Περισσότερες ημέρες με θερμοκρασίες άνω των 35 βαθμών Κελσίου το καλοκαίρι στην Ελλάδα αναμένουν οι επιστήμονες μέχρι το 2050.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη επιστημονικής ομάδας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του CLIMPACT- Εθνικού Δικτύου για την Κλιματική Αλλαγή και τις Επιπτώσεις της.
Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώνει η μελέτη, οι ημέρες με θερμοκρασία μεγαλύτερη των 35°C το καλοκαίρι μπορεί να φτάσουν να είναι έως και 16 ημέρες περισσότερες σε κάποιες περιοχές μέχρι το 2050.
Στο επίκεντρο της μελέτης της ομάδας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που απαρτίσθηκε από τους καθηγητές του ΑΠΘ, Θ. Μαυρομμάτη, Δ. Μελά και Π. Ζάνη και τους μεταδιδάκτορες Α. Γεωργούλια και Δ. Ακριτίδη, στο πλαίσιο του CLIMPACT- Εθνικού Δικτύου για την Κλιματική Αλλαγή και τις Επιπτώσεις τέθηκαν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, στο εγγύς (2021-2050) και μακρινό (2071-2100) μέλλον, στο σιτάρι, την ντομάτα, το βαμβάκι, την πατάτα, το αμπέλι, το ρύζι και την ελιά.
Σύμφωνα με τη μελέτη μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα δυσμενείς κλιματικοί δείκτες θερμοκρασίας και βροχοπτώσεων πρόκειται να παρουσιάσουν σημαντική μεταβολή στην εποχιακή συχνότητα τους κατά τη διάρκεια κρίσιμων περιόδων για την ανάπτυξη και παραγωγή βασικών καλλιεργειών της ελληνικής γεωργίας.
Παράλληλα, όπως προκύπτει από την μελέτη, οι περισσότερες μέρες με αυξημένες θερμοκρασίες καθώς και η έλλειψη νερού θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις παραπάνω καλλιέργειες παρά την μείωση των ημερών του παγετού. «Η αυξημένη θερμική καταπόνηση και έλλειψη νερού αναμένεται να έχει αρνητικές εποχιακές επιπτώσεις σε αυτές τις καλλιέργειες, σε αντίθεση με την μείωση των ημερών παγετού», αναφέρει χαρακτηριστικά η μελέτη ωστόσο, προσθέτει ότι το τελικό αποτέλεσμα των θετικών και αρνητικών επιπτώσεων στις αποδόσεις των καλλιεργειών είναι ακόμη αβέβαιο.
Ειδικότερα λοιπόν, σύμφωνα με την μελέτη, oι αναλύσεις των ημερών με μέγιστη θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30 °C την άνοιξη και οι τροπικές νύχτες (με ελάχιστη θερμοκρασία μεγαλύτερη των 20 °C) την άνοιξη-καλοκαίρι τόσο στο εγγύς όσο και στο μακρινό μέλλον παρουσιάζουν «ασήμαντες αυξήσεις» (εκτός από τις περιοχές με χαμηλό υψόμετρο στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία) που θα φτάσουν τις 4 και 25 ημέρες/έτος για τον πρώτο και τον δεύτερο δείκτη, αντίστοιχα. Αντίθετα, οι αντίστοιχες προβλέψεις στη συχνότητα των ημερών με μέγιστη θερμοκρασία μεγαλύτερη των 35°C το καλοκαίρι, παρουσιάζουν σημαντικές αυξήσεις (έως 16 ημέρες/έτος) (εκτός από τις ορεινές περιοχές στην Πίνδο, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο).
Στον αντίποδα, όπως αναφέρει η μελέτη, οι ισχυρές μειώσεις στον αριθμό των ημερών παγετού την άνοιξη, αναμένεται να ευνοήσουν το σιτάρι, το βαμβάκι, την πατάτα, την ντομάτα και το αμπέλι, στο εγγύς και μακρινό μέλλον.
