Ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δωδεκανήσου θα αναβιώσει η φρικιαστική υπόθεση βιασμού και αποπλάνησης κοριτσιού, ηλικίας 7 ετών με κατηγορούμενους την μητέρα, τον παππού και την θεία του, κατοίκους Ρόδου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έχει επιβάλει ποινή κάθειρξης 35 ετών στη μητέρα του θύματος και ποινή κάθειρξης 25 ετών στον παππού του και την θεία του, ενώ είχε κρίνει αθώα την γιαγιά του.
Το λαϊκό δικαστήριο απέρριψε εξάλλου το αίτημα των κατηγορουμένων για την αναγνώριση ελαφρυντικών αλλά και για την αναστολή έκτισης της ποινής τους, ενόψει κατάθεσης εφέσεως και επανεξέτασής της σε δεύτερο βαθμό.
Με αποφάσεις που εξέδωσαν τον Ιούνιο του 2015 το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δωδεκανήσου, απορρίφθηκαν ισάριθμες αιτήσεις των τριών κατηγορούμενων για την αναστολή των πολυετών ποινών καθείρξεως που τους επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Κω.
Το ιστορικό της υπόθεσης, όπως έγραψε η «δημοκρατική», φέρεται να έχει ως εξής:
Ο μηνυτής πατέρας και η κατηγορούμενη μητέρα της παιδίσκης είχαν τελέσει γάμο στις 11 Νοεμβρίου 1995. Από τις 22 Σεπτεμβρίου 2000 ο μηνυτής και η μητέρα της παιδίσκης τελούν σε διάσταση και με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, αφαιρέθηκε η προσωρινή επιμέλεια της ανήλικης από την κατηγορούμενη και ανατέθηκε προσωρινά στο μηνυτή με τον οποίο διαμένει στην κατοικία του.
Με άλλη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου ρυθμίστηκε το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας της κατηγορούμενης μητέρας με την θυγατέρα της.
Στο πλαίσιο της επικοινωνίας αυτής η μητέρα φέρεται να πήρε την ανήλικη θυγατέρα της από την οικία του μηνυτή και την πήγε στο σπίτι της, όπου βρισκόταν και η δεύτερη κατηγορουμένη, αδελφή της. Αυτό έγινε πριν την εορτή του Πάσχα 2003 σε μη ακριβώς προσδιορισμένη ημερομηνία.
Εκεί, όπως καταγγέλθηκε, η πρώτη κατηγορουμένη, και ενώ η δεύτερη κρατούσε σφιχτά τα χέρια της ανήλικης, την ακινητοποίησε, έπεσε πάνω στην ανήλικη και έβαλε το χέρι της μέσα στο αιδοίο της, προκαλώντας της πόνο και αιμορραγία.
Μετά το περιστατικό αυτό η ανήλικη δεν ήθελε να πάει στη μητέρα της. Ούτε όμως και η πρώτη κατηγορουμένη ενδιαφερόταν να πάρει την κόρη της για επικοινωνία.
Το Νοέμβριο του 2003 η κατηγορουμένη μητέρα πήγε να πάρει την κόρη της για επικοινωνία, αλλά η μικρή αρνήθηκε πεισματικά να πάει μαζί της. Όταν ο μηνυτής ρώτησε την κόρη του γιατί αρνείται να πάει με τη μητέρα της, αυτή του απάντησε ότι στην τελευταία συνάντησή τους, πριν το Πάσχα 2003, η μητέρα της έβγαλε το εσώρουχο και, ενώ η θεία της, δεύτερη κατηγορούμενη, την κρατούσε σφιχτά από τα χέρια, η μητέρα της τής άνοιξε τα πόδια και της πείραξε το γεννητικό της όργανο. Την ερώτησε γιατί δεν του το είπε αμέσως, κι η μικρή απάντησε ότι η μητέρα της την απείλησε ότι θα σκοτώσει τον πατέρα της και την ίδια με όπλο.
Την ένταση αυτή στη σχέση της κόρης με τη μητέρα της, διαπίστωσε και ψυχολόγος, η οποία περιέγραψε τις ζωγραφιές της μικρής και το περιεχόμενό τους, καθώς και την επίθεση της μικρής στη γιαγιά, όταν διαπίστωσε ότι είχε δείξει τις ζωγραφιές στη μάρτυρα.
Αναφέρθηκε επίσης στην αφήγηση της γιαγιάς, σχετικά με τις αντιδράσεις της κόρης, όταν η συζήτηση αναφέρεται στη μητέρα της. Το ίδιο διαπίστωσε και η ίδια η μάρτυρας, όταν προσπαθούσε να φέρει τη συζήτηση στη μητέρα της, αλλά και στο επεισόδιο με την επίθεση της εγγονής στη γιαγιά της, όταν αυτή τη ρώτησε γιατί δεν πηγαίνει στη μητέρα της.
Παιδοχειρουργός, εξέτασε στο Νοσοκομείο την φερόμενη ως παθούσα, όταν αυτή παραπονείτο για περιπρωκτικό άλγος. Την ερώτησε, ενώ ήταν μόνοι τους, γιατί πονάει ο ποπός της και η μικρή του απάντησε ότι την ώρα που κοιμόταν κατάλαβε πως ο παππούς της ασέλγησε σε βάρος της. Κατάθεσε ότι όπως του είπε η ανήλικη, αυτό το γεγονός είχε συμβεί δύο φορές. Στην εξέταση που έκανε παρατήρησε ευχέρεια στην εξέταση της γενετήσιας περιοχής, το παιδί δεν αντιδρούσε στην εξέταση των γεννητικών οργάνων του, είχε δε ευκολία στο να κατεβάζει το εσώρουχό του. Κατέληξε ότι δεν μπορεί να καταθέσει με βεβαιότητα ότι το παιδί έχει υποστεί ασελγείς πράξεις ή όλα είναι στη φαντασία του.
Σε έγγραφο που συνέταξε η προϊσταμένη της κοινωνικής υπηρεσίας του Περιφερειακού Νοσοκομείου Ρόδου και αφορά περιστατικά, που έγιναν όταν η ανήλικη βρισκόταν στο νοσοκομείο, από το οποίο η μητέρα της την πήρε δια της βίας και παρά την αντίθετη άποψη του προσωπικού, αναφέρει για την ανήλικη ότι αυτή αισθάνεται χαρούμενη και ασφαλής κοντά στον πατέρα της που δεν δείχνει να φοβάται. Ζωγραφίζει τον εαυτό της και τους γονείς της με μια μπανιέρα από πάνω της, όταν δε την ρώτησε γι αυτό της απάντησε πως είναι βρώμικη και θέλει να πλένεται. Συμπεραίνει από το συγκεκριμένο στοιχείο ότι αυτό πάντα κινεί την υποψία για σεξουαλική παρενόχληση από κάποιον.
Οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες και ισχυρίστηκαν ότι οι καταθέσεις της ανήλικης ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον πατέρα και τους γονείς του με τους οποίους υπάρχει μεγάλη ένταση λόγω του χωρισμού. Και ότι με αυτό τον τρόπο πέτυχαν την αφαίρεση της επιμέλειας από την μητέρα της.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων παρίστανται οι δικηγόροι κ.κ. Παν. Αβρίθης και Γ. Παντελίδης.