Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγαν τέσσερεις δικαστικές Ενώσεις και ζητούν να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική και παράνομη η υπουργική απόφαση που καθορίζει το περιεχόμενο των δηλώσεων πόθεν έσχες (περιουσιακής κατάστασης) και οικονομικών συμφερόντων, ως προς το σκέλος που αφορά την δήλωση των φυλασσομένων τιμαλφών, μετρητών κ.λπ. σε θυρίδες ή εκτός Τραπεζών και την αναγραφή των συγγενικών προσώπων.
Ειδικότερα, στο ΣτΕ προσέφυγαν η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου της Επικρατείας, η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ελεγκτικού Συνεδρίου, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών.
Όλες οι Ενώσεις στρέφονται ως προς ορισμένες διατάξεις της από 24.11.2015 απόφασης του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, που καθορίζει το περιεχόμενο της δήλωσης πόθεν έσχες και της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων.
Οι δικαστές ζητούν να ακυρωθεί η επίμαχη υπουργική απόφαση ως προς το σκέλος που αναφέρει ότι στη δήλωση οικονομικών συμφερόντων θα δηλώνονται τα φυλασσόμενα εκτός των τραπεζών μετρητά (πάνω από 15.000 ευρώ), τιμαλφή, πολύτιμα είδη και μέταλλα, πολύτιμοι λίθοι συνολικής αξίας πάνω από 30.000 ευρώ και δηλώνονται τα στοιχεία των οικείων συγγενών (ενήλικων και θετών τέκνων, αδελφών, παππούδων και γιαγιάδων, εγγονών, κ.ά).
Οι Ενώσεις αναφέρουν ότι αναρμοδίως οι κ.κ. Παπαγγελόπουλος και Τσακαλώτος εξέδωσαν την εν λόγω απόφαση, καθώς αρμόδιος να την εκδώσει είναι ο πρόεδρος της Βουλής.
Ακόμη, αναφέρουν ότι παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αλλά και την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ενώ παραβιάζεται και το κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα (άρθρο 5) δικαίωμα στην οικονομική ελευθερία.
Επίσης, αναφέρουν ότι εφόσον καταγραφούν τα ζητούμενα περιουσιακά και προσωπικά δεδομένα στις επίμαχες δηλώσεις, αποκαλύπτουν με τον τρόπο αυτό τα φυλασσόμενα στο σπίτι τους κινητά περιουσιακά στοιχεία, με ό,τι συνέπεια έχει αυτό για τους ίδιους προσωπικά και τα μέλη των οικογενειών τους.
imerisia.gr
1. Μια ακόμη φωνήκατά της παραχώρησης του ΚρατικούΑερολιμένα Κω θα ακουστείσήμερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας όπου εκδικάζεται ηπροσφυγήπλήθουςοργανώσεων και πολιτών (ανάμεσα τους και η Σ.Ε.)
για την παραβίαση των καταστατικών κανόνων της Ελληνικής Πολιτείας που εμπεριέχονται στην παραχώρησητων 14 περιφερειακών αεροδρομίων του Κράτους μας. Η προσφυγή δεν κατέστησεδυνατήούτε την καθυστέρηση και πολύ περισσότερο δεν αναμένεται η ανατροπή της υπογραφείσης συμβάσεως από την Κυβέρνηση και το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Απόστις 14-12-2015 έχει υπογραφτεί η παραχώρηση τους στον ανάδοχο του διαγωνισμού Fraport-Slentel για 40+10 χρόνια, κάτω από την πίεση και το άμεσο ενδιαφέρον της Γερμανικής Κυβέρνησης, αφού σε όλες τις μνημονικές συμβάσεις των κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και Σύριζα-Ανελλ αναφέρονται στο ακροτελεύτιο άρθρο τους στην απαίτηση ΑΜΕΣΗΣ υπογραφής της παραχώρησης των αεροδρομίων! Το ανώτατοόργανο της Δικαστικής εξουσίας του ‘’ανεξάρτητου(;)’’ Ελληνικούκράτους θα εξετάσεισήμερα μια σειρά παραβιάσεις του συντάγματοςπου αφορούν τηνπροστασίαδημόσιαςπεριουσίας και συστημάτωνΕθνικήςΆμυνας και Εθνικής Κυριαρχίας.
2. Το Αεροδρόμιο της Κω το 2014 με 2 εκατομμύρια ταξιδιώτες ετησίως,με εισπράξεις (γύρω στα 40 ευρώ ανά ταξιδιώτη), 80 εκ. ευρώ κατ' έτος και από τα κέρδη του (πάνω από 10 εκ ευρώ) χρηματοδοτούνταν ο ελλειμματικός κρατικός προϋπολογισμός και μέσωαυτού τα φτωχά αεροδρόμια Καλύμνου, Λερου, Αστυπάλαιας. Γι αυτά τα κέρδη η κ. Μέρκελ ενδιαφέρεται και εμείς θα έπρεπε να πούμε ΟΧΙ.
