Την κριτική σύσσωμης της ερευνητικής κοινότητας συγκεντρώνει εδώ και λίγο καιρό ο ΕΟΔΥ με αφορμή τον μοριακό έλεγχο για τη διάγνωση του SARS-CoV-2. Ειδικότερα, οι ερευνητές αναφέρουν ότι ο ΕΟΔΥ κωλυσιεργεί με αποτέλεσμα να μειώνεται η δυνατότητα της χώρας να πραγματοποιήσει περισσότερα μοριακά τεστ, πρακτική που θεωρείται διεθνώς κομβικής σημασίας στη διαχείριση της πανδημίας. Πολύ περισσότερο δε καθώς οι διεθνείς προβλέψεις θέλουν το 40% του ανθρώπινου πληθυσμού να μολύνεται εν τέλει από τον ιό και βεβαίως μια αντίστοιχη αύξηση των θανάτων.
Ολα ξεκίνησαν την περασμένη άνοιξη, μια περίοδο κατά την οποία η πανδημία φούντωνε στην Ευρώπη και οι χώρες διαγκωνίζονταν για την εξασφάλιση αντιδραστηρίων και εξοπλισμού για την πραγματοποίηση διαγνωστικών εξετάσεων.
Στις 20 Μαρτίου, στην καθιερωμένη ανακοίνωση του υπουργείου Υγείας, η κυβέρνηση ευχαρίστησε (διά στόματος Σωτηρίου Τσιόδρα) την ερευνητική κοινότητα η οποία έθετε εαυτόν στην υπηρεσία της χώρας προτιθέμενη να συμβάλει στη διάγνωση, δημιουργώντας μεταξύ άλλων και «σπιτικά» τεστ ώστε να μειωθεί η εξάρτηση της χώρας από ξένες αγορές.
Εμβληματική δράση χωρίς δράση;
Πράγματι, μέχρι τις αρχές Απριλίου η ιδέα είχε διαμορφωθεί στην «Εμβληματική δράση COVID-19-GR», η οποία στόχευε στην «Επιδημιολογική μελέτη του SARS-CoV-2 στην Ελλάδα μέσω εκτεταμένων εξετάσεων ανίχνευσης του ιού και αντισωμάτων, αλληλούχισης ιικών γονιδιωμάτων και γενετικής ανάλυσης ασθενών».
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του πρωθυπουργικού γραφείου, αντικείμενο της δράσης COVID-19-GR θα ήταν η διερεύνηση της επιδημίας από τον ιό SARS-CoV-2 στην Ελλάδα, με πρώτο από τους τέσσερις βασικούς στόχους την «Ανάπτυξη «in house» εγχώριων μοριακών και ανοσολογικών μεθόδων ανίχνευσης του ιού SARS-CoV-2».
Δύο μήνες αργότερα, στις 29 Ιουνίου, έπειτα από συνάντηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων στο Μέγαρο Μαξίμου, η σχετική πρωθυπουργική ανακοίνωση κάνει λόγο για την πρόοδο των εργασιών, οι οποίες εξελίσσονταν με ταχύτερα βήματα από τον αρχικό σχεδιασμό, και «για γραφειοκρατικά εμπόδια που πρέπει να αρθούν σε διάφορους τομείς».
«Δεν χρειάζεται η χώρα τις υπηρεσίες μας;»
Στις 29 Ιουλίου τα εμπόδια φαίνεται να έχουν αρθεί καθώς σχετική τροπολογία ψηφίστηκε από τη Βουλή. Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρουν οι ερευνητές, ο ΕΟΔΥ δεν έχει δώσει το πράσινο φως και κυρίως δεν έχει περάσει στην αποστολή δειγμάτων για εξέταση. «Εργαστήκαμε πολύ σκληρά όλους αυτούς τους μήνες για να αναπτύξουμε τα διαγνωστικά πρωτόκολλα» δήλωσε στο «Βήμα» ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Βασίλης Γοργούλης και ένας από τους συντονιστές της δράσης και πρόσθεσε: «Περισσεύουμε; Δεν χρειάζεται η χώρα τις υπηρεσίες μας;».
