Εκείνο το πρωινό ήταν ένα από τα σημαντικότερα της νεότερης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Σίγουρα όχι για την πρωινή ψύχρα, που ήταν πρώιμη για την εποχή, αλλά για τη μεγάλη και απότομη παγωμάρα στα πρόσωπα και τα σώματα όλων όσοι έτυχε να βλέπουν ειδήσεις στη τηλεόραση που τότε ήταν ακόμα μόνο «κρατική» ή να ακούν ραδιόφωνο. Δύο λεπτά πριν από τις οκτώ το πρωί η Ιστορία κατέγραψε μία από τις σημαντικότερες πολιτικές δολοφονίες στην Ελλάδα που άλλαξε πολλά. Και κυρίως τη στάση του ελληνικού πολιτικού κόσμου απέναντι στο φαινόμενο της πολιτικής τρομοκρατίας αλλά και την ίδια τη «17 Νοέμβρη», τη μεγαλύτερη ελληνική τρομοκρατική οργάνωση που έδρασε ποτέ σε αυτήν τη γωνιά των Βαλκανίων, με την πιο μακρόχρονη δράση από όλες τις τρομοκρατικές οργανώσεις της Ευρώπης.
Διαβάστε όλες τις Ειδήσεις απο το Dikaiologitika News
Ο Παύλος Μπακογιάννης, 54 ετών, πατέρας του σημερινού Δημάρχου της Αθήνας, ήταν τότε ένας νέος πολιτικός και έμπειρος δημοσιογράφος, σύζυγος της Ντόρας Μπακογιάννη, στενά συνδεδεμένος με την εκδοτική επιχείρηση, του Γώργου Κοσκωτά. Η παραπομπή του τελευταίου στη Δικαιοσύνη για διάφορα σκάνδαλα γύρω από τις δραστηριότητές του, κυριαρχούσε τότε στην επικαιρότητα. Δύο λεπτά πριν από τις οκτώ το πρωί, τρία μέλη της «17 Νοέμβρη» τον ακολούθησαν την ώρα που έμπαινε στο πολιτικό του γραφείο στην οδό Ομήρου, στο κέντρο της Αθήνας. Τον σημάδεψαν με δύο 45άρια πιστόλια. Τέσσερις σφαίρες. Και εκεί έπεσε για να ξεψυχήσει λίγη ώρα αργότερα στον «Ευαγγελισμό». Ενδεικτική της στάσης ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας ήταν και η αμηχανία των μέσων μαζικής ενημέρωσης . Θα περνούσαν πολλά χρόνια, θα ερχόταν η εξάρθρωση της πιο δραστήριας και μακρόζωης τρομοκρατικής οργάνωσης της Ευρώπης και στην Ελλάδα δεν είχε γίνει ακόμα σαφές αν η «17 Νοέμβρη» έκανε «εκτελέσεις» ή «δολοφονίες».
Δολοφονία - ορόσημο
Ήταν η δολοφονία που λειτούργησε ως ορόσημο για την πορεία της «17 Νοέμβρη», καθώς όλες οι μετέπειτα πληροφορίες έκαναν λόγο για «σημαντικές αλλαγές που επέφερε η δολοφονία Μπακογιάννη στο εσωτερικό της οργάνωσης». Ο Παύλος Μπακογιάννης το καλοκαίρι του ’89 είχε αναλάβει ένα σπουδαίο κατ’ αυτόν έργο, ξένο όμως για την πολιτική κουλτούρα της εποχής. Είχε παίξει καταλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις ΝΔ- ΣΥΝασπισμού για τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζανετάκη, το γνωστό «βρώμικο ’89». Και λίγες ημέρες πριν από τη δολοφονία του είχε εισηγηθεί, ως βουλευτής της ΝΔ, νομοσχέδιο για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου.
Τρεις ημέρες μετά τη δολοφονία του και ενώ η ελληνική κοινωνία αλλά και η κεντρική πολιτική σκηνή βρίσκονταν ακόμα σε κατάσταση σοκ, ο Παύλος Μπακογιάννης κηδεύτηκε στο Καρπενήσι. Στις 9 Οκτωβρίου 1989 η «17Ν» έστειλε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» τη σχετική προκήρυξη, και ως συνήθως προσπαθούσε μέσα σε λίγες σελίδες, δώδεκα στη συγκεκριμένη περίπτωση, να χωρέσει ολόκληρη την επιχειρηματολογία της για τη δολοφονία ενός ανθρώπου, ίσως το πιο πολύπλοκο φαινόμενο της μεταπολιτευτικής περιόδου: «Αποφασίσαμε λοιπόν να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή του λαού Μπακογιάννη. Ο κύριος αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έκλεψε τα πρώτα 60 εκατομμύρια του ιδρυτικού κεφαλαίου της Γραμμής αλλά και για τις εκατοντάδες εκατομμύρια που είτε έκλεψε μαζί με τον συνεργάτη του Κοσκωτά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου Γραμμής, αλλά και για την αγορά μέσω της Γραμμής της Τράπεζας Κρήτης», ανέφερε.
