Τη Δευτέρα 26 Ιουλίου θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου
Τη Δευτέρα 26 Ιουλίου θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου και κατόπιν εισήγησης του αρμόδιου υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστή Χατζηδάκη.
Το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δημοσιοποίησε σήμερα στην ιστοσελίδα του το Σχέδιο του Πορίσματος Διαβούλευσης που συνέταξε το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), σε συνεργασία με πενταμελή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, καθώς και όλες τις σχετικές εκθέσεις των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων, τα υπομνήματα των κοινωνικών εταίρων και τα σχετικά πρακτικά της προφορικής διαβούλευσης που πραγματοποιήθηκε στις 24/5/2021.
Η άποψη του ΚΕΠΕ είναι ότι δεν υπάρχουν εμπειρικές ενδείξεις που να μπορούν με βεβαιότητα να στηρίξουν τη μία ή την άλλη άποψη. Επιπλέον, το επιχείρημα για την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία δεν κρίνεται ισχυρό, διότι πρόκειται για παραβατική συμπεριφορά, η αντιμετώπιση της οποίας δεν μπορεί να στηριχτεί σε έναν χαμηλό κατώτατο μισθό ως αντικίνητρο. Εναπόκειται, λοιπόν, στην κυβέρνηση να εντείνει τις προσπάθειες ελέγχου και καταστολής παραβατικών συμπεριφορών. Ενδεχομένως, η σταθερότητα του κατώτατου μισθού εν αναμονή εξελίξεων μέχρι το τέλος του έτους, να είναι μια ασφαλής επιλογή. Από την άλλη πλευρά, η πιθανή ώθηση που θα έδινε μια έστω συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού, ίσως να είχε θετικές επιπτώσεις στην εσωτερική ζήτηση οδηγώντας σε ταχύτερη ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας.
«Πρακτικά, μια αύξηση του κατώτατου μισθού ενδέχεται να προκαλέσει πράγματι αύξηση της εγχώριας ζήτησης και να τονώσει την εγχώρια παραγωγή, όπως υποστηρίζει η ΓΣΕΕ. Στα αρνητικά σημεία, όμως, είναι ότι η αύξηση της ζήτησης ενδεχομένως να αφορά σε εισαγόμενα προϊόντα και, άρα, να οδηγήσει σε χειροτέρευση του εμπορικού ισοζυγίου. Στα θετικά επιχειρήματα πρέπει να συμπεριλάβει κανείς ότι η αύξηση του κόστους εργασίας θα ωθήσει τις επιχειρήσεις στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών εξοικονόμησης του παραγωγικού συντελεστή το κόστος του οποίου αυξήθηκε και, άρα, σε μείωση του κόστους παραγωγής μεσοπρόθεσμα (καθώς θα χρησιμοποιείται λιγότερη εργασία). Ωστόσο, εν τω μεταξύ, κάποιοι θα μείνουν άνεργοι. Προκειμένου αυτή η προοπτική να αποτελέσει βιώσιμη επιλογή, πρέπει να λειτουργεί ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας των εργαζομένων έναντι του κινδύνου της ανεργίας και ενεργητικές πολιτικές που θα διευκολύνουν την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι αναγκαία για να αντισταθμιστεί η μείωση της ζήτησης εργασίας που θα προέλθει από τις επιχειρήσεις που υποκαθιστούν εργασία με κεφάλαιο, άρα η οικονομία πρέπει να βρίσκεται στο ανοδικό τμήμα του οικονομικού κύκλου» επισημαίνεται στο πόρισμα νπου κατέθεσε στον υπουργό Εργασίας. Το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι τέτοιες προϋποθέσεις δεν συντρέχουν στην ελληνική οικονομία και αγορά εργασίας προς το παρόν
Στη διαβούλευση που ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου συμμετείχαν:
- Εκ μέρους των εργαζομένων η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.)
