2012), στην οποία εντάσσεται η επίμαχη κατάργηση των ίδιων επιδομάτων. Συναφώς, υπενθύμισε ότι τα μέτρα που ελήφθησαν στην αρχή της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ενόψει της εκτίμησης του νομοθέτη ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας, δεν παρίσταντο, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, ούτε μη αναγκαία, για την αποτροπή του ως άνω κινδύνου.
Ως προς την επίμαχη πλήρη κατάργηση των ως άνω επιδομάτων, το Δικαστήριο, παραπέμποντας στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε., έκρινε, περαιτέρω, κατά πλειοψηφία, ότι αυτή α) συνιστά άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την υποκείμενη σε οριακό έλεγχο εκτίμηση του νομοθέτη, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, β) συνδέεται και με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οι οποίες δεν καθιστούν, κατά το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προδήλως αδικαιολόγητη τη λήψη μέτρων εξοικονόμησης δαπανών, γ) θεσπίστηκε, όπως και ολόκληρο το ως άνω πρόγραμμα, στη βάση της από Ιουλίου 2012 μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών με τίτλο «Επισκόπηση δαπανών Γενικής Κυβέρνησης 2013- 2016», στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν δαπάνες, η περικοπή των οποίων συμβάλλει σε «αποτελεσματικό και βιώσιμο περιορισμό των ελλειμμάτων», μεταξύ των οποίων και η μισθολογική, η οποία κρίθηκε υψηλή ειδικά σε σύγκριση με τα άλλα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης, διαπίστωση στην οποία προέβησαν και οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε., δ) πλήττει παροχές που δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια, αντιθέτως δικαιολογείται για τους ως άνω λόγους γενικού συμφέροντος και ανταποκρίνεται στους σκοπούς που επιδιώκει η Ε.Ε, δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών- μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε, κατά πλειοψηφία, στο συμπέρασμα ότι το επίδικο μέτρο τεκμηριώνεται επαρκώς με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος. Περαιτέρω, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011, β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα). Κατά συνέπεια, οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο. Επιπλέον, η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του. Τέλος, το ίδιο μέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα. Εξάλλου, η πλειοψηφία αντέκρουσε την άποψη της μειοψηφίας ότι με τις ως άνω σκέψεις το Δικαστήριο μεταστρέφει τη νομολογία του ως προς τον ν. 4093/2012, τον οποίο συστηματικά κρίνει αντίθετο στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με το επιχείρημα ότι, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του νόμου αυτού, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι, ανεξάρτητα από το ότι σε αυτόν περιλαμβανόταν πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά, πάντως αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο».
πηγή protothema.gr
Το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα, καθώς τα στοιχεία των γεννήσεων δείχνουν ότι τις επόμενες δεκαετίες ο πληθυσμός της Ελλάδας βαίνει μειούμενος.
Η δέσμευση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία αποτέλεσε και «κορωνίδα» της προεκλογικής εκστρατείας του, αφορούσε στην ενίσχυση με 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που θα γεννιέται στο εξής στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η επεξεργασία έχει ήδη γίνει στην Πειραιώς, πριν την τοποθετηθούν τα πρόσωπα στα υπουργεία και περιλαμβάνει πολύ διευρυμένα εισοδηματικά κριτήρια προκειμένου το βοήθημα αυτό να το παίρνει η συντριπτική πλειονότητα των νέων ελληνικών οικογενειών και όχι, ασφαλώς, εκείνες που επί της ουσίας δεν το χρειάζονται.
Επίσης, υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας ώστε να λαμβάνεται με καταχρηστικό τρόπο. Έτσι, η βοήθεια αυτή θα δίδεται μόνον στους αποδεδειγμένα νόμιμους δικαιούχους, ενώ θα υπάρξουν και επιπλέον εγγυήσεις για τον τρόπο χορήγησής του για κάθε παιδί που θα γεννιέται στην Ελλάδα. Το μέτρο, όπως δεσμεύθηκε ο κ. Μητσοτάκης, θα περιλαμβάνεται στον πρώτο προϋπολογισμό που θα καταθέσει η κυβέρνηση της ΝΔ και θα πάει προς το τέλος του χρόνου, με πιθανότητα εφαρμογής, αρχές του 2020.
