Μειώνοντας την ποσότητα της ζάχαρης στη διατροφή των παιδιών, ειδικά εκείνων που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, μειώνονται μέσα σε 10 μόλις ημέρες οι πιθανότητες για πολλές μεταβολικές νόσους, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Obesity.
Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι γονείς πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στην πρόσληψη ζάχαρης από ότι στις συνολικές θερμίδες, όταν επιδιώκουν να κάνουν αλλαγές στη διατροφή των παιδιών τους.
Το μεταβολικό σύνδρομο είναι μια ομάδα ασθενειών που εμφανίζονται ταυτόχρονα, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλή γλυκόζη, περίσσεια λίπους γύρω από τη μέση και μη φυσιολογικά επίπεδα χοληστερόλης, που μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή νόσο, εγκεφαλικό επεισόδιο και διαβήτη.
Η ηπατική νόσος και ο διαβήτη τύπου 2, ασθένειες που σχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο, έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ των παιδιών σε όλο τον κόσμο και ειδικά στην “Δύση”, λόγω της παχυσαρκίας και άλλων συνθηκών που προκαλούνται κυρίως από την κακή διατροφή.
Οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο Touro στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ προσπάθησαν να βρουν αν τα σωρευτικά αποτελέσματα της μεταβολικής νόσου οφείλονται στην παχυσαρκία, τις θερμίδες ή κάτι άλλο στη διατροφή. Βρήκαν ότι ο περιορισμός της ζάχαρης στα παιδιά, χωρίς να αλλάξει το σωματικό τολυς βάρος από κάποια άλλη δίαιτα κλπ μείωσε δραματικά τα συμπτώματα του μεταβολικού συνδρόμου.
Για τις ανάγκες της έρευνας οι επιστήμονες εξέτασαν τις περιπτώσεις 44 παιδιών ηλικίας 9-18 ετών. Όλα τα παιδιά ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα και όλα είχαν επιδείξει σαφή συμπτώματα μεταβολικού συνδρόμου. Τα παιδιά ακολούθησαν μια συγκεκριμένη διατροφή επί 9 ημέρες, όπου διατήρησαν την πρωτεΐνη, το λίπος και τους υδατάνθρακες που συνήθως κατανάλωναν, αλλά μείωσαν την πρόσληψη ζάχαρης από το 28% της διατροφής τους στο 10%.
Η ζάχαρη που κόπηκε από τη διατροφή των παιδιών αντικαταστάθηκε με άμυλο, όπως κουλούρια, δημητριακά και ζυμαρικά, αν και τα παιδιά μπορούσαν ελεύθερα να πάρουν φυσική ζάχαρη μέσω των φρούτων.
Μετά τις 9 ημέρες, οι ερευνητές διαπίστωσαν σαφή μείωση στην πίεση του αίματος, τα τριγλυκερίδια, την κακή χοληστερόλη, τη γλυκόζη νηστείας και τα επίπεδα ινσουλίνης και βελτίωση της ηπατικής λειτουργίας σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά.
http://www.upi.com
Η κατανάλωση αλλαντικών είναι καρκινογόνος και η κατανάλωση κόκκινου κρέατος είναι "πιθανόν" καρκινογόνος, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση του Διεθνούς Κέντρου Έρευνας για τον Καρκίνο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
"Τα αποτελέσματα δικαιολογούν τις σημερινές συστάσεις για τη δημόσια υγεία για περιορισμό της κατανάλωση κρέατος", σχολίασε ο δρ Κρίστοφερ Γουάιλντ, διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου Έρευνας για τον Καρκίνο (CIRC), από όπου προέρχονται και τα συμπεράσματα. Το χοιρινό κρέας περιλαμβάνεται στα κόκκινα κρέατα, μαζί με το μοσχαρίσιο, το βοδινό, το αρνίσιο, το κατσικίσιο, καθώς και το κρέας του αλόγου.
Ωστόσο, το Διεθνές Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο επισημαίνει ότι το γεγονός ότι τα αλλαντικά και άλλα επεξεργασμένα προϊόντα κρέατος περιλαμβάνονται μαζί με παράγοντες όπως ο καπνός και ο αμίαντος στη λίστα των προϊόντων που προκαλούν καρκίνο δεν σημαίνει ότι είναι το ίδιο επικίνδυνα με αυτά.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του προγράμματος "Global Burden of Disease Project", 34.000 θάνατοι από καρκίνο ετησίως στον κόσμο αποδίδονται σε μία διατροφή πλούσια σε αλλαντικά, έναντι 1.000.000 θανάτων που αποδίδονται στο κάπνισμα και 600.000 στην κατανάλωση αλκοόλ.
