Οταν πριν χρόνια συνομίλησα πρώτη φορά μαζί του, σκέφτηκα: «Μα γιατί δε γράφει όπως μιλάει;».
Στα πρώτα του βιβλία η γλώσσα του ήταν αρκετά στριφνή και κρυπτική για τα δικά μου γούστα. Δεν του το ‘πα ποτέ, αλλά μάλλον η απλότητα, με την έννοια που δίνει στον όρο ο Σεφέρης, ήταν και δικό του αίτημα. Γι’ αυτό με τα χρόνια τον βλέπω να εξελίσσεται βήμα – βήμα, βιβλίο – βιβλίο. Μετά τα αποκαλυπτικά «Ημερολόγιά» του, σειρά έχει τώρα ένα βιβλίο – κάλεσμα. «Θα μπεις σ’ έναν κόσμο», από την Οδό Πανός. Σα να λέει: εγώ ανοίχτηκα∙ ελάτε.
Έβγαλες ένα βιβλίο με υπότιτλο «ιστορίες». Εσύ, που έχεις μεγαλώσει σε βιβλιοπωλείο, πού θα το ‘βαζες; Σε ποιο ράφι;
Οι «ιστορίες», σαν όρος, έχουν το εύρος του όρου «πεζογράφημα», που έχει μέσα και πραγματολογικά και βιογραφικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία, γραμμένα με λογοτεχνική γλώσσα. Θα το έβαζα λοιπόν στην κατηγορία πεζογραφία.
Τι σημαίνει ο τίτλος του; Είναι φράση από το βιβλίο;
Όχι. Εγώ πιστεύω λίγο στο σολιψισμό, δηλαδή ότι ο κόσμος υπάρχει εξαιτίας του υποκειμένου. Σ’ αυτό που βλέπω γύρω μου συμμετέχει περισσότερο η συνείδησή μου παρά αυτό που υπάρχει γύρω μου. Η φράση «Θα μπεις σ’ έναν κόσμο» φλερτάρει με το σολιψισμό. Εσύ βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά από μένα. Επομένως ο τίτλος λέει: «Ετοιμαστείτε για ένα ταξίδι στον κόσμο ενός ανθρώπου ο οποίος θέλει να σας μυήσει στη μαγεία του. Να σας δείξει ό,τι πιο μαγικό, ξεχωριστό και όμορφο διαθέτει μέσα του». Είναι ένα διαβατήριο, ένα κάλεσμα, ένα στοίχημα. Είναι ένα εισιτήριο. Λέω στον αναγνώστη «ξεκίνα το ταξίδι!».
Σ’ αυτό που βλέπω γύρω μου συμμετέχει περισσότερο η συνείδησή μου παρά αυτό που υπάρχει γύρω.
Όταν το διάβαζα μου ‘ρθε στο νου η «Ξεχασμένη Φρουρά» του Κουμανταρέα, όπου φιλοτεχνεί πορτρέτα ζωντανών και πεθαμένων. Τέτοια πορτρέτα φτιάχνεις κι εσύ, μπλέκοντας πρόσωπα ζωντανά και φανταστικά – όχι πεθαμένα πάντως. Πώς μπλέκεις μαζί φίλους σου, πρόσωπα διάσημα, μαζί με πλάσματα της φαντασίας σου;
Πρόσωπα που εσύ θεωρείς φανταστικά, δεν είναι ακριβώς φανταστικά. Υπάρχουν στη βάση πρόσωπα αληθινά, και την αλήθεια τους εγώ τη νοθεύω με μυθοπλαστικά στοιχεία. Άρα μπορεί να διαβαστεί σα μυθοπλασία από αυτόν που δεν ξέρει ποια διαδικασία ακολουθώ για να γράψω μια ιστορία ή για να φτιάξω ένα λογοτεχνικό πορτρέτο, αλλά στη βάση αυτής της μυθοπλασίας υπάρχει μια αληθινή περσόνα, ένα αληθινό πρόσωπο…
… που δεν το κατονομάζεις.