- Εκ μέρους των εργοδοτών, η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (Σ.Β.Ε.) ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και
Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.) και ο Σύνδεσμός Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.)
- Τα εξής επιστημονικά ινστιτούτα και φορείς:
1. Τράπεζα της Ελλάδος
2. Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.)
3. Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.)
4. Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών ΚΕΠΕ
5. Ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.)
6. Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ.)
7. Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ)
8. Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. (ΙΜΕ- ΓΣΕΒΕΕ)
9. Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ε.Σ.Ε.Ε.(ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ)
10. Ινστιτούτο του Σ.Ε.Τ.Ε. (INSETE)
11. Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (Ι.Ο.Β.Ε.).
Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμόρφωσης του νομοθετικώς καθορισμένου κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου, το Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης του ΚΕΠΕ καταγράφει τις προτάσεις των διαβουλευομένων
κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου νομοθετημένου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου.
Από τη διαδικασία της διαβούλευσης δεν προκύπτει σύγκλιση απόψεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αναφορικά με την εξέλιξη του κατώτατου μισθού. Αν και όλοι αναγνωρίζουν τις δυσκολίες που έχει επιφέρει η πανδημία του κορωνοïού στην ελληνική και την παγκόσμια οικονομία, η προσέγγιση αναφορικά με την εξέλιξη του κατώτατου μισθού είναι εξαιρετικά διαφορετική κυρίως ως απότοκο των διαφορετικών προσδοκιών και εκτιμήσεων αναφορικά με τις επιπτώσεις μιας αύξησης του κατώτατου μισθού.
Ειδικότερα, οι εργοδοτικοί φορείς προκρίνουν τη διατήρηση του ΚΜ στο σημερινό του επίπεδο, ενώ ορισμένοι αναφέρουν ως μέτρο στήριξης των εργαζομένων και της εγχώριας ζήτησης την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω μείωσης των ασφαλιστικών, αλλά όχι συνταξιοδοτικών, κρατήσεων.
Στον αντίποδα, η ΓΣΕΕ προκρίνει μια αρκετά υψηλή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 15,4%, με στόχο τα 751 ευρώ μηνιαίως άμεσα και με ορίζοντα περαιτέρω αύξησης του ΚΜ στα 809 ευρώ στους επόμενους 14 μήνες. Αξίζει πάντως να αναφέρουμε ότι κανένας από τους κοινωνικούς εταίρους δεν προκρίνει την επιλογή της μείωσης του κατώτατου μισθού.
Προκειμένου η όποια μεταβολή στο ύψος του κατώτατου μισθού να έχει τις λιγότερες δυνατές αρνητικές επιπτώσεις, είναι καλό να υπάρχει ευρύτερη αποδοχή από τους κοινωνικούς εταίρους. Στην προηγούμενη διαβούλευση που έλαβε χώρα το φθινόπωρο του
2018, πριν την πιο πρόσφατη μεταβολή του κατώτατου μισθού, υπήρχε γενικά, κυρίως λόγω της καλής πορείας της ελληνικής οικονομίας, μια σχετική σύγκλιση στο να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός. Αντιθέτως αυτή τη φορά υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των
προτάσεων των κοινωνικών εταίρων.
Η ανάλυση των Εθνικών Λογαριασμών δείχνει ότι η θετική πορεία του προϊόντος, που είχε αρχίσει από το 2017, ανακόπηκε βίαια το 2020 ως επακόλουθο της εξωγενούς πανδημίας, ενώ μείωση κατέγραψε τόσο η συνολική όσο και η μισθωτή απασχόληση με πιο εντυπωσιακή τη μείωση των ωρών εργασίας. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του παραγόμενου προϊόντος ανά εργατοώρα (παραγωγικότητας).
