«Αυτόματες» μειώσεις σε όλες κύριες συντάξεις μετά το 2017 αν η συνολική δαπάνη για την εθνική, την αναλογική και της επικουρική ξεπεράσει το περιθώριο της αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ (με έτος αναφοράς το 2009), προβλέπει το νέο Ασφαλιστικό.
Τη «ρήτρα» για τις αυτόματες μειώσεις ακόμη και των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων - που θα ανακαθοριστούν με βάση τα νέα χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης ώστε να «ενσωματώσουν» τις μνημονιακές περικοπές «κρατώντας» έως το τέλος του 2017 τα τυχόν επιπλέον ποσά ως «προσωπική διαφορά» - περιλαμβάνει το άρθρο 14 του νομοσχεδίου για το νέο Ασφαλιστικό.
Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο «από την 1/1/2017 και ανά τριετία η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών για την εθνική, την αναλογική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009».
ΕΠΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Στελέχη της κοινωνικής ασφάλισης προεξοφλούν ότι αν εκδοθούν μέσα στην επόμενη διετία οι 132.500 κύριες και οι 129.000 επικουρικές συντάξεις που είναι σε καθυστέρηση πληρωμής και χωρίς να υπολογιστούν τυχόν νέες αιτήσεις (που είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν), η δαπάνη θα «εκτοξευθεί» πάνω από το όριο οδηγώντας σε νέες περικοπές.
Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον επανυπολογισμό τους, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα παραπάνω στοιχεία θα αποτυπώνονται από την 1/1/2018 για κάθε συνταξιούχο στο πληροφοριακό σύστημα της ΗΔΙΚΑ.
ΕΞΙ ΑΜΕΣΕΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ
Αμεσες, ωστόσο, θα είναι οι περικοπές τουλάχιστον για έξι κατηγορίες:
Στις νέες κύριες συντάξεις (για όσους συνταξιοδοτηθούν μετά την ψήφιση του νέου νόμου) καθώς τα ποσά θα υπολογιστούν με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης (βλ. Πίνακα ανά έτος), την προσθήκη εθνικής σύναξης 384 ευρώ στο αναλογικό τμήμα για όσους έχουν 20 χρόνια και πάνω και 345 ευρώ για 15 έτη και με βάση το μέσο όρο των αποδοχών της τελευταίας 15ετίας. Σύμφωνα με υπολογισμούς οι νέες συντάξεις θα είναι χαμηλότερες έως και 30% σε σχέση με τα ποσά που προέκυπταν με βάση τις αποδοχές της καλύτερης πενταετίας... Αν η διαφορά παλαιού και νέου τρόπου υπολογισμού είναι άνω του 20%, το ήμισυ της διαφοράς θα καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά. Για όσους αποχωρήσουν εντός του έτους 2017 ή εντός του έτους 2018 η προσωπική διαφορά θα είναι στο 1/3 και στο 1/4 αντίστοιχα.
Στις επικουρικές που μετά τον επανυπολογισμό τους, μαζί με την κύρια σύνταξη, θα υπερβαίνουν τα 1.300 ή 1.400 ευρώ (το ποσό παραμένει «ανοικτό» στη διαπραγμάτευση καθώς συναρτάται από την αύξηση των εισφορών και το ποσοστό «κάλυψης» του ελλείμματος στα επικουρικά). Ο επανυπολογισμός θα γίνει με συντελεστή 0,45% που δίνει ποσοστό αναπλήρωσης 13,5% για 30 έτη, 15,75% για 35 έτη, 18% για 40 έτη και 18,9% για 42 έτη έναντι του 20% - 45% που είχαν οι συνταξιούχοι με το προηγούμενο καθεστώς. Μειώσεις έχουν «κλειδώσει» και για τα μερίσματα.
Σε καταβαλλόμενη μηναία ατομική σύνταξη που υπερβαίνει το εξαπλάσιο του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης (2. 304 ευρώ) και σε πολλαπλές το οκταπλάσιο της εθνικής σύνταξης (3. 072 ευρώ).
Στις συντάξεις των απασχολούμενων συνταξιούχων θα γίνεται πλέον μείωση 60%, χωρίς τα πλαφόν μη περικοπής που ισχύουν σήμερα για εργαζόμενους είτε με εξαρτημένη σχέση εργασίας είτε ως αυτοαπασχολούμενοι.
Στις νέες συντάξεις χηρείας επιβάλλεται το 55ο ως όριο ηλικίας ενώ θα δίνεται για τα πρώτα τρία χρόνια το 50% της σύνταξης του θανόντος (αντί του 70%). Περικοπές θα ισχύουν και σε περιπτώσεις που ο γάμος έχει διαρκέσει έως πέντε έτη και υπήρχε μεγάλη διαφορά ηλικίας της συζύγου.
Στις νέες προσωρινές συντάξεις θα δίδονται, έως ότου εκδοθεί η οριστική σύνταξη, χαμηλότερα ποσά (το 50% των συντάξιμων αποδοχών αντί του 80% της σύνταξης).