Στα χέρια των φορολογικών αρχών είναι όλα τα στοιχεία για τις μεταφορές εμβασμάτων άνω των 100.000 ευρώ που έγιναν τον προηγούμενο χρόνο, αλλά και τους τελευταίους μήνες, ακόμη και αν πρόκειται για ποσό που δεν διακινήθηκε μέσω μιας συναλλαγής, αλλά μέσω περισσότερων κινήσεων κατά το διάστημα του τελευταίου χρόνου.
Το όριο των 100.000 ευρώ δεν ισχύει μόνο για περιπτώσεις πολυάριθμων συναλλαγών από μία τράπεζα.
Αφορά και τις κινήσεις που έγιναν κατά τον προηγούμενο χρόνο από ένα δικαιούχο εφάπαξ ή τμηματικά και από διαφορετικές τράπεζες, αθροίζοντας τελικά το παραπάνω όριο. Τα στοιχεία αυτά διαθέτουν αναλυτικά οι τράπεζες, οι οποίες με τη σειρά τους, τα έχουν αποστείλει στην εφορία και ενδεχομένως και στην Αρχή Καταπολέμησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, εάν υπάρχουν υπόνοιες ότι πρόκειται για ύποπτη συναλλαγή.
Με τον τρόπο αυτό σφίγγει ο κλοιός γύρω από το «γκρίζο» χρήμα, ο εντοπισμός του οποίου δεν είναι πλέον στα χαρτιά, αλλά στην πολιτική βούληση της κυβέρνησης. Με βάση άλλωστε τον νόμο για το «ξέπλυμα», οι αρχές έχουν πλήρη πρόσβαση όχι μόνο σε μεγάλες, αλλά και σε μικρές συναλλαγές που αθροίζουν από 15.000 ευρώ και πάνω. Πρόκειται για το όριο που έχει θέσει η βασική νομοθεσία για το ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος, πάνω από το οποίο, οι τράπεζες μπορούν να ελέγχουν την προέλευσή του και να λαμβάνουν μέτρα «δέουσας επιμέλειας προς τους πελάτες».
Αρωγοί στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής είναι φυσικά οι τράπεζες, οι οποίες διαμέσου της Τράπεζας της Ελλάδος, αποστέλλουν τα σχετικά στοιχεία είτε στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες είτε στις φορολογικές αρχές, ενώ ο Μάρτιος είναι ο μήνας κατά τον οποίο κάθε τράπεζα αποστέλλει στην ΤτΕ ετήσια έκθεση, στην οποία καταγράφει όλους τους πελάτες υψηλού κινδύνου με τους οποίους διατηρεί επιχειρηματική σχέση. Το εύρος της καταγραφής είναι τέτοιο, που δεν περιορίζεται στις μεταφορές χρημάτων μέσω τραπεζικών λογαριασμών. Επεκτείνεται σε κάθε μορφής έμβασμα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που καταλήγει σε αγορά χρηματοπιστωτικών προϊόντων, όπως αμοιβαία κεφάλαια ή τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα.
Αντίστοιχα περιλαμβάνει κάθε συναλλαγή που αφορά τη λήψη ή την αποπληρωμή δανείων, όταν αυτές δεν δικαιολογούνται από το συναλλακτικό προφίλ και τα οικονομικά δεδομένα του πελάτη και φυσικά όλες τις συναλλαγές, που γίνονται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας ενός ιδιώτη ή επιχειρηματία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μάχη για τον εντοπισμό του «μαύρου» χρήματος, μπήκαν πρόσφατα και οι κινήσεις μέσω νέων μεθόδων πληρωμής, όπως οι προπληρωμένες κάρτες και φυσικά τα ATM ή οι συναλλαγές μέσω internet banking. Ετσι στην καταγραφή των ύποπτων κινήσεων, η ΤτΕ αναφέρει ως υποψήφιες προς έλεγχο τις περιπτώσεις πελατών που πιστώνουν τον λογαριασμό τους με σημαντικά ποσά, κίνηση που μπορεί να υποδηλώνει ότι αποφεύγει την αυτοπρόσωπη παρουσία του στην τράπεζα.