Οι μέσες αμοιβές ανά απασχολούμενο σε τρέχουσες τιμές παρέμειναν σχετικά σταθερές, ενώ σε πραγματικούς όρους, λόγω του έρποντος αποπληθωρισμού, κατέγραψαν μικρή αύξηση. Όλα αυτά συνέτειναν στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, επιδεινώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Λόγω των δημοσιονομικών μέτρων προστασίας των πληττόμενων από την πανδημία σημειώθηκε επιδείνωση στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, το οποίο για το 2020 έφτασε το -9,7% του ΑΕΠ, ενώ την περίοδο 2017- 2019 η γενική κυβέρνηση κατέγραψε μικρά πλεονάσματα.
Η ανάλυση της ελληνικής αγοράς εργασίας δείχνει ότι βρίσκεται σε κατάσταση εκτός ισορροπίας και σε αυτό συνέβαλλαν η πανδημία αλλά και τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης. Παρά τη μειούμενη ανεργία, τα σημάδια από την απασχόληση δεν είναι ενθαρρυντικά, τόσο με γνώμονα τον αριθμό των (νέων) απασχολούμενων, όσο και τις ώρες απασχόλησης. Είναι πιθανό να επιστρέψουμε γρήγορα στην κανονικότητα και η αγορά εργασίας να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε, με νέα υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης και χαμηλότερα επίπεδα ανεργίας. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να προεξοφληθεί με βεβαιότητα και εξαρτάται από την πορεία της πανδημίας εντός και εκτός της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ η σχέση μεταξύ απασχόλησης και κατώτατου μισθού είναι αρνητική και εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στις μικρές επιχειρήσεις Επίσης, φαίνεται ότι η επίδραση του κατώτατου μισθού διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου. Σε περιόδους έντονης ύφεσης η αρνητική σχέση μεταξύ κατώτατου μισθού και απασχόλησης εμφανίζεται εξόχως δυσμενής, ενώ περιορίζεται και εξαφανίζεται όσο βελτιώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας. Αν και για το σύνολο του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας η αρνητική σχέση της απασχόλησης με τον κατώτατο μισθό αποδυναμώνεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης του ΑΕΠ, όσον αφορά στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι πιο ευαίσθητες σε μεταβολές του κατώτατου μισθού, η αντίστοιχη αρνητική σχέση καθίσταται στατιστικά ασήμαντη σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι οι μικρές, οριακές επιχειρήσεις στις οποίες η χρήση του κατώτατου μισθού είναι πιο διαδεδομένη είναι σαφώς πιο εκτεθειμένες στις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχει μια αύξησή του. Αυτό εντείνεται αν λάβουμε υπόψη ότι οι κλάδοι που έχουν πιο πολλούς απασχολούμενους οι οποίοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι επίσης και οι κλάδοι όπου υπήρξαν οι περισσότερες αναστολές εργασίας λόγω της πανδημίας.
Με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα δεδομένα, η τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού φαίνεται ότι είχε περιορισμένη επίδραση στην απασχόληση επιβεβαιώνοντας ότι η αρνητική επίδραση είναι αμελητέα σε περιόδους ανάπτυξης. Από τα στοιχεία του ΕΦΚΑ προκύπτει ότι οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού περιορίζονται μόνο στους απασχολούμενους που τον λαμβάνουν και είναι συμβατές με τις αυξήσεις της παραγωγικότητας, γι’ αυτό και το αρνητικό τους αποτέλεσμα στην απασχόληση είναι χαμηλής έντασης.
Η διεθνής συγκυρία με την εξάπλωση της πανδημίας του κορoνοϊού σε ολόκληρο τον κόσμο, το κλείσιμο των συνόρων μεταξύ χωρών και οι αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης για το σύνολο των χωρών δεν μπορεί να αγνοηθεί στη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού. Στη χώρα μας η οικονομική δραστηριότητα για μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων επί μεγάλο χρονικό διάστημα είτε είχε παγώσει, είτε είχε παύσει με κρατική εντολή, ενώ ακόμα και σήμερα η κανονικότητα δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως. Μεγάλο στοίχημα για την πορεία της χώρας είναι οι εξελίξεις στον τουρισμό αλλά ακόμα και αυτός εξαρτάται από τις πολιτικές που θα εφαρμόσουν άλλες χώρες.