Εγώ μπορεί να δω ακόμα και το βλέμμα ενός αγνώστου και να μου είναι αρκετό. Να δω ένα βλέμμα και να κατέβω στην ψυχή του υποψήφιου ήρωά μου. Για να ξεκινήσω να γράφω πρέπει να υπάρχει κάτι αληθινό, γιατί μετά έχω την ανασφάλεια ότι οι ιστορίες μου δεν είναι αληθοφανείς. Και θέλω να ‘μαι αληθοφανής. Έχω γράψει και για πεθαμένους όμως. Αναφέρομαι πολύ σε φανταστικούς έρωτες με πεθαμένους διάσημους καλλιτέχνες, αναφέρομαι σε προγόνους δικούς μου, της οικογένειάς μου. Αλλά και οι ζωντανοί κάνουν ένα ταξίδι.
Δε χρειάζεται τόλμη να γράφεις για ζωντανούς; Μπορούν εύκολα να θιχτούν ή να κολακευτούν. Ο Γιώργος Χρονάς, η Ζυράννα Ζατέλη…
Από αυτούς έχω πάρει την άδεια!
Καλά, με το Χρονά είστε φίλοι. Η Ζυράννα πώς το πήρε; Κολακεύτηκε;
Πιο πολύ είμαι κολακευμένος εγώ που έχω δίπλα μου μια γυναίκα τέτοια, η οποία με εμπνέει να γράφω πραγματικά ωραία κομμάτια. Η Ζυράννα είναι η ισχυρότερη πηγή έμπνευσής μου, και όχι μόνο για κείμενα που αφορούν εκείνη. Με κάνει να πιστεύω σε πράγματα μαγικά, να πιστεύω σε εξελίξεις της ζωής πιο παράδοξες. Η Ζυράννα έχει κάτι το χαοτικό μέσα της, κάτι το σκοτεινό, κάτι το ανεξιχνίαστο, κι όλα αυτά με εμπνέουν για όλες τις ιστορίες, να τις κάνω πιο υποβλητικές. Είναι μάγισσα η Ζυράννα.
Όταν διάβασα το κείμενό σου γι’ αυτήν, αμέσως είπα: μα γιατί δεν της τα λέει κατ’ ευθείαν; Μα τώρα που μου είπες ότι της ζήτησες την άδεια για να το δημοσιεύσεις, γίνεται πιο γοητευτικό όλο αυτό.
Ό,τι και να ‘χω γράψει για τη Ζυράννα, ακόμα κι αδημοσίευτα κείμενα, της τα δίνω.
Στοιχεία της υπάρχουν και σε άλλους ήρωες, ε;
Κάποιος αναγνώστης μπορεί να την έχει αυτή την αίσθηση, αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό. Ψάχνω γύρω μου ή σε τυχαίες συναντήσεις, πρόσωπα που μου τη θυμίζουν. Γιατί με τη Ζυράννα έχω σχέση λατρείας. Πραγματικά, όταν δεν είναι δίπλα μου – που δεν είναι, τον περισσότερο καιρό – προσπαθώ να πάρω κάτι, έστω ένα βλεφάρισμα του ματιού, από κάποιον ή κάποια που μου θυμίζει με κάποιο τρόπο εκείνη. Τα πρόσωπα για τα οποία γράφω συμβαίνει να έχουν συγγενικά ψυχικά τοπία. Αυτό που είναι κοινό σε μένα και στη Ζυράννα ως λογοτέχνιδα είναι ο ρομαντισμός. Κατατάσσω τον εαυτό μου στους νεορομαντικούς, με λίγες δόσεις υπαρξισμού.
Μέσα στο βιβλίο υπάρχει κι ένα θεατρικό. Είναι αυτό που παίχτηκε πέρσι στο Vault;
Ναι, το «Ξένο αίμα». Είναι κι αυτό μια ιστορία λίγο γκόθικ, η οποία προέκυψε τυχαία από μια φιλική σχέση που είχα με μια γυναίκα στην Κω. Δηλαδή με μία άλλη Ζυράννα. Κανένας δε φτάνει στο πρωτότυπο σε μαγεία, εμπειρία ζωής και σοφία, αλλά πάντα ψάχνω να βρω κάτι τόσο δυνατό, γιατί όταν ζεις για πρώτη φορά τόση συγκίνηση μ’ έναν άνθρωπο και μετά σου λείπει, γιατί αυτός ο άνθρωπος δε μπορεί να ζει κοντά σου, τον ψάχνεις. Και όλο και κάτι βρίσκεις να έχει σχέση μ’ αυτόν.