Τα συμπεράσματα του Διεθνούς Κέντρου Έρευνας για τον Καρκίνο βασίζονται σε περισσότερες από 800 μελέτες για την περίληψη του επεξεργασμένου κρέατος, κατηγορία στην οποία ανήκουν τα αλλαντικά, στους "καρκινογόνους για τον άνθρωπο παράγοντες (Ομάδα 1)", βάσει "ικανών ενδείξεων σύμφωνα με τις οποίες η κατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος προκαλεί καρκίνο του εντέρου". "Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται ανάλογα με την ποσότητα", σύμφωνα με τον δρ Κουρτ Στράιφ του CICR.
Η κατανάλωση κόκκινου κρέατος θεωρείται "πιθανόν καρκινογόνος για τον άνθρωπο (Ομάδα 2Α), επί τη βάσει περιορισμένων ενδείξεων". Το Διεθνές Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο εντόπισε σύνδεση με τον καρκίνο του εντέρου, αλλά και του παγκρέατος και του προστάτη.
Η συχνή κατανάλωση καφέ φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο για στοματικό καρκίνο, ιδίως στην Ευρώπη, σύμφωνα με μια νέα κινεζική επιδημιολογική μελέτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Γινγκ Ζανγκ της Σχολής Στοματολογίας του Ιατρικού Πανεπιστημίου της Κίνας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση (μετα-ανάλυση) στο διεθνές περιοδικό κλινικής και πειραματικής ιατρικής «International Journal of Clinical and Experimental Medicine», ανέλυσαν δεδομένα από 12 επιδημιολογικές μελέτες, που αφορούσαν 4.037 περιπτώσεις καρκίνου του στόματος και 1.872.231 συμμετέχοντες συνολικά.
Από τις μελέτες που ελήφθησαν υπόψη, οι τρεις έλαβαν χώρα στην Ιταλία, τρεις στις ΗΠΑ, δύο στη Βραζιλία και από μία στη Δανία, στη Νορβηγία, στην Ιαπωνία και στη Γαλλία. Σημαντικές συσχετίσεις βρέθηκαν μόνο στις μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη και όχι στις μελέτες της Αμερικής. Λόγω αυτού του περιορισμού, τα αποτελέσματα ισχύουν για την Ευρώπη, αλλά δεν μπορούν να επεκταθούν σε άλλους πληθυσμούς.
Η νέα μελέτη συμπέρανε ότι η υψηλή κατανάλωση καφέ επιφέρει μείωση του κινδύνου εμφάνισης του καρκίνου του στόματος και μάλιστα φάνηκε ότι η συσχέτιση αυτή είναι σημαντική στην Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα έδειξε ότι αυτοί που κατανάλωναν υψηλές ποσότητες καφέ είχαν κατά μέσο όρο 30% μικρότερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο του στόματος, σε σχέση με αυτούς που έκαναν την μικρότερη κατανάλωση καφέ.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο καφές περιέχει ποικιλία από βιολογικά ενεργά συστατικά, τα οποία μπορεί ενδεχομένως να προστατεύουν από την ανάπτυξη ή την εξέλιξη του καρκίνου. Εκτός από την καφεΐνη, τόσο το καφεϊκό οξύ όσο και δύο διτερπένια που συναντώνται ειδικά στον καφέ, η καφεστόλη και η καχεόλη, έχουν μελετηθεί και έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να συμβάλουν στην προστασία κατά της οξειδωτικής βλάβης του DNA, της επιτάχυνσης της απόπτωσης των κυττάρων ή κατά του έντονου πολλαπλασιασμού των καρκινικών κυττάρων.
Ως υψηλά ποσοστά κατανάλωσης οι ερευνητές όρισαν μία ποσότητα άνω των τριών φλιτζανιών/κουπών ημερησίως, έναντι του πολύ ενός φλιτζανιού/κούπας που ορίστηκε η χαμηλή κατανάλωση καφέ.
Ο καρκίνος του στόματος αποτελεί την όγδοη συχνότερη μορφή καρκίνου παγκοσμίως και έχει χαμηλό ποσοστό επιβίωσης. Μελέτες έχουν δείξει ότι οφείλεται τόσο σε γενετικούς παράγοντες, όσο και σε περιβαλλοντικούς (αλκοόλ, κάπνισμα κ.α.).