Απομένει να «τακτοποιηθούν» όλες οι λεπτομέρειες από τη νέα διοίκηση του υπ. Εργασίας, ώστε να προχωρήσει και επισήμως η δέσμευση Μητσοτάκη, ενώ οι «κατευθυντήριες γραμμές», όπως προείπαμε, έχουν ήδη δοθεί και περιλαμβάνονται και στο πρόγραμμα της ΝΔ.
Επίσης, προς αυτή την κατεύθυνση:
-Θα αυξηθεί ο αριθμός των παιδιών στους παιδικούς σταθμούς.
-Παράλληλα, από το νέο χρόνο θα αυξηθεί το επίδομα παιδιού σε τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες.
-Αυξάνεται το όριο του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί.
– Θα δοθεί επιταγή 180 ευρώ για κάθε παιδί που δεν μπαίνει σε παιδικό σταθμό.
Επίσης για τις νέες μητέρες η ΝΔ επιθυμεί να έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν εκείνες το χρόνο για την άδεια εγκυμοσύνης και λοχείας. Υπόσχεται επίσης την καθιέρωση για πρώτη φορά στη χώρα μας του προγράμματος “βοήθεια στην εργαζόμενη μητέρα”.
Φόροι μειώνονται, οι 120 δόσεις αλλάζουν, το τέλος επιτηδεύματος και η ειδική εισφορά αλληλεγγύης μειώνονται ή καταργούνται - Σύσκεψη σήμερα του οικονομικού επιτελείου με τον Μητσοτάκη στο Μαξίμου
Στην τελική ευθεία μπαίνει το σχέδιο Μητσοτάκη για να πάρουν ανάσα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Φόροι μειώνονται, οι 120 δόσεις αλλάζουν, το τέλος επιτηδεύματος και η ειδική εισφορά αλληλεγγύης μειώνονται ή καταργούνται. Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που θα κατατεθεί και θα ψηφιστεί στη Βουλή έως τις 10 Αυγούστου, τίθεται σήμερα στο επίκεντρο της σύσκεψης του Πρωθυπουργού με το οικονομικό επιτελείο στο Μαξίμου.
Οι «μπλε φάκελοι» του Πρωθυπουργού προς τους υπουργούς του σηματοδοτούν τη μετάβαση από ένα "κράτος-ρουφήχτρα" που οικοδομήθηκε μεταπολιτευτικά, προς ένα "κράτος – αρωγό" για τον πολίτη και την αγορά. Όπως αποκαλύπτουν οι φάκελοι αυτοί, το νέο φορολογικό νομοσχέδιο φέρνει:
- Φόρο εισοδήματος 9% αντί 22% για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ. Δηλαδή κέρδος 300 ευρώ το χρόνο από το 2020 για έναν δημόσιο υπάλληλο των 800 ευρώ ο οποίος, από τον Ιανουάριο και μετά, θα δει αύξηση 25 ευρώ κάθε μήνα, λόγω μείωσης της μηνιαίας παρακράτησης φόρου που γίνεται στο μισθό του. Το ίδιο ισχύει και για έναν ιδιωτικό υπάλληλο των 715 ευρώ το μήνα. Ακόμα μεγαλύτερη θα είναι η ανάσα για έναν ελεύθερο επαγγελματία με το ίδιο ετήσιο εισόδημα, που φέτος πληρώνει φόρο 2.200 ευρώ (22% από το πρώτο ευρώ) αλλά για τα κέρδη του 2020 θα πληρώσει 900 ευρώ. Με 1.300 ευρώ λιγότερο φόρο, περιορίζεται δραστικά και το κίνητρο (όφελος) που θα είχε να ρισκάρει την απόκρυψη εισοδήματος.
- Διατήρηση του αφορολογήτου και ειδικό «έξτρα» αφορολόγητο για κάθε παιδί. Σύμφωνα με πληροφορίες του protothema.gr το αφορολόγητο θα αυξάνεται 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, δηλαδή θα φτάνει στα 12.636 ευρώ για πολύτεκνη οικογένεια με 4 παιδιά.
- Ακόμα μεγαλύτερο όφελος θα δουν το 2020 και όσα νοικοκυριά προβούν σε ενεργειακή, λειτουργική ή αισθητική αναβάθμιση του σπιτιού τους, καθώς το 40%-50% θα επιστρέφει στον φορολογούμενο σαν μείωση στον φόρο που πληρώνει (και όχι σαν μείωση από το φορολογητέο εισόδημα). Πρακτικά εκμηδενίζεται το περιθώριο συνδιαλλαγής για «μαύρο χρήμα» στην οικοδομή, αφού αντί κάποιος να παζαρεύει την απόδειξη για να γλιτώσει ΦΠΑ, θα γλιτώνει τα διπλάσια από φόρους εισοδήματος.