3. Βεβαίως οι τοπικέςπολιτικέςαρχές, στην ιδεολογική τους συγκρότησηδεξιές και φιλελεύθερεςστην πλειοψηφία τους δεν άνοιξαν το στόμα τους γι αυτή την απώλεια. Το αντίθετομάλιστα: ‘’είμαστευπέρ της πώλησης’’!Ας σκεφτούν και ας απαντήσουν στο ερώτημα: Γιατί είναι επωφελές και αναπτυξιακό το Γερμανικό δημόσιο να επιδιώκει και να αγοράζει παραγωγικές δραστηριότητες σε όλη την ευρωπαϊκήένωσημε πρωτοβουλία της Δεξιάς και νεοφιλελεύθερηςΚυβέρνησηςτης; Και γιατίγια το Ελληνικό δημόσιο (και τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη) είναι επωφελές και αναπτυξιακό να παραχωρείή να πουλάει βασικές παραγωγικές υποδομές της κοινωνίας(λιμάνια, αεροδρόμια, ενέργεια, οδικοί άξονες….);
4. Δεν περιμένουμε την ανατροπήπολιτικών αποφάσεων από την δικαστική εξουσία και το ΣΤΕ! Όμως και σε αυτό το ανώτατοθεσμικόόργανο της πτωχυμένης‘’ελληνικήςκρατικήςοντότητας’’ θα καταγραφεί ο διχασμός της ΕλληνικήςΚοινωνίας στις εφαρμοζόμενεςμνημονιακές πολιτικέςεκμαυλισμού του ΕλληνικούΚράτους. Πάνω σε παρόμοιες διαφοροποιήσεις θα στηριχτείτο νέοκίνημααναγέννησης της Χώρας και του Λαού μας.
Αμφισβητείται η αρμοδιότητα του Γενικού Επιθεωρητή ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης να ασκεί προσφυγές κατά πειθαρχικών αποφάσεων δημοσίων υπαλλήλων μετά τη λήξη της πενταετούς θητείας του, από το 2009
Ο Γενικός Επιθεωρητής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης, Λ. Ρακιντζής, μετά τη λήξη της 5ετους θητείας του, παραμένει νόμιμα στη θέση του και ασκεί προσφυγές ενώπιον της Δικαιοσύνης κατά τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων που αφορούν δημοσίους υπαλλήλους; Το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με σειρά αποφάσεων του, παρέπεμψε λόγω σπουδαιότητας το ζήτημα στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, προκειμένου να αποφανθεί εκείνο.
Ειδικότερα, το Γ΄ Τμήμα δημοσίευσε -την τελευταία ημέρα του 2015- σειρά αποφάσεών του που σχετίζονταν με προσφυγές. Αυτές, αφορούν τόσο εκείνες του κ. Ρακιντζή ο οποίος ζητάει να μετατραπούν προς το αυστηρότερο οι τελεσίδικες πειθαρχικές αποφάσεις σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων, όσο και προσφυγές δημοσίων υπάλληλων που ζητούν να απορριφθούν οι προσφυγές του κ. Ρακιντζή κατά των πειθαρχικών τους αποφάσεων.
«Εξαιρετικές συνθήκες»
Σύμφωνα, πάντως, με το Γ’ Τμήμα του ΣτΕ, «η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, του οποίου έληξε η θητεία, είναι ανεκτή μόνον εφόσον συντρέχουν συνθήκες όλως εξαιρετικές, οι οποίες καθιστούν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή νέου Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης από το υπουργικό συμβούλιο και πάντως, όχι πέραν ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις».
Όπως αναφέρουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, αντίθετη ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου, «η οποία θα επέτρεπε τη χωρίς χρονικό περιορισμό συνέχιση της άσκησης προσφυγών από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μετά τη λήξη της θητείας του, δεν μπορεί να βρει έρεισμα στην αρχή της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του ανάγεται στον εσωτερικό έλεγχο της Δημόσιας Διοίκησης, αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και δεν αφορά, την παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες ή στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους».
Μάλιστα, όπως επισημαίνεται στις αποφάσεις, «το Δημόσιο δεν επικαλέστηκε λόγους εξαιρετικών συνθηκών, οι οποίες κατέστησαν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, μεταξύ της λήξης της θητείας του και της άσκησης των προσφυγών του ενώπιον της Δικαιοσύνης».
«Θα απορριφθούν οι προσφυγές»
Επιπλέον, η διαδικασία επιλογής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης «ουδόλως προσκρούει σε δυσχέρειες ανάλογες με εκείνες της επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών που προβλέπονται στο Σύνταγμα». Σε περίπτωση που γίνει αποδεκτή από την Ολομέλεια του ΣτΕ η άποψη της πλειοψηφίας του Γ΄ Τμήματος (και δεν επεκταθούν οι απόψεις του) τότε όλες οι προσφυγές (1.100 διοικητικές πράξεις) που έχει καταθέσει ο κ. Ρακιντζής στο ΣτΕ από τη λήξη της θητείας του έως σήμερα και με τις οποίες ζητούσε να αυστηροποιηθούν οι πειθαρχικές ποινές σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων, θα απορριφθούν και θα αναβιώσουν ως έχουν οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων.
Να σημειωθεί ότι ο κ. Ρακιντζής τοποθετήθηκε στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης στις 13 Σεπτεμβρίου του 2004 και η θητεία του έχει λήξει από τις 14 Σεπτεμβρίου του 2009. Σύμφωνα με τον νόμο 3074/2002 ο Γενικός Επιθεωρητής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης επιλέγεται από το υπουργικό συμβούλιο έπειτα από εισήγηση του υπουργού Εσωτερικών με 5ετή θητεία. Διορίζεται και παύεται με Προεδρικά Διατάγματα. Για την επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών προβλέπεται η προηγούμενη απόφαση των μελών της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής.