Ενα… χαλαρό Μνημόνιο με προαπαιτούμενα αλλά χωρίς χρηματοδότηση βρίσκεται στο τέλος του τρίτου Μνημονίου, με την πορεία ως εκεί να περνάει και πάλι από την κρίση του ΔΝΤ.
Το στοιχείο του… «Μνημονίου μετά το Μνημόνιο», στο οποίο συμφωνούν όλοι οι δανειστές, είναι ότι οι αξιολογήσεις θα πραγματοποιούνται κάθε έξι μήνες (στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου) και όχι κάθε τρεις μήνες όπως σήμερα.
Ωστόσο, οι στόχοι οι οποίοι θα εξετάζονται θα είναι υψηλοί και δεσμευτικοί. Θα πρέπει να επιτυγχάνονται χωρίς αποκλίσεις οι δημοσιονομικοί στόχοι για πλεόνασμα 3,5% ως το 2022 και πάνω από 2% για τα επόμενα χρόνια. Επίσης, θα συμφωνηθούν συγκεκριμένοι στόχοι για μια σειρά από βασικές μεταρρυθμίσεις, όπως η ολοκλήρωση του ασφαλιστικού, η αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης, η εκκαθάριση των «κόκκινων» δανείων, οι αλλαγές με στόχο τον εκσυγχρονισμό του Δημοσίου, οι αλλαγές στην αγορά ενέργειας και η τήρηση του χρονοδιαγράμματος για τις αποκρατικοποιήσεις. Παράλληλα, βέβαια, θα υπογραφεί και μια ρήτρα μη αναστροφής μεταρρυθμίσεων σε εργασιακά, συντάξεις, μισθούς και δομικές μεταρρυθμίσεις σε Υγεία, αγορές και Δημόσιο.
Το σύστημα «επιβράβευσης» ή ποινής θα περνά από τη ρύθμιση που ετοιμάζεται για το χρέος. Εκτός από την άμεση επιμήκυνση των λήξεων των δανείων από τον προκάτοχο του ESM, το EFSF, που θα έχει ισχύ μετά το 2022 και αν η Ελλάδα συνεχίσει να πετυχαίνει τους στόχους της, θα υπάρχουν δύο στοιχεία επιβράβευσης που θα αντικαταστήσουν τις γνωστές σήμερα δόσεις.
Το ένα θα αφορά στην εκταμίευση προς την Ελλάδα των κερδών ύψους περίπου 8 δισ. ευρώ από τα ομόλογα που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες (ANFA SNPs). Τα χρήματα αυτά -όπως φαίνεται- θα εκταμιευτούν σταδιακά, ανάλογα με την επίτευξη των στόχων, και θα χρησιμοποιηθούν για καθαρά αναπτυξιακούς σκοπούς. Τα χρήματα είχε αποφασιστεί, από το 2012, να εκταμιευτούν προς την Ελλάδα, στο πλαίσιο του β’ Μνημονίου, μετά το PSI, στο οποίο δεν συμμετείχαν τα ελληνικά ομόλογα που κατείχαν οι κεντρικές τράπεζες, ως μέτρο δικαιοσύνης έναντι των ιδιωτών πιστωτών. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Τα χρήματα αυτά παρακρατήθηκαν και τώρα θα αποδοθούν ως «μπόνους».
Το δεύτερο είναι ότι μέρος από το αναμενόμενο υπόλοιπο των περίπου 27 δισ. (από τα συνολικά 86 δισ. του δανείου του 2015 από τον ESM) δεν θα ακυρωθεί, αλλά θα χρησιμοποιηθεί για να αποπληρώσει η Ελλάδα τα περίπου 9 δισ. ευρώ που χρωστάει στο ΔΝΤ, υπό την αίρεση ότι οι στόχοι θα επιτυγχάνονται. Ετσι θα αναχρηματοδοτηθεί το «ακριβό» χρέος προς το Ταμείο (που έχει επιτόκιο 3,8%) με χαμηλότοκο χρέος προς τον ESM (επιτόκιο 0,86%), με επέκταση της διάρκειας αποπληρωμής για 20 χρόνια.
Το ΔΝΤ θα έχει τον πρώτο λόγο για επιβολή επιπρόσθετων μέτρων
Η εφαρμογή όλων των αποφάσεων θα περάσει από την τέταρτη αξιολόγηση, που θα έχει ως πιο δύσκολο στάδιο τα μέτρα της διετίας 2019-2020 και τα αποτελέσματα των stress test των τραπεζών.
Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι τον πρώτο λόγο για την εφαρμογή πρόσθετων μέτρων θα τον έχει το ΔΝΤ, το οποίο, μέχρι τώρα, έχει επιβάλει όλες του τις απαιτήσεις. Το Ταμείο διατηρεί τις απαισιόδοξες προβλέψεις του για την Ελλάδα, εκτιμώντας ότι από το 2019 και μετά η χώρα θα επιβραδύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5%, με ρυθμό ανάπτυξης που μεσοπρόθεσμα θα παραμείνει λίγο πάνω από το 1% του ΑΕΠ.
Την ίδια ώρα περιμένει το αποτέλεσμα των τεστ κοπώσεως στις εμπορικές τράπεζες για να επαναφέρει και το δεύτερο ειδικό θέμα του, την ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης -έστω και προληπτικής- των τραπεζών.
Το πιο πιθανό είναι ότι μέσα στον Απρίλιο θα ξαναζήσουμε την άνοιξη του 2016, όταν το Ταμείο πίεζε για την πρόωρη νομοθέτηση της περικοπής των συντάξεων για το 2019 και του αφορολογήτου για το 2020, με το συμβιβασμό της αποδοχής και των -γνωστών πια- «αντίμετρων» για καθεμία χρονιά.
Η ελληνική πλευρά, σε τελείως άλλο μήκος κύματος, προσπαθεί να ανοίξει τη συζήτηση για την αναβολή της περικοπής των συντάξεων μετά το εκλογικό 2019. Τούτο ακόμη και η πιο «φιλική» Ευρωπαϊκή Επιτροπή το έχει αποκλείσει, αφού τόσο τα μέτρα όσο και τα αντίμετρα είναι επισήμως κομμάτι του προγράμματος του ESM.
Η Γερμανία που δεν ανοίγει τα χαρτιά της και τα σενάρια που… απευχόμαστε
Κλειδί για τις περαιτέρω εξελίξεις θα είναι η στάση της Γερμανίας και της σφαίρας επιρροής της εντός της ευρωζώνης, που έχει επιβάλει την παρουσία του ΔΝΤ ως του τεχνοκρατικού οργανισμού που επιβάλλει την αποπολιτικοποίηση του ελληνικού προγράμματος. Μέχρι στιγμής η νέα γερμανική κυβέρνηση δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά της, με εξαίρεση στο θέμα του χρέους, όπου δείχνει πρόθυμη να το προχωρήσει, έστω και με τους δικούς της όρους. Αν επιμείνει, όμως, μαζί με τους συμμάχους της και τους Ευρωπαίους δανειστές για την παραμονή του ΔΝΤ ως το τέλος του προγράμματος και δεν συναινέσει στην πολύ γενναία ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας, τότε ο συμβιβασμός που θα γίνει θα βρει και πάλι χαμένη τη χώρα μας. Μάλιστα, πληροφορίες θέλουν τη Γερμανία να θέλει να διατηρήσει στη φάση της συνεχιζόμενης εποπτείας το Ταμείο -και τα πρώτα χρόνια μετά το πρόγραμμα- ως εγγύηση ότι οι προσπάθειες της Ελλάδας δεν θα χαλαρώσουν.
Το ίδιο το Ταμείο -μέχρι στιγμής- τηρεί στάση αναμονής επαναλαμβάνοντας διά των εκπροσώπων του ότι η Ελλάδα χρειάζεται να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και οι Ευρωπαίοι εταίροι της να προχωρήσουν σε γενναία ελάφρυνση του χρέους της.
Σε κάθε περίπτωση, μέχρι και τον Αύγουστο, για να βγει η Ελλάδα από το Μνημόνιο, θα πρέπει να εκδοθούν δύο εκθέσεις βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος. Η μια θα πρέπει να υπογράφεται από την Ε.Ε. και η δεύτερη να υπογράφεται από το ΔΝΤ. Και οι δύο θα πρέπει να καταλήγουν στο ότι, μετά τα μέτρα που θα αποφασιστούν, το ελληνικό χρέος θα είναι πλέον βιώσιμο. Κάτι τέτοιο πάντως, με βάση τις διαφορές στις προβλέψεις των δύο οργανισμών για την Ελλάδα, φαντάζει από δύσκολο έως αδύνατο.