Τον έντονο προβληματισμό του εξέφρασε και ο Κώστας Σταματόπουλος, διευθυντής στο Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του Εθνικού Κέντρου Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσώπησε τη χώρα μας στην ευρωπαϊκή δράση για τον κορωνοϊό «ERAvsCORONA», στην οποία ανατέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η διαμόρφωση του πλαισίου των πολιτικών για την αντιμετώπιση της πανδημίας. «Το κρίσιμο θέμα είναι η διενέργεια μεγάλου αριθμού τεστ, την οποία τα ερευνητικά κέντρα της χώρας είναι πανέτοιμα να συνδράμουν. Μόνο οι εκτενείς και ταυτόχρονα στοχευμένοι έλεγχοι θα επιτρέψουν τη σαφή αποτύπωση της πραγματικότητας, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων που θα περιορίσουν την εξάπλωση του ιού» σημείωσε μιλώντας στο «Βήμα».
Σχετικά με τα παράπονα των ερευνητικών ιδρυμάτων, ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ κ. Παναγιώτης Αρκουμανέας δήλωσε στο «Βήμα»: «Ολοι χωρούν στην πανεθνική προσπάθεια για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και σύντομα θα αρχίσει η υλοποίηση της εμβληματικής δράσης. Πρέπει πάντως να σας πω ότι σήμερα η δυνατότητα της χώρας να πραγματοποιεί ελέγχους έχει υπερδεκαπλασιαστεί σε σχέση με την έναρξη της πανδημίας, ενώ τα περισσότερα από 250 κλιμάκιά μας συνεχίζουν να πραγματοποιούν ελέγχους όπου κρίνεται απαραίτητο».
Ποιος μπορεί να διαγνώσει
Στην αρχή της επιδημικής έξαρσης στην Ελλάδα, μοριακές διαγνωστικές εξετάσεις για τον ιό άρχισαν να πραγματοποιούν δημόσια και ιδιωτικά εργαστήρια. Καθοριστικό ρόλο στη διαγνωστική δραστηριότητα είχαν τα τέσσερα κέντρα αναφοράς για τη γρίπη: το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ και τα αντίστοιχα εργαστήρια της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης (ΠΚ). Η επιλογή τους από την πολιτεία δεν ήταν τυχαία: ως κέντρα αναφοράς για τη γρίπη είχαν τη δυνατότητα (κατάλληλο εξοπλισμό, εξειδικευμένο προσωπικό, τεχνογνωσία) να αναπτύξουν το τεστ μοριακού ελέγχου για την ανίχνευση του SARS-CoV-2 σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Στη συνέχεια, το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας ανέλαβε να πραγματοποιεί τις διαγνωστικές εξετάσεις προεγχειρητικού ελέγχου όλων των νοσοκομείων της χώρας, ενώ, απαντώντας στην αυξημένη ζήτηση, στον χορό της διάγνωσης μπήκαν και άλλα εργαστήρια. Σημειώνεται ωστόσο ότι η διαγνωστική επάρκεια δεν είναι σταθερή: ενδεικτικά, μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας είχε αρχίσει να πραγματοποιεί μοριακή διάγνωση για τον ιό και στη συνέχεια σταμάτησε, ενώ υπεύθυνη σχετικού με τη διάγνωση εργαστηρίου πανεπιστημιακού νοσοκομείου σημείωνε στο «Βήμα» ότι «ο αυξανόμενος φόρτος εργασίας και η απαίτηση για γρήγορα αποτελέσματα δυσχεραίνουν το έργο μας».
Οπως όμως αποδεικνύουν τα πρόσφατα γεγονότα στον Πόρο (όπου η καθυστέρηση των απαντήσεων έγινε αιτία περαιτέρω αύξησης των κρουσμάτων), με έναν ιό ο οποίος δεν δίνει εγκαίρως συμπτώματα, η ταχύτητα της διάγνωσης είναι καθοριστικός παράγοντας στον επιτυχή έλεγχο της διάδοσής του.
