Σε ασφυκτική στενωπό βρίσκονται οι διαπραγματεύσεις για τη θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση, το οποίο σχεδιάζεται να αντικαταστήσει τον Κανονισμό του Δουβλίνου.
Την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση πιέζεται έντονα από τις αντιδράσεις στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπου η κατάσταση τείνει να βρεθεί εκτός ελέγχου έπειτα από την έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για την επίταξη των απαραίτητων ακινήτων και εκτάσεων για τη διαχείριση της κρίσης στην οποία προχώρησε πριν από μερικές ημέρες το Υπουργικό Συμβούλιο, οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να βρει τον κατάλληλο συμβιβασμό με ορίζοντα τον προσεχή Μάρτιο ή Απρίλιο αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η εξεύρεση μιας ισορροπίας μεταξύ «ευθύνης και αλληλεγγύης» αποδεικνύεται εξαιρετικά επίπονη, ενώ το καλοκαίρι δεν είναι μακριά και οι μεταναστευτικές ροές πιθανότατα θα αυξηθούν, προσθέτοντας μεγαλύτερο βάρος στα ελληνικά νησιά. Παράλληλα, η πρόταση περί κατανομής των αιτούντων άσυλο στα κράτη-μέλη ως μέσο ελάφρυνσης των κρατών πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα, έχει αρκετά «γκρίζα σημεία» που δεν έχουν αναδειχθεί και θα μπορούσαν να επιμηκύνουν χρονικά το πρόβλημα της συμφόρησης των ελληνικών νησιών.
Τα προβλήματα της Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας
Ωστόσο, το πρόβλημα επιτείνεται διότι η Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας του Μαρτίου 2016 αντιμετωπίζει πλέον σοβαρά προβλήματα εφαρμογής, και όχι μόνο στο σκέλος των επιστροφών, όπως ορθώς επιμένουν ορισμένοι ευρωπαίοι εταίροι. Είναι σαφές ότι η τρέχουσα ερμηνεία της Δήλωσης βολεύει αρκετούς εξ αυτών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επιστροφή στην Τουρκία μόνο όσων αιτούντων άσυλο παραμένουν στα νησιά. Στο κείμενο της Δήλωσης δεν αναφέρεται όμως πουθενά ρητώς ότι όσοι θα επιστρέφονται πρέπει να μένουν εκεί μέχρι να ολοκληρωθεί όλη η διαδικασία εξέτασης του αιτήματός τους. Πρόκειται, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, για αποδοχή εκ μέρους της ΕΕ μιας ερμηνείας που δόθηκε από την Αγκυρα στην αρχή εφαρμογής της συμφωνίας μέσω άτυπων διαύλων και ανταλλαγής επιστολών που ποτέ δεν δημοσιοποιήθηκαν. Η μόνη σχετική αποτύπωση αυτής της ερμηνείας εντοπίζεται σε ένα έγγραφο ερωταπαντήσεων της Κομισιόν με ημερομηνία 19 Μαρτίου 2016.
Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν επιδόθηκε σε κατάχρηση του κριτηρίου της ευαλωτότητας για τη μεταφορά αιτούντων άσυλο στην ενδοχώρα. Πλέον, όμως, η δημιουργία μεγαλύτερων δομών στα νησιά (ιδιαίτερα σε Λέσβο, Σάμο και Χίο) προκαλεί έντονο πονοκέφαλο στην κυβέρνηση. Υπάρχει επίσης η είσοδος του Εβρου που δεν καλύπτεται από τη Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας, ενώ παράλληλα η Αγκυρα έχει παγώσει δύο εκ των τριών νομικών διαύλων για επιστροφές: το διμερές Πρωτόκολλο Επανεισδοχής με την Ελλάδα και τη Συμφωνία Επανεισδοχής που είχε υπογράψει με την ΕΕ, με αποτέλεσμα άλλα κράτη-μέλη να μην μπορούν να επιστρέψουν ανθρώπους στην Τουρκία, είτε πρόκειται για τούρκους υπηκόους είτε για υπηκόους τρίτων χωρών.
