Η προέκταση της χρήσης του «ελληνικού ποδιού», τόσο στην τέχνη πριν από την ελληνιστική περίοδο όσο και μετά από αυτήν, αφήνει κάποια περιθώρια επίρρωσης της θεωρίας περί ρωμαϊκής καταγωγής των Καρυάτιδων
Σύμφωνα με το protothema.gr το μυστικό της καταγωγής τους κρύβουν στα δάχτυλα των ποδιών τους οι Καρυάτιδες της Αμφίπολης. Σύμφωνα με ορισμένους αρχαιολόγους, η μορφολογία των κάτω άκρων τους δηλώνει πασιφανώς την ελληνική τους ταυτότητα. Άλλοι συνάδελφοί τους όμως είναι πολύ πιο επιφυλακτικοί, επισημαίνοντας ότι, ακριβώς αυτό που ονομάζεται «ελληνικό πόδι» στη γλυπτική μπορεί να ενισχύει την άποψη περί της ρωμαϊκής προέλευσης των Καρυάτιδων.
Όπως φάνηκε μόλις αποκαλύφθηκαν ως τα βάθρα τους, οι Κόρες της Αμφίπολης θα μπορούσαν να αποτελούν υπόδειγμα πλαστικής απόδοσης ενός κανόνα της γλυπτικής: Το δεύτερο δάχτυλο του ποδιού αποδίδεται στα αγάλματα πάντα ως μακρύτερο του μεγάλου δαχτύλου. Επίσης, το τρίτο δάχτυλο είναι σημαντικά πιο μικρό και φουσκωτό. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό που έμεινε στην ιστορία της τέχνης ως «πους ο ελληνικός».
Το μακρύτερο δεύτερο δάχτυλο θεωρούνταν δείγμα ευγενούς καταγωγής και, μια δοξασία που ενισχύθηκε, διαδόθηκε και επικράτησε κυρίως κατά την περίοδο των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σε σαφή διάκριση από το «αιγυπτιακό πόδι», τύπο στον οποίον το μεγάλο δάχτυλο προεξέχει, το «ελληνικό πόδι» καθιερώθηκε ακόμη και στην αιγυπτιακή τέχνη, ιδιαίτερα μετά από τη δυναστεία που ίδρυσε ο Πτολεμαίος, ο Μακεδόνας στρατηγός του Αλεξάνδρου.
Παρόλ' αυτά, όπως υπογραμμίζουν ειδικοί στην αρχαία γλυπτική, το «ελληνικό πόδι» όπως αυτό που διακρίνεται εμφανώς πάνω από τα κρηπιδωτά υποδήματα των Καρυάτιδων, αποτελούσε κοινό τόπο, τόσο πριν από την εποχή της ακμής των Μακεδόνων όσο και πολύ μετά από αυτήν. Η γοητεία που ασκούσε στους καλλιτέχνες το προεξέχον δεύτερο δάχτυλο του ποδιού, το διατήρησε δημοφιλές και επίκαιρο σχεδόν επ' άπειρον: Η πορεία του «ελληνικού ποδός» ξεκινά από την αρχαία ελληνική γλυπτική, περνά στη ρωμαϊκή, αναγεννάται με τις κάθε είδους νεο-κλασσικιστικές τάσεις και φτάνει ακόμη και ως τα πελώρια πέλματα του Αγάλματος της Ελευθερίας.
Η γαλλική ονομασία του «ελληνικού ποδιού» είναι επίσης ενδεικτική των θεωριών που έχουν διατυπωθεί γύρω από αυτό: Εκτός από «pied grec» («ελληνικό πόδι»), οι Γάλλοι το αποκαλούν και «pied de Néanderthal», καθώς το προεξέχον δεύτερο δάχτυλο θεωρείται αταβιστικό κατάλοιπο της προέλευσης του ανθρώπου από τους πιθηκοειδείς συγγενείς του στο ζωικό βασίλειο.
Η προέκταση της χρήσης του «ελληνικού ποδιού», τόσο στην τέχνη πριν από την ελληνιστική περίοδο όσο και μετά από αυτήν, αφήνει κάποια περιθώρια επίρρωσης της θεωρίας περί ρωμαϊκής καταγωγής των Καρυάτιδων. Με το ίδιο κριτήριο όμως, επιβεβαιώνεται η ελληνικότητα των επιβλητικών γυναικείων αγαλμάτων στον τάφο της Αμφίπολης.
Σύμφωνα και με τους ορθοπαιδικούς, υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι πέλματος: το «αιγυπτιακό πόδι», στο οποίο το μεγάλο δάχτυλο είναι το μακρύτερο και τα υπόλοιπα σταδιακά μικραίνουν, το «ρωμαϊκό πόδι», όπου τα δάχτυλα έχουν περίπου το ίδιο μήκος, και το «ελληνικό πόδι», στο οποίο το δεύτερο δάκτυλο είναι πιο μπροστά από το μεγάλο. Αξίζει να αναφερθεί ότι και το Άγαλμα της Ελευθερίας, έχει το «ελληνικό πόδι». Στην ιατρική, ο συγκεκριμένος τύπος πέλματος, ονομάζεται Morton's toe. Το όνομα δόθηκε από τον Αμερικανικό ορθοπαιδικό χειρούργο, Dudley Joy Morton (1884–1960) και ουσιαστικά αποτελεί μία δυσμορφία, σε σχέση με το το 70%-80% του παγκόσμιου πληθυσμού που έχει το φυσιολογικό «αιγυπτιακό πόδι».