Οι αριθμοί
Μόνο 40 έλεγχοι ανά 1.000 κατοίκους
Από τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η χώρα βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή: τα επιβεβαιωμένα την Τετάρτη 12 Αυγούστου νέα κρούσματα ανέρχονταν στα 262, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό κρουσμάτων στα 6.177. Προκειμένου να ανιχνευτούν αυτά τα κρούσματα, πραγματοποιήθηκαν από τα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου και μέχρι τη 12η Αυγούστου 679.785 τεστ συνολικά στη χώρα. Με δεδομένο ότι περισσότερα από το 1/3 των τεστ που έχουν διενεργηθεί αφορούσαν τους ελέγχους στις πύλες εισόδου, ο συνολικός αριθμός των τεστ που έγιναν εντός των τειχών, όπου και φαίνεται να υπάρχει αναζωπύρωση της πανδημίας, κυμαίνεται μεταξύ 400.000 και 450.000. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι επρόκειτο για μοναδιαία δείγματα (πράγμα που δεν ισχύει), αυτά αντιστοιχούν στην καλύτερη των περιπτώσεων σε περίπου 40 ελέγχους ανά 1.000 κατοίκους. Ποσοστό που μας κατατάσσει στις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ.Αρκούν άραγε αυτοί οι έλεγχοι για να αποκτηθεί μια καλή εικόνα της διάδοσης του ιού στον πληθυσμό; Ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Υγιεινής και Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ Γκίκας Μαγιορκίνης και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΟΔΥ θεωρεί ότι οι έλεγχοι επαρκούν και σημείωσε στο «Βήμα» ότι τις τελευταίες ημέρες τα δείγματα που ελέγχθηκαν στο εργαστήριό του και τα οποία είχαν προέλευση τα κλιμάκια του ΕΟΔΥ ήταν όλα αρνητικά.
Κρίσιμα ερωτήματα που χρήζουν πειστικών απαντήσεων
Παρά το γεγονός ότι οι έλεγχοι είναι σαφώς περισσότεροι σε σχέση με την αρχή της πανδημίας, μια σειρά ερωτημάτων παραμένουν ανοιχτά: Βάσει ποιου σχεδίου πραγματοποιούνται οι δειγματοληψίες; Σε μια κατάσταση τόσο ρευστή, πόσα τυχαία δείγματα πρέπει να αναλύονται καθημερινά για να έχουμε σαφή εικόνα της επιδημιολογικής κατάστασης στη χώρα; Αναλύονται όσα δείγματα πρέπει; Υπάρχει διαγνωστική επάρκεια των εμπλεκόμενων φορέων; Για να μπορέσει να λειτουργήσει η χώρα όσο το δυνατόν ομαλότερα, για να συνεχίσουμε να ζούμε με τον ιό, που όλα δείχνουν ότι θα μας συντροφεύει για καιρό, τα παραπάνω ερωτήματα χρήζουν πειστικών απαντήσεων.
Καταγγελίες για «αιωρούμενα» δείγματα
Προκειμένου να υπάρχει μια συνολική εικόνα για τη χώρα θεσπίστηκε και λειτουργεί το Εθνικό Μητρώο COVID-19. Ολα τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων, απ’ όπου και αν προέρχονται (δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς), οφείλουν διά νόμου να καταχωρίζονται στο Μητρώο, το οποίο όμως φαίνεται να εξελίσσεται σε μια άλλη ανοιχτή πληγή για τον ΕΟΔΥ. Γιατρός, η οποία επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία της, κατήγγειλε στο «Βήμα» ότι στο «Μητρώο υπάρχουν χιλιάδες δείγματα που αιωρούνται. Δεν είναι σαφές αν πρόκειται για δείγματα τα οποία έχουν συγκεντρωθεί και δεν έχουν ελεγχθεί ακόμη ή αν έχουν ελεγχθεί και τα στοιχεία τους δεν έχουν καταχωριστεί».
Απαντώντας σε ερωτήσεις του «Βήματος», ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ κ. Παναγιώτης Αρκουμανέας διέψευσε την κατηγορία για χιλιάδες «αιωρούμενα» δείγματα, επισημαίνοντας ότι «δεν έχουν όλοι οι φορείς τη δυνατότητα ηλεκτρονικής προσθήκης των δειγμάτων στο Μητρώο, πράγμα που αφήνει ένα μέρος της εργασίας να γίνει με το χέρι και έτσι υπάρχει όντως μια σχετική καθυστέρηση».