Οι προτάσεις της ελληνικής πλευράς
Η ελληνική πλευρά – και συγκεκριμένα ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιώργος Κουμουτσάκος, που έχει αναλάβει μαζί με την ομάδα του το δύσκολο έργο να προωθήσει τις θέσεις της Αθήνας στο εξωτερικό – απέστειλε πρόσφατα επιστολή (την οποία αποκάλυψε «Το Βήμα» στις 27 Ιανουαρίου) προς τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Μαργαρίτη Σχοινά και την αρμόδια επίτροπο για τις Εσωτερικές Υποθέσεις Ιλβα Γιόχανσον με τις αρχικές θέσεις της κυβέρνησης εν όψει της διαπραγμάτευσης για το «νέο Δουβλίνο». Οπως έλεγαν στο «Βήμα» κοινοτικές πηγές, η νέα πρόταση πρέπει να είναι πιο ισορροπημένη σε σχέση με εκείνη που είχε καταθέσει η Επιτροπή το 2016 και η οποία έδινε μεγαλύτερο βάρος στην αλληλεγγύη έναντι της ευθύνης. Εκείνη η πρόταση ναυάγησε παρά τις προσπάθειες της βουλγαρικής προεδρίας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018. Το νέο σύμφωνο πρέπει, συνεχίζουν οι ίδιες πηγές, να λάβει υπ’ όψιν της τρεις παράγοντες: τον επιμερισμό των βαρών μέσω μιας κατανομής των αιτούντων άσυλο, την ενίσχυση του Frontex, ώστε να βελτιωθεί η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων και να διευκολυνθούν οι επιστροφές προς τις τρίτες χώρες, τόσο προέλευσης όσο και διέλευσης.
Τα non paper Γερμανίας, Ιταλίας
Προς το παρόν, έχουν κατατεθεί δύο non paper από κράτη-μέλη ως συμβολή στην ευρύτερη συζήτηση. Το ένα προέρχεται από τη Γερμανία και το δεύτερο από την Ιταλία. Είναι ξεκάθαρο στους γνωρίζοντες ότι οι απόψεις του Βερολίνου επηρεάζουν σημαντικά τη διαδικασία, από τη στιγμή μάλιστα που ήδη στη γερμανική πρωτεύουσα εκφράζονται φόβοι, διά στόματος του υπουργού Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ, ότι μπορούν να επαναληφθούν οι τεράστιες μεταναστευτικές ροές του 2015. Ωστόσο, «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες» όπως επισημαίνουν ευρωπαίοι διπλωμάτες.
Η κεντρική ιδέα που έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης είναι η κατανομή των αιτούντων άσυλο στα κράτη-μέλη ώστε να ελαφρυνθούν οι χώρες πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα. Ωστόσο, το ενδεχόμενο υποχρεωτικής κατανομής μοιάζει απομακρυσμένο αφού τουλάχιστον οι χώρες του Βίσεγκραντ παραμένουν σταθερά αντίθετες, οπότε το στοιχείο της αλληλεγγύης αδυνατίζει. Επιπλέον, δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτή η κατανομή θα έχει αναδρομική ισχύ ή όχι, ενώ υπάρχει σοβαρή ασάφεια στο σκέλος των επιστροφών που «καίει» την Αθήνα, η οποία έχει καταθέσει σχετικό έγγραφο προς την ΕΕ. Παράλληλα, η αλληλεγγύη μέσω της παροχής υλικής βοήθειας για την προστασία των εξωτερικών συνόρων δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με την αλληλεγγύη στο θέμα του ασύλου, όπως ορισμένες χώρες θα επιθυμούσαν.
Η υποχρεωτική εξέταση στα σύνορα
Ακόμη σημαντικότερη είναι η κυοφορούμενη πρόταση για την υποχρεωτική αρχική εξέταση (initial assessment) του αν κάποιος δικαιούται άσυλο αποκλειστικά στα εξωτερικά σύνορα ανάλογα με το αν προέρχεται από ασφαλή τρίτη χώρα (καταγωγής ή προέλευσης) και αν αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Η σκέψη, η οποία περιέχεται στο σχετικό γερμανικό non paper, είναι αυτή η διαδικασία να ολοκληρώνεται μέσα σε μερικές εβδομάδες και μετά να ξεκινά η κατανομή. Πόσο εύκολη όμως είναι η ταχεία ολοκλήρωση της αρχικής εξέτασης όταν υπάρχουν τόσο πολλές αιτήσεις; Επιπλέον, οι επιστροφές όσων δεν δικαιούνται προστασία δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από την επιθυμία π.χ. της Ελλάδας, αλλά και από τη συνεργασία τρίτων χωρών, όπως η Τουρκία, με τις γνωστές δυσκολίες. Οι υποχρεωτικές διαδικασίες στα σύνορα εμπεριέχουν επίσης τον κίνδυνο κράτησης των αιτούντων άσυλο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν οι ροές αυξηθούν γεωμετρικά σε περίοδο κρίσης, αυτά τα κέντρα κράτησης θα μπορούσαν αυτομάτως να αποδειχθούν μικρά και οι συνθήκες διαβίωσης να χειροτερεύσουν με κίνδυνο παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
ΠΗΓΉ tovima.gr