Η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Ορισμένα εξ αυτών δεν επιδέχονται συζήτηση. Το ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλό, η ανεργία υπερβολικά υψηλή και η νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δοκιμαστεί ξανά. Το ερώτημα αν είναι υπερβολικό το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι άλλο ζήτημα.
Η συζήτηση έχει ανάψει, αλλά χαρακτηρίζεται από την άρνηση να αναγνωριστούν τέσσερις αλήθειες.
Το πρώτο στοιχείο που παραβλέπεται είναι ότι η καθαρή παρούσα αξία (NPV) είναι ο μοναδικός δίκαιος τρόπος ώστε να αποτιμηθεί ένα ομόλογο. Δηλαδή όσο χαμηλότερο είναι το επιτόκιο δανεισμού, τόσο χαμηλότερη είναι η πραγματική του αξία. Οταν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί διακηρύττουν ότι ποτέ δεν θα δεχθούν μείωση του ελληνικού χρέους που κατέχουν, δεν λένε την αλήθεια: Εχουν ήδη δεχθεί σημαντική απομείωση της καθαρής παρούσας αξίας και είναι μάλλον πρόθυμοι να δεχτούν και νέα.
Το δεύτερο ψέμα είναι ότι από το ξέσπασμα της κρίσης οι πιστωτές έχουν δώσει στην Ελλάδα τεράστια χρηματικά ποσά. Πράγματι το νούμερο φαντάζει μεγάλο. Ομως η ιστοσελίδα οικονομικής ανάλυσης Macropolis υπολογίζει ότι τα χρήματα που έχουν δοθεί στην Ελλάδα το διάστημα 2010-2014 ανέρχονται σε 254 δισ. ευρώ ή σχεδόν 25% του ΑΕΠ. Ομως η συντριπτική πλειονότητα των χρημάτων επιστράφηκε κατευθείαν στους πιστωτές και ορισμένα χρησιμοποιήθηκαν για την υποστήριξη των ελληνικών τραπεζών. Αν υπολογιστούν όλα αυτά, τότε η πραγματική μεταφορά πόρων ανέρχεται σε 3%-7% του ελληνικού ΑΕΠ.
Η συνεισφορά των πιστωτών είναι αρκετά μεγάλη ώστε να δικαιολογεί την επιρροή που ασκούν οι πιστωτές στην ελληνική πολιτική. Ωστόσο, μια πιο ειλικρινής ανάλυση δικαιώνει το παράπονο των Ελλήνων ότι οι δανειστές το έχουν παρακάνει και ότι αδιαφορούν. Οι πιστωτές έχουν δείξει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον σχετικά με την επιστροφή των χρημάτων τους παρά για να χρηματοδοτήσουν και να επιβλέψουν τη θεσμική επανάσταση που δικαίως διακηρύττει ο κ. Γ. Βαρουφάκης. Τα επιχειρήματα για το πόση βοήθεια έχει σπαταλήσει η Ελλάδα και πόση αξίζει να λάβει θα ήταν περισσότερο παραγωγική αν βασίζονταν σε ρεαλιστικούς υπολογισμούς για το πόσα χρήματα έλαβε όντως η Ελλάδα.
Η ιδέα ότι δεν υπάρχει μεταφορά δημοσιονομικών πόρων στην Ε.Ε. αποτελεί την τρίτη απάτη. Η Ε.Ε. αποτελεί μια ομάδα με μεγάλες κυβερνήσεις και ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων, κεφαλαίων και αγαθών. Το χρήμα ρέει από το ένα κράτος στους πολίτες ενός άλλου. Το καθαρό κέρδος ή ζημία της Ελλάδας από αυτή την κατά κάποιο τρόπο μεταφορά δημοσιονομικών πόρων θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο γόνιμης συζήτησης, αλλά το να υποκρίνεται κανείς ότι δεν υπάρχει καμία μεταφορά πόρων υπονομεύει την ουσία της Ε.Ε. Πράγματι έχουμε μια ένωση στην οποία μοιράζονται πολλά κέρδη και ζημίες.
Οι πλούσιοι και ισχυροί υποτίθεται ότι υποστηρίζουν τους φτωχούς και αδύναμους με χρήματα στον βαθμό που χρειάζεται. Αν λάμβανε κανείς υπόψη του στις διαπραγματεύσεις για το χρέος τις πραγματικές και δυνητικές επιπτώσεις των διασυνοριακών συναλλαγών, τότε η διαδικασία θα ήταν αναμφίβολα πιο ειλικρινής, πιθανώς και πιο επιτυχής.
Το τελευταίο ψέμα είναι ηθικής τάξεως. Η μη αποπληρωμή του χρέους δεν αποτελεί αναγκαστικά αμαρτία, όπως υποστηρίζουν οι πιστωτές της Ελλάδας. Ούτε αποτελεί πράξη καταπίεσης, όπως φαίνεται να πιστεύει ορισμένες φορές ο κ. Βαρουφάκης, η απαίτηση να ξεπληρώσει η ελληνική κυβέρνηση τα χρέη της. Στην πραγματικότητα και οι δύο πλευρές έχουν διαπράξει υπερβολικά πολλά λάθη ώστε να είναι κάποιος απόλυτος σε ζητήματα ηθικής.
Για να προχωρήσουμε θα πρέπει κανείς να συγχωρήσει λίγο, να ξεχάσει λίγο και να συνεργαστεί. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Γερμανία θα είναι σε καλύτερη θέση αν παραμείνουν εταίροι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα παρά ως φαρισαίοι υπερασπιστές αδύναμων ηθικών θέσεων. Κάθε ένα από τα τέσσερα ψέματα πιθανότατα εξυπηρέτησε έναν σημαντικό πολιτικό στόχο κάποια στιγμή. Ωστόσο, στο τέλος ακόμη και χρήσιμα ψέματα, κάποια στιγμή παύουν να είναι τέτοια. Η Ελλάδα και η υπόλοιπη Ευρώπη δικαιούνται μια πλήρη, ειλικρινή και τίμια συζήτηση.
kathimerini.gr