Το Ινστιτούτο Παστέρ και οι εξετάσεις που δεν πληρώθηκαν
Από την αρχή της πανδημίας στην Ελλάδα το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της διάγνωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Παστέρ ελέγχθηκαν τα δείγματα από το νοσοκομείο του Ρίου, στο οποίο νοσηλεύτηκε το πρώτο κρούσμα της εκδρομής στους Αγίους Τόπους, αλλά και στο οποίο προσήλθαν για δειγματοληψία οι υπόλοιποι εκδρομείς και οι στενές επαφές αυτών.
Σήμερα, η πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Παστέρ, ομότιμη καθηγήτρια Βιολογίας του ΕΚΠΑ, κυρία Φωτεινή Στυλιανοπούλου, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το Παστέρ σταμάτησε τη συνεργασία του με τον ΕΟΔΥ.
«Οταν μας ζητήθηκε από τον ΕΟΔΥ να αρχίσουμε τους μοριακούς ελέγχους, αντιδράσαμε άμεσα: αφενός έγιναν οι απαραίτητες προετοιμασίες για να είναι σε θέση το αρμόδιο εργαστήριο να πραγματοποιεί τα τεστ και αφετέρου αποφασίστηκε από το ΔΣ του Ινστιτούτου να εφημερεύουμε (σ.σ. ως ερευνητικό ίδρυμα το Παστέρ δεν εφημερεύει) και βεβαίως εξασφαλίσαμε τα απαραίτητα κονδύλια για τα αναλώσιμα και τις αμοιβές του εμπλεκόμενου προσωπικού. Τα κονδύλια των δύο αρχικών συμβάσεων που υπογράψαμε με τον ΕΟΔΥ πολύ γρήγορα εξαντλήθηκαν, αλλά τα δείγματα εξακολουθούσαν να έρχονται από νοσοκομεία όλης της επικράτειας. Σας διαβεβαιώ ότι δεν μας πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό να σταματήσουμε όταν η πανδημία ήταν σε έξαρση. Συνεχίσαμε λοιπόν την εξέταση των δειγμάτων που έρχονταν σε εμάς διαθέτοντας τα απαραίτητα κονδύλια από το αποθεματικό μας και κάνοντας παράλληλα πιεστικά διαβήματα στον ΕΟΔΥ για την υπογραφή νέων συμβάσεων, ώστε να καλύπτονται οι διενεργούμενες εξετάσεις. Τα διαβήματα έπεσαν στο κενό και από τις αρχές Ιουλίου, μη υπάρχουσας νέας σύμβασης, σταματήσαμε να παραλαμβάνουμε δείγματα του ΕΟΔΥ. Μέχρι τότε το χρέος του ΕΟΔΥ προς εμάς ανερχόταν σε ένα πολύ σημαντικό ποσό και παραμένει απλήρωτο ως αυτή τη στιγμή».
Η απάντηση
Ερωτώμενος σχετικά ο κ. Αρκουμανέας απάντησε στο «Βήμα» ότι «το Παστέρ δεν έπρεπε να είχε προχωρήσει σε διενέργεια τεστ ελλείψει σύμβασης και να αναμένει να πληρωθεί εκ των υστέρων».
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις 7 Ιουλίου το Παστέρ επανήλθε στις επάλξεις της διάγνωσης: εκεί ελέγχονται καθημερινά 600 δείγματα, τα οποία προέρχονται από τους ελέγχους στις πύλες εισόδου, ύστερα από σύμβαση που υπογράφτηκε με τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, με την κυρία Στυλιανοπούλου να κάνει λόγο για «άψογη συνεργασία».