Οι κόθορνοι
Στα αρχαία αγγεία που έχουν βρεθεί και σε σχετικές πηγές, ανάμεσα στα υποδήματα των αρχαίων Ελλήνων, συναντάμε και τους κοθόρνους. Οι κόθορνοι έχουν συνδεθεί με το αρχαίο ελληνικό δράμα, καθώς η χοντρή σόλα τους, έδινε το ανάλογο ύψος στους υποκριτές, χαρίζοντας τους, μία επιβλητική ανωτερότητα. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ο Αισχύλος ήταν εκείνος που το χρησιμοποίησε πρώτος στο θέατρο. Έκτοτε, καθιερώθηκε οι τραγικοί υποκριτές να φορούν τα συγκεκριμένα υποδύματα. Κυρίως οι υποκριτές που ενσάρκωναν τους θεούς. Για παράδειγμα, στους «Βατράχους», ο θεός Διόνυσος φοράει κοθόρνους.
Στο θέατρο, οι κόθορνοι αποτελούνταν από το συνήθως μονοκόμματο κάττυμα, με ύψος γύρω στα 8 εκατοστά ( ή κάτυμμα από επάλληλες ξύλινες στρώσεις). Χάρη στα υποδύματα αυτά, ο ηθοποιός μπορούσε να φτάσει σε ύψος γύρω στο 1.80 και 1.90 και για αυτό το λόγο έπρεπε να εξασκηθεί αρκετά για να μην πέσει. Το ρωμαϊκό θέατρο, υιοθέτησε από το ελληνικό τους κοθόρνους, όχι όμως τόσο πιστά, αφού σε αρκετές τοιχογραφίες στην Πομπηία, που απεικονίζουν θεατρικές παραστάσεις, οι ηθοποιοί δεν φορούν κοθόρνους.
Στην καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων, οι κόθορνοι, ήταν ένα πολύ πιο άνετο υπόδημα. ΄Ηταν φαρδύ και το φορούσαν και οι άνδρες και οι γυναίκες. Σύμφωνα βέβαια, με κάποιες πηγές, ο κόθορνος ήταν αποκλειστικά γυναικείο υπόδυμα, ενώ για άλλες, όπως για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μόνο ανδρικό. Έχει υπερισχύσει η άποψη όμως, ότι το υπόδημα προοριζόταν και για τα δύο φύλα. Ήταν μάλιστα, τόσο φαρδύ, ώστε να ταιριάζει και στο αριστερό και στο δεξί πόδι, όπως μας πληροφορεί ο Αριστοφάνης: «ες τω κοθόρνω τω πόδ'ενθείς ίαιμαι». Αυτός, άλλωστε ήταν και ο λόγος, που ο κόθορνος έλαβε και μεταφορική σημασία: «κόθορνος» προσονομάστηκε ειρωνικά ο Θηραμένης, ένας από τους Τριάκοντα Τυράννους και στρατηγός στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Οι ομοιότητες των Καρυατίδων της Αμφίπολης με τις Καρυάτιδες στο Ερέχθειο
Στους κοθόρνους των Καρυάτιδων της Αμφίπολης βρέθηκαν ίχνη από κόκκινο και κίτρινο χρώμα. Ζωγραφισμένες ήταν και οι Καρυάτιδες στο Ερέχθειο, αλλά τα χρώματα χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Ένα άλλο κοινό τους σημείο, είναι ότι τόσο οι Καρυάτιδες στην Αμφίπολη, όσο και στο Ερέχθειο, λειτουργούν ως κίονες. Μπορεί οι πρώτες να βρίσκονται εντός του ταφικού μνημείου στον λόφο Καστά, και οι δεύτερες σε περίοπτη θέση, ωστόσο σύμφωνα με την παράδοση, και οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου «φρουρούσαν» τον τάφο του μυθικού βασιλιά της Αθήνας, του Κέκροπα.
Το Μουσείο της Ακρόπολης μας πληροφορεί: «Για τις Καρυάτιδες έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες. Η πειστικότερη υποστηρίζει ότι αποτελούσαν το υπέργειο μνημείο του τάφου του Κέκροπα και ότι ήταν οι χοηφόροι που απέδιδαν τιμές στον ένδοξο νεκρό. Το κυρίως οικοδόμημα και τη βόρεια πρόσταση του Ερεχθείου περιέτρεχε μια συνεχής ιωνική ζωφόρος διακοσμημένη με μορφές θεών, ηρώων και θνητών σε σκηνές που συνδέονταν με τις πανάρχαιες λατρείες του Ερεχθείου. Οι μορφές ήταν ξεχωριστά δουλεμένες σε παριανό μάρμαρο και προσαρμοσμένες σε πλάκες από γκρίζο ελευσινιακό λίθο». Όσο για το πώς προέκυψε το όνομα «Καρυάτιδες», το Μουσείο διευρκρινίζει: «Τα αγάλματα, σε οικοδομική επιγραφή του Ερεχθείου ονομάζονται απλώς Κόρες, ενώ η ονομασία Καρυάτιδες δόθηκε σε μεταγενέστερα χρόνια. Λόγος έχει γίνει και για τις μορφές τους. Οι μορφές των γυναικείων αγαλμάτων στην Αμφίπολη και στην Ακρόπολη, παραπέμπουν στον τύπο της Κόρης. Πρόκειται για αγάλματα με ελαφρύ χαμόγελο, βοστρύχους, ενώτια και χειριδωτό χιτώνα.