Δεν έχω διαβάσει όλα τα έργα σου, αλλά για μένα το πιο συγκλονιστικό σου κείμενο είναι εκείνο που είχες γράψει στη «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας» για το θάνατο του πατέρα σου. Από εκείνο το κείμενο νομίζω ότι έχει ανοίξει καινούριος δρόμος στη γραφή σου.
Σκέψου ότι έχασα τον πατέρα μου! Οπότε οι συναισθηματικές διακυμάνσεις και το παιχνίδι μου με τις αναμνήσεις της κοινής μας ζωής είχαν φτάσει σε μια κορύφωση. Επομένως, κάνοντας τον απολογισμό αυτής της κοινής ζωής, βγήκαν πράγματα που νόμιζα ότι τα ‘χα ξεχάσει κιόλας, φωτίστηκαν, απελευθερώθηκαν προς τα έξω. Κι όταν λέω «πράγματα», δεν εννοώ μόνο θετικά. Μπορεί να ήταν και αρνητικά. Ήταν όσο πιο κοντά η ζωή στην αλήθεια της. Κι έτσι βγήκε ένα κείμενο τόσο αληθινό.
Εγώ ως αναγνώστης σ’ εκείνο το κείμενο διέκρινα δύο πράγματα: θρήνο και απελευθέρωση. Σ’ απελευθέρωσε και σα συγγραφέα. Αν δεν είχε συμβεί αυτό το γεγονός, ίσως δε θα ‘γραφες ούτε θα δημοσίευες τα «Ημερολόγια». Υπάρχει ένας Φώτης Θαλασσινός πριν και ένας μετά το 2010. Από εκείνη τη χρονιά γίνεσαι πιο εξομολογητικός, πιο αληθινός, άρα πιο καλός συγγραφέας.
Όσο ζούσε ο πατέρας μου, κατά κάποιον τρόπο φρόντιζα να μη δίνω τις εικόνες που φτιάχνω με λέξεις σε πλήρη εμφάνεια. Τις έκρυβα και λίγο γιατί το σοκ για κείνον και την ηθική του, που εγώ ήξερα καλύτερα από κάθε άλλον, θα ήταν μεγάλο. Εξάλλου συγκατοικούσα μαζί του κατά περιόδους. Συμβιβάστηκα λίγο. Έγραφα πάντα αυτά που ήθελα να γράφω, αλλά όντως, μέχρι να πεθάνει ο πατέρας μου, πρόσεχα το λόγο μου. Τις αλήθειες τις πιο γυμνές, και ιδίως αυτές που συνδέονται με τα στερεότυπα, τις έδινα πλαγίως. Όταν πέθανε, μου έφυγε αυτό το βάρος.
Τον είχες δηλαδή λίγο σαν κριτή στο μυαλό σου.
Ναι.
Διάβαζε τα βιβλία σου;
Τα διάβαζε.
Πριν εκδοθούν;
Μετά, φυσικά! Πριν, θα επενέβαινε στη διαδικασία της έκδοσης. Ήταν πάρα πολύ αυστηρός και συντηρητικός. Το 2007 που κυκλοφόρησε η «Λούπα», παρήγγειλε πενήντα αντίτυπα για το βιβλιοπωλείο του, κι όταν τη διάβασε, τα πήρε από τα ράφια και τα έκρυψε στο ντουλάπι, διότι οι περισσότερες ιστορίες ήταν γύρω από την ομοφυλοφιλία.
Το 2007 που κυκλοφόρησε η «Λούπα», παρήγγειλε πενήντα αντίτυπα για το βιβλιοπωλείο του, κι όταν τη διάβασε, τα πήρε από τα ράφια και τα έκρυψε στο ντουλάπι.