Η κατηγοριοποίηση των πελατών σε πελάτες υψηλού, μεσαίου ή χαμηλού ρίσκου, επιβάλλει την καταγραφή όλων των ελεύθερων επαγγελματιών που διατηρούν ή είναι δικαιούχοι λογαριασμών, στους οποίους πιστώθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους συνολικά ποσά άνω των 200.000 ευρώ και νομικά πρόσωπα, στους λογαριασμούς των οποίων οι συνολικές καταθέσεις ή οι αναλήψεις μετρητών υπερέβησαν μέσα στο έτος τις 300.000 ευρώ. Μεταξύ των πελατών που κατατάσσονται στην κατηγορία υψηλού κινδύνου είναι και τα «πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα», δηλαδή τα «φυσικά πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα, οι άμεσοι στενοί συγγενείς τους και τα πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες τους».
Ο κατάλογος των συναλλαγών για τις οποίες οι τράπεζες οφείλουν να δείχνουν «αυξημένη δέουσα επιμέλεια», είναι μακρύς και επεκτείνεται σε μια σειρά κινήσεων όπως η κατάθεση ή ανάληψη συστηματικά ποσών, τα οποία είναι χαμηλότερα από το εκάστοτε όριο που απαιτείται για την εφαρμογή της διαδικασίας πιστοποίησης του πελάτη, δηλαδή τα 15.000 ευρώ - είτε σε μία είτε σε πολλές πράξεις. Αντίστοιχα «ύποπτη» μπορεί να είναι:
* η επαναδραστηριοποίηση αδρανούς λογαριασμού φυσικού προσώπου μετά από πολύ καιρό ή εταιρειών μετά από μακρά περίοδο αδράνειας,
* το άνοιγμα λογαριασμών που δεν εμφανίζουν κίνηση ανάλογα με το οικονομικό προφίλ του πελάτη και χρησιμοποιούνται μόνο για μεταφορές κεφαλαίων
* η αγορά ή πώληση τίτλων χωρίς προφανή οικονομικό σκοπό και καταλήγει σε συστηματική ζημία του επενδυτή * η αποπληρωμή δανείων χωρίς να δικαιολογείται από το εισόδημα του φορολογούμενου και
* οι μεταφορές ποσών σε χώρες που θεωρούνται φορολογικοί παράδεισοι ή αφορούν off shore. Πέραν αυτών οι τράπεζες οφείλουν να είναι «υποψιασμένες» απέναντι σε πελάτες, που δεν «ανταποκρίνονται με προθυμία στο αίτημα για προσκόμιση στοιχείων» ή των οποίων «το τηλέφωνο είναι απενεργοποιημένο ή γίνονται συχνές αλλαγές αριθμών κινητών και σταθερών».
Πολλώ δε μάλλον όταν «ζητεί να μην αποστέλλεται η κίνηση του λογαριασμού του ή η αλληλογραφία του με την τράπεζα στη διεύθυνση εργασίας ή κατοικίας του για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών», «εκδηλώνεται ασυνήθης νευρικότητα στη συμπεριφορά κατά τη διεξαγωγή της συναλλαγής» ή «εμφανίζει για μακρό χρονικό διάστημα δυσανάλογα μεγάλα έσοδα από τυχερά παίγνια ή στοιχήματα». Οι υποψίες δεν περιορίζονται στους πελάτες.
Αντίστοιχα μπορεί να αφορούν τραπεζικούς υπαλλήλους ειδικά εάν «πελάτες επιμένουν να συναλλάσσονται με τον ίδιο υπάλληλο ακόμη και για συναλλαγές ρουτίνας ή σταματούν να συναλλάσσονται με την τράπεζα σε περίοδο απουσίας συγκεκριμένου υπαλλήλου» ή ο υπάλληλος «διατηρεί κοινωνικές σχέσεις πέραν του συνήθους με πελάτες της τράπεζας».
πηγη: Καθημερινή