Αρκετές και σημαντικές διευκολύνσεις έχουν ήδη δοθεί με αρνητικό δημοσιονομικό αντίκτυπο στην ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία. Αυτές φαίνεται ότι λειτούργησαν, αφού η απασχόληση συγκρατήθηκε. Το μεγάλο στοίχημα είναι η διατήρηση της απασχόλησης όταν η κρατική στήριξη θα αποσύρεται, ενώ μεσομακροχρόνιος στόχος παραμένει η μείωση της ανεργίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αυτό συνεπάγεται ότι αρχικά δεν θα πρέπει να επιβαρυνθούν αρκετές, ήδη οριακές, επιχειρήσεις και να έχουν δυσμενή αποτελέσματα στην απασχόληση και στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Επιπλέον, δεδομένου ότι ο κατώτατος μισθός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος σε κλάδους που είναι ανοιχτοί στο διεθνή ανταγωνισμό, οι όποιες προσαρμογές του πρέπει να είναι προσεκτικές και λελογισμένες και να μην ξεπερνάνε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους συγκεκριμένους κλάδους.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα παραπάνω καθώς και τις πρόσφατες φορολογικές και ασφαλιστικές αλλαγές που επηρεάζουν μισθωτούς και επιχειρήσεις το ΚΕΠΕ (καθώς και ορισμένα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων) θεωρούν ότι εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού.
Την τρέχουσα περίοδο με την έντονη αβεβαιότητα που υπάρχει, ενώ η οικονομία ακόμα έχει περιορισμούς στη λειτουργία της και τα μέτρα στήριξης συνεχίζουν να υφίστανται θεωρούμε ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει κάποια επιπλέον διαταραχή στην αγορά εργασίας.
Η επιφυλακτική πρόταση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων περιλαμβάνει ένα εύρος επιλογών. Κάποια από τα μέλη της έδωσαν περισσότερη έμφαση στην οικονομική αβεβαιότητα και στο γεγονός ότι το 2020 υπήρξε έτος αποπληθωρισμού και γενικά μεγάλης (αν και παροδικής και όχι συστημικής) ύφεσης. Άλλα μέλη της, αντιθέτως, έδωσαν περισσότερη έμφαση στις επίσημες προβλέψεις εθνικών και διεθνών φορέων και οργανισμών, που κάνουν λόγο για μια διαφαινόμενη ραγδαία ανάκαμψη, στη γενική τάση αύξησης του κατώτατου μισθού που εμφανίζεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη ακόμα καισε καθεστώς πανδημίας, αλλά και στην – συνολικά – θετική αποτίμηση της αύξησης του 2019.
Συνεπώς, ορισμένα μέλη της Επιτροπής προτείνουν, υπό τις παρούσες συνθήκες, τη διατήρηση αμετάβλητου του νυν ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ενώ άλλα μέλη της Επιτροπής προτείνουν αύξησή του σε ποσοστό έως και 4%.
Τέλος, ως γενικότερη αρχή τόσο το ΚΕΠΕ όσο και τα μέλη της Επιτροπής θεωρούν ότι οι αποφάσεις που θα αφορούν την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνικές και να μην ανατρέπουν τον οικονομικό προγραμματισμό των επιχειρήσεων. Γενικότερα η έγκαιρη αναγγελία τους, καθώς και η ισχύς τους από την αρχή του επόμενου έτους θεωρούνται διεθνώς καλές πρακτικές. Εφόσον η πρόταση Οδηγίας18 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνει δεκτή και η ελληνική νομοθεσία εναρμονιστεί σε αυτή ίσως είναι σκόπιμος ένας προγραμματισμός με βάση τον τελικό στόχο και τη μεταβατική περίοδο που θα ορίζεται.