Θεωρείς ότι ο θάνατος των γονιών μας μάς απελευθερώνει; Λένε ότι ο άνθρωπος είναι πραγματικά ελεύθερος όταν χάσει τους γονείς του.
Πιστεύω ότι η αγάπη, για να χτιστεί, χρειάζεται δύο. Δε μπορώ να κοιτάζω μόνο τον εαυτό μου. Ακόμα και τώρα, αυτά που γράφω, τα φιλτράρω λίγο. Γιατί σέβομαι την κοινωνία της οποίας είμαι μέλος, την κοινωνία όπου υπάρχω κι εγώ. Δε μπορώ να βγω να μιλήσω ανοιχτά για φαντασιώσεις και απωθημένα. Όλοι έχουμε μέσα μας ένα κομμάτι που είναι σκιώδες, που έχει όλη τη σαβούρα των λογισμών μας. Είναι το μεγάλο χωνευτήρι, ο σκιώδης εαυτός, όπως θα ‘λεγε κι ο Γιουνγκ. Δεν υπάρχει σχέση αγάπης χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Ναι, συμφωνώ ότι οι γονείς μας είναι οι πιο αυστηροί κριτές μας, επειδή, ειδικά στην Ελλάδα, θεωρούν ότι είμαστε προέκτασή τους, του εαυτού τους. Και πολύ λίγο έχουμε σχέση με το ρόλο «βιολογικός απόγονος». Γι’ αυτούς το να εμπλέκονται στις υποθέσεις μας είναι φυσικό. Ξέρω τα ελληνικά στερεότυπα και συμφωνώ μαζί σου ότι για να απελευθερωθούμε πρέπει να πεθάνουν και οι δύο γονείς μας.
Δε θα ήταν καλύτερο να τους σκοτώναμε μέσα μας και να συνέχιζαν να ζουν βιολογικά; Αυτή δεν είναι η ουσία της αγάπης; Ή πρέπει να μας σκοτώσουν κι αυτοί μέσα τους;
Αν τους αγαπάς, το να τους σκοτώσεις μέσα σου μου φαίνεται όχι βάρβαρο αλλά κάπως απόλυτο.
Τότε να σκοτώσεις τη δυναστική τους πλευρά.
Δεν είναι δύσκολο, αλλά για να σκοτώσεις τη δυναστική τους πλευρά, πρέπει να έχεις απελευθερωθεί απ’ αυτούς και στην πραγματική ζωή. Δηλαδή να έχεις φύγει απ’ το σπίτι, να έχεις χειραφετηθεί οικονομικά. Εγώ σου μιλάω για τον εαυτό μου. Είχα δυσκολίες, δε με βοήθησαν πάντοτε στις περιπτώσεις που ήθελα ν’ ανοίξω τα φτερά μου και να κυνηγήσω τα όνειρά μου. Εγώ τον χρειάζομαι ακόμα τον γονέα μου.
Δεδομένης της οικονομικής κατάστασης, με την ανεργία και τους χαμηλούς μισθούς, θεωρείς ότι είναι πιο δύσκολο σήμερα ένας νέος συγγραφέας, καλλιτέχνης, να χειραφετηθεί;
Μα το γεγονός ότι τα παιδιά γυρνάνε στα σπίτια τους λόγω της κρίσης και αναβιώνει η ελληνική οικογένεια σε ηλικίες που είναι σχεδόν ανεπίτρεπτο να υπάρχει αυτό το πρότυπο οικογένειας, σε ηλικία που είναι άσχημο να μένει κάποιος με τους γονείς του, πιστεύω ότι επιφέρει μια οπισθοχώρηση, μια συντηρητικοποίηση. Όταν εξαρτάσαι οικονομικά από κάποιον, μοιραία εξαρτάσαι και συναισθηματικά και ψυχολογικά και συνειδησιακά και η αντίληψή σου για τα πράγματα αλλάζει, και όλα αυτά φτιάχνουν ένα συντηρητικό πλαίσιο ζωής, που είναι κόντρα στην πρόοδο.