Μία βρετανική δημοσκόπηση που διενεργήθηκε από το διαδικτυακό πάροχο Plusnet αποκαλύπτει ποια είναι, σύμφωνα με τις απαντήσεις του κοινού, η χειρότερη μέρα και ώρα της εβδομάδας, αλλά και γιατί.
Παράλληλα, η έρευνα εξετάζει ποια είναι οι παράγοντες εκείνοι που μπορούν να προκαλέσουν μεταστροφή της ψυχολογίας του ατόμου προς το καλύτερο.
Ποια είναι, λοιπόν, η πιο «δυσάρεστη» μέρα και ώρα της εβδομάδας;
Βάσει των απαντήσεων, οι πολίτες του κόσμου είναι πιο δυστυχισμένοι από ποτέ κάθε Δευτέρα, περίπου στις 11:17 το πρωί
Βέβαια, σταδιακά οι άνθρωποι φαίνεται πως αρχίζουν να αισθάνονται καλύτερα και το μεσημέρι –περίπου στις 2:35μμ- είναι πλέον και πάλι ευτυχισμένοι.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τη δημοσκόπηση, 9 στους 10 από τους ερωτηθέντες πιστεύουν ότι υπάρχουν ορισμένα μικρά πράγματα, τα οποία μπορούν να τους κάνουν να αισθανθούν καλύτερα.
Ποια είναι αυτά;
1. Να κάνουν μια καλή πράξη για κάποιον άλλον (47%)
2. Να γίνουν αποδέκτες μιας καλής πράξης ή συμπεριφοράς από κάποιο ξένο (44%)
3. Να βρουν μια...προσφορά σε κάποιο κατάστημα (42%)
4. Μια αγκαλιά (40%)
5. Ένα κομπλιμέντο από έναν ξένο (39%)
6. Να σταματήσει ένα αυτοκίνητο για να περάσει κάποιος το δρόμο (36%)
7. Να επιστρέψουν στο σπίτι και να τους...υποδεχτεί το κατοικίδιό τους (35%)
8. Να φτάσει στο σπίτι ένα γράμμα (31%)
9. Να ακούσουν το αγαπημένο τους τραγούδι στο ραδιόφωνο (31%)
10. Να ακούσουν μια καλημέρα από κάποιον περαστικό
Όσο υψηλότερο είναι το εισόδημα ενός ασθενούς, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να επιβιώσει ύστερα από μια καρδιοχειρουργική επέμβαση, τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με μια νέα σουηδική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι οι κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες συνδέονται όχι μόνο με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο -οι πλουσιότεροι αρρωσταίνουν λιγότερο-, αλλά και με τον κίνδυνο θανάτου μετά από μια επέμβαση στην καρδιά.
Οι ερευνητές του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή καρδιοχειρουργικής Ούλρικ Σαρτίπι, μελέτησαν στοιχεία για 100.500 άτομα που έκαναν επέμβαση καρδιάς μεταξύ 1999-2012. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες (20% η κάθε μία) ανάλογα με το εισόδημά τους και παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο επί επτά χρόνια μετά την επέμβαση.
Η στατιστική ανάλυση έδειξε πως η πιθανότητα θανάτου μετά την επέμβαση είναι κατά μέσο όρο σχεδόν 30% μικρότερη στην ομάδα που ανήκει στο 20% του πληθυσμού με το μεγαλύτερο εισόδημα, σε σχέση με το 20% των ανθρώπων με το χαμηλότερο εισόδημα. Όσο σταδιακά μικραίνει το εισόδημα, τόσο αντίστοιχα αυξάνει ο μετεγχειρητικός κίνδυνος αναφέρει το Koolnews.gr.
«Διαπιστώνουμε μια έντονη συσχέτιση ανάμεσα στο εισόδημα και στην επιβίωση μετά την εγχείρηση, αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιοί άλλοι παράγοντες μπορεί να παίζουν ρόλο γι' αυτό» δήλωσε ο Σαρτίπι.
Τέτοιοι παράγοντες, που επηρεάζουν την μετεγχειρητική πρόγνωση, είναι η ηλικία -όσο μεγαλύτερος είναι κανείς, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος της επέμβασης-, το φύλο, η ύπαρξη άλλων ασθενειών όπως του ήπατος και του διαβήτη, το κάπνισμα, η διατροφή, η άσκηση, η κανονική λήψη των αναγκαίων φαρμάκων μετά την επέμβαση και άλλα.