Η περιγραφή από τον Δημήτρη Κουφοντίνα
Πώς περιέγραφε ο ίδιος ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» (εκδ. Λιβάνης), τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη;
«Εκείνο το πρωινό στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, από το αυτοκίνητο του Μπακογιάννη κατέβηκε πρώτα η κοπέλα, φορούσε ένα κόκκινο πουλόβερ. Πίσω της, μερικά βήματα, προχωρούσε ο Μπακογιάννης. Ο οδηγός αυτή τη φορά δεν περίμενε καθόλου. Έστριψε βιαστικός με το αυτοκίνητο αριστερά στην Ομήρου. Ο θυρωρός γνώριζε την κοπέλα. Δεν τη σταμάτησε όπως έκανε με όλους όσοι έμπαιναν. Οι δύο της 17Ν ακολούθησαν ολόκληρο σχέδιο: Ντυμένοι με κουστούμια, κρατώντας ένα μεγάλο φάκελο, μπήκαν στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας, την ώρα ακριβώς που σταματούσε το αυτοκίνητο του Μπακογιάννη στη γωνία. Ο θυρωρός, σε πλήρη επιφυλακή, τους ακολούθησε μέχρι τη διπλανή είσοδο, πήγε να τους ακολουθήσει μέσα, μετά είδε την κοπέλα και τον Μπακογιάννη, σταμάτησε, τους χαιρέτισε, εξυπηρετικός. Την ώρα που έμπαινε βιαστικός ο Μπακογιάννης στην πολυκατοικία του γραφείου, οι δύο τον ακολούθησαν γρήγορα. Η κοπέλα είχε ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ στον Μπακογιάννη, του χαμογελούσε. ‘Ο κ. Μπακογιάννης;’. Γύρισε, καταπρόσωπο, ενοχλημένος. Η κοπέλα έμεινε ακίνητη. Ύστερα άφησε την πόρτα του ασανσέρ να κλείσει».
Σε κάθε περίπτωση οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινής γνώμης αλλά και συνολικά της πολιτικής σκηνής ήταν εντονότατες. Μία από τις κορυφαίες κοινοβουλευτικές στιγμές εκείνων των ημερών κατεγράφη όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πήρε τον λόγο στη Βουλή και ευχήθηκε «το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη να είναι το τελευταίο». Η «17Ν» απέστειλε και δεύτερη προκήρυξη, λίγο αργότερα, που επιχειρηματολογούσε υπέρ της δολοφονίας με πιο σκληρά και πιο κυνικά επιχειρήματα προσπαθώντας να χτίσει ακόμα περισσότερο το προφίλ του «λαϊκού» και «αμόλυντου» δικαστή ο οποίος διατηρεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να αφαιρεί ανθρώπινες ζωές στο όνομα ενός συστήματος δικαιοσύνης που καταργεί κάθε έννοια ελευθερίας και πολιτισμού. Αλλά αυτά, για εκείνη την εποχή τουλάχιστον, ήταν πολύ ψιλά γράμματα…
Ποιος ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης;
Ο Παύλος Μπακογιάννης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1935 στο χωριό Βελωτά της Ευρυτανίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του παπα – Κώστα και της Ειρήνης Μπακογιάννη. Γυμνάσιο πήγε στο Θέρμο Τριχωνίδας, για ένα χρόνο στο Καρπενήσι (1950) και το τελείωσε στην Πάτρα στο Β’ Γυμνάσιο Πατρών. Σπούδασε Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, παίρνοντας πτυχίο Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Μονάχου, Τύμπιγκεν και Κωνσταντίας (Konstanz), στο Πανεπιστήμιο της οποίας ανακηρύχθηκε κατόπιν Διδάκτωρ των Κοινωνικών Επιστημών. Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και για 10 περίπου χρόνια διηύθυνε το ελληνόφωνο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας της Βαυαρίας.
Ηταν διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Από τη θέση αυτή αντιτάχθηκε στο δικτατορικό καθεστώς και έκανε εκπομπές με σχόλια και ειδήσεις που αναμεταδίδονταν και από την Deutsche Welle και πολύ γρήγορα έγιναν σημείο αναφοράς του αντιδικτατορικού αγώνα.
Στο Μόναχο γνώρισε τη Ντόρα Μητσοτάκη, κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης και την οποία και παντρεύτηκε το 1974. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα.
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα. Εργάσθηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» και το 1982 ανέλαβε εκδότης – διευθυντής του εβδομαδιαίου περιοδικού «ΕΝΑ» ως το Φεβρουάριο του 1985. Από το Νοέμβριο του 1985 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1989 διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κώστα Μητσοτάκη. Τον Ιούνιο του 1989 εκλέχθηκε βουλευτής της μονοεδρικής περιφέρειας Ευρυτανίας. Ακολούθησε η Κυβέρνηση Τζαννετάκη, στο σχηματισμό της οποίας έλαβε ενεργό ρόλο, ως διαπραγματευτής μεταξύ του κόμματός του και του Συνασπισμού.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ευρυτανίας. Το πρώτο του μάλιστα βιβλίο είχε τίτλο: «Η Ευρυτανία και οι οικονομικές της δυνατότητες» (Αθήνα, 1960). Κατήρτησε ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης της περιοχής, το οποίο υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως πολιτικός θεωρούνταν ήπιος και συναινετικός. Θεωρούσε επιβεβλημένη την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών, την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου και του Διχασμού και την Εθνική Συμφιλίωση. Στα πλαίσια αυτής του της πεποίθησης εργάστηκε για την επιτυχία του πρωτοποριακού, για την εποχή, εγχειρήματος συγκυβέρνησης Αριστεράς και Δεξιάς. Για τους ίδιους λόγους ήταν εισηγητής, εκ μέρους της Ν.Δ., του νομοσχεδίου για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου που υπερψηφίστηκε και έγινε Νόμος το καλοκαίρι του 1989