Εσύ έχεις ανοιχτεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια.
Κατάλαβα ότι μπορώ να πάψω να είμαι δεσμώτης των ηθικών αρχών των γονέων μου. Ο πατέρας μου μπορεί να πέθανε, όμως η σκιά του πέφτει ακόμα πάνω μου. Έχω χειραφετηθεί από τη χειριστική του συμπεριφορά και τις χειριστικές του ιδέες, οι οποίες όμως αναπνέουν ακόμα μέσα μου. Αυτό συνέβη με το βιολογικό θάνατο του πατέρα μου, αλλά θα μπορούσε να είχε συμβεί και πριν. Έχει να κάνει με την τακτοποίηση των πραγμάτων μέσα μου. Το ταξίδι ξεκίνησε και συνεχίζεται. Τώρα ζει η μητέρα μου. Δεν είναι κι αυτή ένας πόλος λογοκρισίας; Σαφέστατα είναι! Αλλά αυτή τη μητέρα, που με λογοκρίνει, την έχω σκοτώσει. Και είμαι πολύ ελεύθερος.
Πες μου για το θέμα της ψυχικής νόσου.
Αισθάνομαι πολλές φορές κουρασμένος, θλιμμένος, αισθάνομαι ότι δε μπορώ να κάνω πράγματα, επειδή κουβαλάω μέσα μου μια εμπειρία που κράτησε περίπου πέντε χρόνια, από τα 12 ως τα 17 μου, και με έβαζε κάθε μέρα στη διαδικασία να σκέφτομαι το θάνατο. Αυτή η εμπειρία κατέστρεψε την εφηβεία μου, γιατί δεν ενηλικιώθηκα όταν έπρεπε, αλλά πολύ αργότερα, κι αυτό το πράγμα σιγά σιγά απλώθηκε σε όλο μου τον ψυχισμό. Στην εφηβεία μου ήμουνα απόμακρος και κλεισμένος στον εαυτό μου και δεν ανέπτυξα τις κοινωνικές μου δεξιότητες. Κι όταν συναντώ έναν άνθρωπο πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν ξέρω πώς να τον χειριστώ, πώς να διαχειριστώ τη μεταξύ μας αλληλεπίδραση, ώστε να πάμε ένα βήμα πιο πέρα. Μπορεί να θέλω να κρατήσω έναν άνθρωπο στον κύκλο των γνωριμιών μου αλλά δεν τα καταφέρνω διότι είναι κάτι που δεν το ‘μαθα όταν έπρεπε, και το να το μάθω τώρα που έχω ήδη κατασταλάξει σε κάποια πράγματα, είναι πιο δύσκολο. Όταν ο άνθρωπος μεγαλώνει αισθάνεται πιο κουρασμένος να αλλάξει ριζικά τρόπο ζωής.
Μου ‘κανε πολύ κακή εντύπωση που ενώ εσύ μιλάς ανοιχτά για την κατάθλιψη, βρέθηκε ένας μπλόγκερ και, χωρίς να σε κατονομάσει αλλά φωτογραφίζοντάς σε, σε χαρακτήρισε ψυχασθενή.
Τέτοιες επιθέσεις έχω δεχτεί πολλές, και σε σάιτ που έχουν μπει συνεντεύξεις μου. Σχόλια κακόβουλων, που με λένε ψυχάκια, ανώμαλο, άρρωστο, όλα μαζί.
Πώς το αντιμετωπίζεις;
Στην αρχή πληγωνόμουν και μου ‘κανε κακό. Έκανε κακό σ’ αυτό που είπαμε «συγγραφική χειραφέτηση». Έκανα βήματα προς τα πίσω στη γραφή μου, να μην έχει τόσες αιχμές. Την έκανα πιο απλή, πιο λεία, να μην έχει εξάρσεις. Μετά όμως συνήθισα σ’ αυτό το μπούλινγκ και τώρα δε με πειράζει καθόλου. Έχω ανθρώπους που μ’ αγαπάνε, τους αγαπώ κι εγώ. Έχω σταθεροποιήσει την ψυχική μου διάθεση σε συναισθήματα πιο ήπια, απ’ το να νιώθω πνιγμένος στην κατάθλιψη. Τώρα νιώθω απλά ένας μελαγχολικός ποιητής.