Αναφορικά με τη συχνότητα των ημερών βροχής η μελέτη επισημαίνει ότι μέχρι το 2050 οι μειώσεις στη συχνότητα των ημερών με ύψος βροχής μεγαλύτερο του 1 χιλιοστού θα είναι ασήμαντες, την άνοιξη και το καλοκαίρι (έως 4-5 ημέρες/έτος), ωστόσο στο μακρινό μέλλον (έως το 2100) πιθανόν να ανέλθουν σε 8-9 ημέρες/έτος σε όλη την Ελλάδα.
Συνεπώς, «το αυξημένο έλλειμμα νερού την άνοιξη αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά το σιτάρι, την πατάτα και την ελιά το καλοκαίρι, την ντομάτα και το αμπέλι την άνοιξη-καλοκαίρι, ιδιαίτερα το 2ο μισό του 21ου αιώνα, σύμφωνα με το σενάριο για το μακρινό μέλλον», τονίζει η μελέτη.
«Περίπου το 40% της ελληνικής γης αφιερώνεται στη γεωργία, εκ των οποίων το 30%, περίπου, είναι αρδευόμενο. Σαν αποτέλεσμα, η γεωργία αποτελεί ένα σημαντικό τομέα της Ελληνικής οικονομίας που επηρεάζεται όμως άμεσα από τον καιρό και το κλίμα με διάφορους τρόπους, και αυτό θα συνεχιστεί και στο μέλλον», σημειώνουν στη μελέτη τους οι ερευνητές του ΑΠΘ.
«Παράλληλα, όμως, η γεωργία συμβάλλει σημαντικά στην κλιματική αλλαγή μέσω των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και των ατμοσφαιρικών ρύπων (European Environment Agency 2019). Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (και ιδιαίτερα o συνδυασμός της θερμοκρασίας, της βροχόπτωσης με τη συγκέντρωση CO2 της ατμόσφαιρας) στον γεωργικό τομέα διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή της Ευρώπης. Ειδικότερα στην περιοχή της Μεσογείου, η αύξηση της θερμοκρασίας και η μείωση της βροχόπτωσης θα έχουν άμεσες επιπτώσεις στις αποδόσεις των καλλιεργειών και έμμεσες επιπτώσεις στη διαθεσιμότητα του νερού.
Οι υψηλότερες θερμοκρασίες θα διαμορφώσουν καταλληλότερες συνθήκες για τον πολλαπλασιασμό των ζιζανίων και των παρασίτων ενώ οι μειώσεις των βροχοπτώσεων αναμένεται να αυξήσουν την πιθανότητα βραχυπρόθεσμων αποτυχιών των καλλιεργειών και μακροπρόθεσμης μείωσης της παραγωγής», υπογραμμίζει η μελέτη.
Ταυτόχρονα, όπως επισημαίνεται, η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι αυτή που συγκεντρώνει τις υψηλότερες θερμοκρασίες ενώ ειδικότερα η περιοχή της Μεσογείου. Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη του European Environment Agency (EEA), οι κύριες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη Μεσόγειο μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν την αύξηση των ημερών με καύσωνα, την μείωση των βροχοπτώσεων, την αυξημένη συχνότητα ξηρασίας, την μείωση της βιοποικιλότητας, το έλλειμα νερού στις καλλιέργειες και την μείωση της παραγωγής σε καλλιέργειες.
Σημειώνεται ότι η ανάλυση βασίσθηκε σε ένα σύνολο 11 προσομοιώσεων, υψηλής ανάλυσης, από περιοχικά κλιματικά μοντέλα, που έγιναν στα πλαίσια της ευρωπαϊκής δράσης EURO-CORDEX. Αυτές, κάλυψαν την ιστορική περίοδο 1950-2005 και τη μελλοντική περίοδο 2006-2100, υπό την επιρροή τριών σεναρίων εκπομπής θερμοκηπίων αερίων που υποθέτουν ισχυρό, μέτριο και κανένα μετριασμό.