Μόνοι τους οι φορολογούμενοι θα κληθούν για πολλοστή φορά να καταπολεμήσουν την τεράστια φοροδιαφυγή από τον ΦΠΑ που φτάνει το 66% αφού το υπουργείο Οικονομικών έχει ανοίξει διάπλατα την πόρτα της διαφυγής αυτών που θέλουν να παρανομήσουν και μάλιστα με νόμο.
Η ανάγκη για χτίσιμο του αφορολόγητου των 9.950 ευρώ με δαπάνες που θα γίνονται με πλαστικό χρήμα ή ηλεκτρονική Τραπεζική που θα γίνει νόμος όταν οι τράπεζες αποφασίσουν να μειώσουν τις υπέρογκες χρεώσεις του και οριστικοποιηθούν οι διατάξεις του νόμου με τους δανειστές θα είναι το μόνο εμπόδιο στην φοροδιαφυγή από τον ΦΠΑ που φτάνει στα 2 από τα 3 ευρώ που θα έπρεπε να εισπράττει το δημόσιο.
Οι ίδιοι οι επιχειρηματίες διαμαρτύρονται – δικαίως – για τις υψηλές χρεώσεις των τραπεζών ή αποφεύγουν την χρήση μηχανημάτων υποδοχής καρτών.
Ωστόσο με νόμο που πέρασε με τον τρίτο μνημόνιο όσοι επαγγελματίες συλληφθούν από την Υπηρεσία Ελέγχου και Διασφάλισης των Δημοσίων Εσόδων (Υ.Ε.Δ.Δ.Ε.) από τις θα πέσουν «στα μαλακά».
Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4337/2015, οι ελεγκτές της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. και των Δ.Ο.Υ., εφόσον κατά την διάρκεια επιτόπιων ελέγχων σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ διαπιστώνουν τη μη έκδοση αποδείξεων ή άλλων φορολογικών στοιχείων δεν μπορούν πλέον να επιβάλλουν κανένα πρόστιμο!
Επίσης, το μόνο πρόστιμο το οποίο μπορούν πλέον να επιβάλλουν σε επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες υπαγόμενους σε ΦΠΑ που δεν εκδίδουν αποδείξεις είναι το 50% επί του ΦΠΑ που αναλογεί στις μη εκδοθείσες αποδείξεις.
Το νέο καθεστώς «εκλογικευμένων» κυρώσεων για αδικήματα φοροδιαφυγής, το οποίο καθιερώθηκε με το ν. 4337/2015 προβλέπει:
Για τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες που υπάγονται σε ΦΠΑ, οι ελεγκτές των Δ.Ο.Υ. και της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε., εφόσον διαπιστωθεί η μη έκδοση αποδείξεων, το μόνο που μπορούν να κάνουν πλέον είναι να υπολογίζουν τον ΦΠΑ που αναλογεί στις μη εκδοθείσες αποδείξεις και να καταλογίζουν συνολικό πρόστιμο ίσο με το 50% του διαφυγόντος ΦΠΑ.
Για να γίνει όμως ένας τέτοιος υπολογισμός και να προσδιορισθεί το ακριβές ύψος του προστίμου, θα πρέπει οι ελεγκτές να βρίσκουν πρώτα την καθαρή αξία των πωληθέντων προϊόντων ή των παρασχεθεισών υπηρεσιών η οποία αναλογεί στις μη εκδοθείσες αποδείξεις, επ’ αυτής να υπολογίζουν τον αναλογούντα ΦΠΑ και στην συνέχεια επί του αναλογούντος ΦΠΑ να καταλογίζουν το 50% ως πρόστιμο.
Μια τέτοια διαδικασία προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης και του καταλογιστέου προστίμου είναι εξαιρετικά δύσκολη ή ακόμη και αδύνατο να διεκπεραιωθεί ομαλά σε πολλές περιπτώσεις. Είναι επίσης μια διαδικασία αμφίβολης αξιοπιστίας και εύκολα αμφισβητήσιμη από τον ελεγχόμενο.
Σε ιδιωτικά ιατρεία, ιδιωτικά φροντιστήρια και εκπαιδευτήρια, καθώς επίσης και σε όλες τις μικρές επιχειρήσεις με ετήσια ακαθάριστα έσοδα λιγότερα των 10.000 ευρώ, που απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ, λόγω υπαγωγής στο καθεστώς των «μικρών επιχειρήσεων», οι ελεγκτές της Υπηρεσίας Ελέγχου και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (Υ.Ε.Δ.Δ.Ε.) και των Δ.Ο.Υ. δεν μπορούν πλέον να καταλογίσουν κανένα πρόστιμο όταν κατά τη διάρκεια επιτόπιων μερικών φορολογικών ελέγχων πιάσουν επ’ αυτοφώρω τους ελεγχόμενους να μην εκδίδουν αποδείξεις. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να καταγράψουν απλώς τις παραβάσεις.
enikonomia.gr