Το ίντερνετ μας έχει απελευθερώσει σε πολλά θέματα, πληροφορίας, επικοινωνίας κ.λπ. Βλέπεις να φωλιάζει όμως εκεί ένα τέρας, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Η αξία ή απαξία ενός πράγματος έγκειται στη χρήση του. Κυρίως μ’ απασχολεί πώς επιδρά το ίντερνετ στους νέους, που είναι πιο επιρρεπείς σε κινδύνους που πλασάρονται μέσα από το διαδίκτυο σαν κάτι άλλο και που υιοθετούνται άκριτα. Εγώ είμαι αρκετά ώριμος ώστε να καταλαβαίνω τι είναι τι. Το διαδίκτυο τρέχει ιλιγγιωδώς προς το να γίνει χάος. Σ’ ένα χάος μοιραία γίνονται πράγματα που δε φιλτράρονται από πουθενά, βγαίνουν στο φως αφιλτράριστα. Κάποιος που δεν είναι έμπειρος μπορεί να πιστέψει πράγματα που είναι ανυπόστατα, να χτίσει συμπεριφορά πάνω σ’ αυτά, κι όταν βγει έξω, στην πραγματικότητα, να μην έχει και τόσο καλή επαφή. Υπάρχει μια συλλογική ψύχωση, η οποία είναι συνυφασμένη με τον καπιταλισμό, γι’ αυτό δε διώκεται, δε θεωρείται πάθηση.
Αυτό που με συγκλονίζει στους άστεγους είναι ότι μένουν για πολλές ώρες σιωπηλοί. Απ’ την άλλη μεριά, οι τρελοί παραληρούν, μιλάνε πολλές ώρες μόνοι τους, χωρίς να τους ακούει κανείς.
Μέσα στο χάος αυτό υπάρχει μια αναρχία με την κακή την έννοια. Παράδειγμα, αν κάποιος δημοσιογράφος σε ένα έντυπο σε διέβαλλε, θα μπορούσες να τον πας στα δικαστήρια για προσβολή προσωπικότητας, δυσφήμηση κ.λπ. Τώρα όμως, στο ίντερνετ, μένει ατιμώρητος. Κι ίσως κάνει και χειρότερα.
Ο χαρακτήρας και το στυλ ενός σάιτ ή ενός μπλογκ είναι στοιχεία εύκολα ανιχνεύσιμα από ανθρώπους της ηλικίας μας. Ο συγκεκριμένος μπλόγκερ, μ’ αυτή την επιθετική συμπεριφορά, αποσκορακίζεται, διώχνεται μακρυά και εξαφανίζεται. Ξέρεις τι δε μ’ αρέσει; Που όλα τα κακά του καπιταλισμού τα πήραμε μέσα στο ίντερνετ. Δεν επιβιώνει πάντα το αξιόλογο, αλλά το κραυγαλέο, το επιθετικό, το σκανδαλώδες. Δεν καταφέραμε να το κρατήσουμε έξω από το διαδίκτυο. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν κάθε μέρα με την αγωνία να έχουν ένα επίπεδο αναγνωρισιμότητας και αποδοχής υψηλό. Τους λυπάμαι αυτούς τους ανθρώπους. Το να ασχολούμαι κάθε μέρα μ’ αυτό, εμένα μου τρώει χρόνο από τις αληθινές συγκινήσεις.
Τελικά δεν έχω καταλάβει: Μένεις στην Αθήνα ή στην Κω;
Η βάση μου είναι στην Κω αλλά έρχομαι στην Αθήνα όποτε προκύπτουν δουλειές γύρω από την τέχνη μου, γύρω από τη συγγραφή, και τυχαίνει να ταξιδεύω τόσο συχνά στην Αθήνα που μπορώ να πω ότι μένω περισσότερο εδώ παρά στην Κω.