- Για όλους τους ιδιοκτήτες θα μειώνεται ο ΕΝΦΙΑ σε δύο στάδια, έως 30% σε μια διετία.
Με άλλες διατάξεις:
- θα αναστέλλεται για ακόμα 3 χρόνια η επιβολή ΦΠΑ στα ακίνητα και φόρου υπεραξίας στο υπερτίμημα από αγοραπωλησίες ακινήτων (φόρος υπεραξίας) με προοπτική να επανασχεδιαστεί από μηδενικής βάσης.
- Μειώνεται σταδιακά και καταργείται τελικά η ειδική εισφοράς αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος.
- Αλλάζει η ρύθμιση των 120 δόσεων για όσους χρωστούν μέχρι € 3.000 στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία και εισάγεται ευνοϊκή μεταχείριση των συνεπών φορολογούμενων και δανειοληπτών.
- Μείωση ΦΠΑ από 13% σε 11% και από 24% σε 22% εντός της 4ετίας.
Διεκδικήσεις, πιέσεις και «ισοδύναμα»
Με εξαίρεση τη μη μείωση του αφορολογήτου, όλα τα υπόλοιπα θέματα δεν αποτελούν απόκλιση από τις καθορισμένες μεταμνημονιακές δεσμεύσεις και μεταρρυθμίσεις. Αντιθέτως η κυβέρνηση δηλώνει την προσήλωση της στην τήρησή τους, όπως για παράδειγμα είναι και η ταχύτερη αποπληρωμή των ληξιπροθέσμων χρεών του κράτους σε ιδιώτες, που θα δώσει επίσης ώθηση στην οικονομία και την ανάπτυξη.
Ωστόσο δεν περνάει απαρατήρητη στο υπουργείο Οικονομικών η σπουδή των ευρωπαϊκών θεσμών και του Eurogroup, να θέλουν να στέλνουν μηνύματα 48 ώρες μετά τις εκλογές, για να βάλουν φρένο στα σχέδια της κυβέρνησης. Η Αθήνα στηρίζεται στα επίσημα στοιχεία που έχουν αποδεχθεί και οι ίδιοι οι θεσμοί (επί ΣΥΡΙΖΑ), θεωρώντας πως έχει τον χρόνο να τους πείσει. Το κακό είναι ότι ούτε ο κύριος Γιώργος Χουλιαράκης -που εκπροσώπησε την Δευτέρα μετά τις εκλογές για τελευταία φορά την χώρα μας στο Eurogroup- φαίνεται να τους καθησύχασε πως τα πράγματα είναι τόσο καλά όσο φαίνονται, για αυτό και οι κ.κ. Ρέγκλινγκ και Σεντένο επανήλθαν με συστάσεις.
Και ενώ στο θέμα της διατήρησης του αφορολογήτου οι ευρωπαίοι δανειστές φαίνονται έτοιμοι να το συζητήσουν –ζητώντας όμως ισοδύναμα- το επόμενο μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης είναι να επαναδιαπραγματευτεί τη μείωση της λιτότητας και των στόχων για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ετησίως.
Μετά τον Κλάους Ρέγκλινγκ, ήταν σειρά της Άγκελα Μέρκελ να κλείσει χθες κάθε παράθυρο συζήτησης. Ωστόσο επίκειται συνάντηση Μητσοτάκη-Ρέγκλινγκ την άλλη Τρίτη στην Αθήνα και Μητσοτάκη-Μέρκελ στα τέλη Αυγούστου στο Βερολίνο.
Το «παζάρι» πάντως σκιάζουν τα κακά μηνύματα για την Ανάπτυξη διεθνώς που, όπως καταγράφηκαν στις θερινές προβλέψεις της Κομισιόν εχθές, δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστη και την Ελλάδα. Με μικρότερη ανάπτυξη (2,1% αντί 2,2% για φέτος όπως προβλέπει τώρα η Κομισιόν) η Αθήνα θα πρέπει να διαψεύσει ευχάριστα τους δανειστές ξεπερνώντας σε επιδόσεις τις άλλες χώρες. Για αυτό και η κυβέρνηση επιμένει ιδιαίτερα στην εφαρμογή του σχεδίου της άμεσα, πριν η χώρα εγκλωβιστεί στον καθοδικό κύκλο της ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας για τα επόμενα 2 ή 3 χρόνια.