Βήμα-βήμα οι αποφάσεις για τα σχολεία
Εξαιρετικά σημαντικός για την Ελλάδα είναι ο καλύτερος έλεγχος του επιδημικού κύματος καθώς, μεταξύ άλλων, τον Σεπτέμβριο αναμένεται το νευραλγικό για την κοινωνία άνοιγμα των σχολείων. Σύμφωνα με πληροφορίες, όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά, καθώς οι αρμόδιοι παρακολουθούν στενά την επιδημιολογική κατάσταση, και συζητείται (αν επαληθευθούν τα χειρότερα σενάρια για πολλές εκατοντάδες κρούσματα ημερησίως – «Το Βήμα» δημοσίευσε την περασμένη Κυριακή τις εφιαλτικές προβλέψεις για 600 κρούσματα την ημέρα) ακόμη και να καθυστερήσει η έναρξη της σχολικής χρονιάς, τουλάχιστον σε κάποιες από τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Ο ρόλος των παιδιών στη μετάδοση
Οπως υπογράμμισε στο «Βήμα» η καθηγήτρια Παιδιατρικής και Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, διευθύντρια της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» κυρία Μαρία Τσολιά, ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που συνεχίζει να παραμένει αναπάντητο στην επιστημονική κοινότητα είναι το πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν τελικώς τα παιδιά στη μετάδοση του νέου κορωνοϊού. «Οι μελέτες παραμένουν αντικρουόμενες – οι περισσότερες που έχουν διεξαχθεί ως σήμερα για το θέμα έλαβαν χώρα εν μέσω lockdown, γεγονός που δεν έχει επιτρέψει την αποτύπωση ολοκληρωμένης εικόνας για τα παιδιά και τον νέο κορωνοϊό. Γενικώς πάντως τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι τα παιδιά κάτω των 10 ετών μεταδίδουν λιγότερο τον ιό ενώ οι ηλικίες 10-19 ετών συντελούν περισσότερο στη μετάδοση».
Με τόσα σοβαρά ερωτήματα ανοιχτά λοιπόν, τι πρέπει να γίνει με το άνοιγμα των σχολείων; Υπάρχει περίπτωση να μετατραπούν σε «βόμβες μετάδοσης» του ιού; «Σε αυτή την εξίσωση πρέπει να μην παραλείψουμε τον σημαντικότερο παράγοντα. Τι θα σημάνουν τα κλειστά σχολεία για τα ίδια τα παιδιά αλλά και για την κοινωνία». Η επιδημιολογική εικόνα της χώρας όμως δεν προκαλεί ανησυχία; «Τα επιδημιολογικά δεδομένα λαμβάνονται καθημερινά σοβαρά υπόψη. Ωστόσο η κατεύθυνσή μας είναι τουλάχιστον η πρωτοβάθμια εκπαίδευση να λειτουργήσει πλήρως – με βάση το ότι τα μικρότερα παιδιά δεν έχουν τόσο σημαντική συμμετοχή στη μετάδοση – και να συζητήσουμε με τι μορφή μπορεί να λειτουργήσει η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αν η επιδημιολογική εικόνα δεν είναι καλή».
Σχολείο με μάσκες; Και πόσο εφικτό είναι αυτό; «Τα παιδιά οκτώ ετών και άνω μπορούν να εκπαιδευθούν πολύ καλά στη χρήση μάσκας» ήταν η απάντηση της κυρίας Τσολιά. «Στα παιδιά κάτω των τριών ετών δεν πρέπει να γίνεται χρήση μάσκας, ενώ στις ηλικίες τριών ως οκτώ ετών η συμμόρφωση είναι ομολογουμένως δύσκολη. Στα παιδιά αυτών των ηλικιών που θα πάνε σχολείο προτείνονται μικρές ομάδες και τήρηση αυστηρών κανόνων υγιεινής και προστασίας από τους παιδαγωγούς τους». Σύμφωνα με την καθηγήτρια, η κοινωνία πρέπει να συμμορφωθεί εδώ και τώρα στους κανόνες.
Μικρό ποσοστό των κρουσμάτων
Τα παιδιά αποτελούν διεθνώς μικρό ποσοστό, της τάξεως του 6% επί των κρουσμάτων, σημείωσε στο «Βήμα» ο καθηγητής Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια κ. Θεοκλής Ζαούτης. «Πολλά παιδιά που μολύνονται με SARS-CoV-2 είναι ασυμπτωματικά ή εμφανίζουν ήπια νόσο. Επίσης δεν χρειάζονται στον ίδιο βαθμό με τους ενηλίκους νοσηλεία και εισαγωγή σε ΜΕΘ ενώ καταγράφονται και πολύ λίγοι θάνατοι σε αυτά – λιγότεροι από 0,3% επί του συνόλου των θανάτων, σύμφωνα με τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων». Και ο κ. Ζαούτης τόνισε ότι η άποψη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων είναι «πως τα παιδιά πρέπει να επιστρέψουν στο σχολείο. Συζητούμε όλες τις πιθανές επιλογές για να έχουμε ανοιχτά σχολεία. Εκ περιτροπής λειτουργία, χρήση μάσκας».
Πηγή: tovima.gr
Τσώλη Θεοδώρα