Αγαπημένα σου μέρη στην Αθήνα;
Στην Ομόνοια, να κάθομαι και να βλέπω τον κόσμο που περνάει, και ιδιαίτερα τα αγόρια. Και το Μοναστηράκι. Να σου πω τι συμβαίνει εκεί: Μαζεύονται άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, hipsters, παιδιά που κάνουν skateboard, άστεγοι, περιθωριακοί, τοξικομανείς, άνθρωποι που για τον κόσμο μας είναι τρελοί. Θα πάρω δυο κατηγορίες από αυτούς που σου ανέφερα, τους άστεγους και τους τρελούς. Αυτό που με συγκλονίζει στους άστεγους είναι ότι μένουν για πολλές ώρες σιωπηλοί. Όποτε πάω στο Μοναστηράκι, τους παρατηρώ και σκέφτομαι: Άραγε αυτοί οι άνθρωποι, όταν ανοίξουν το στόμα τους, τι σοφία θα ξεστομίσουν; Αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν τόσα πράγματα να συμβαίνουν μπροστά τους και στέκουν αμίλητοι. Αν ανοίξουν το στόμα τους θα πούνε πάρα πολύ σοφά πράγματα. Κάθομαι, τους κοιτάζω, τους ψυχολογώ και πάω και τους μιλάω περιμένοντας ν’ ακούσω αυτό το μέχρι εκείνη τη στιγμή ανήκουστο σε μένα. Και δικαιώνομαι στη γνώμη που έχω για τη σιωπή τους. Απ’ την άλλη μεριά, οι τρελοί παραληρούν, μιλάνε πολλές ώρες μόνοι τους, χωρίς να τους ακούει κανείς. Εγώ έχω την περιέργεια να στήσω αυτί, ν’ ακούσω. Να ξέρεις ότι πάντα έχουν κάτι σπουδαίο να πουν. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι άνθρωποι, αν τους ακούσει το κατάλληλο αυτί, έχουν πράγματα να πουν. Όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως. Για μένα δεν υπάρχει σπουδαίος και λιγότερο σπουδαίος άνθρωπος. Υπάρχει ο άνθρωπος. Και ποιον εαυτό θα διαλέξει ο καθένας δεν εξαρτάται μόνο από κείνον. Εξαρτάται κι από μένα. Έχω ακούσει πραγματικά λόγια μνημειώδη, κουβέντες που θυμάμαι. Είμαστε στο ίδιο ύψος όλοι οι άνθρωποι στη γη. Το μεγαλείο δεν είναι προνόμιο κάποιου υψηλού πνευματικού αναστήματος. Το μεγαλείο φωλιάζει στις ψυχές όλων.
Πες κάποιο ωραίο περιστατικό που σου συνέβη εκεί.
Μια φορά ήμουν πάρα πολύ άσχημα και είχα πάρει τους δρόμους. Έφτασα στο αγαπημένο μου Μοναστηράκι και κάθισα στο κράσπεδο του Everest. Κάθισα εκεί, κι ακούμπησα το κεφάλι μου στα χέρια μου. Ήμουν πάρα πολύ άσχημα, ήθελα να βάλω τα κλάματα, και με την άκρη του ματιού μου έπιασα έναν ρακένδυτο, ο οποίος περπατούσε ηδονιζόμενος μες στη ναρκωτική ουσία. Και περίμενα ότι θα ερχόταν να μου πει να του δώσω τίποτα ψιλά για να φάει. Πλησίασε μα δε μου ζήτησε βοήθεια, αντιθέτως με ρώτησε αν χρειάζομαι εγώ βοήθεια. Και με ρώτησε πολλές φορές, ώστε να βεβαιωθεί ότι είμαι καλά. Και μετά έφυγε. Αν δε μπορεί ένας άνθρωπος να αναδείξει το φως του, ας τον βοηθήσουμε εμείς. Γιατί όλοι έχουμε και φωτεινές και σκοτεινές περιοχές στην ψυχική μας γεωγραφία.