21 Φεβρουαρίου: Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας

Φεβρουάριος 21, 2015

Κάθε χρόνο στις 21 Φεβρουαρίου γιορτάζεται η Παγκόσμια Hμέρα Μητρικής Γλώσσας που καθιερώθηκε από τη Γενική Συνέλευση της UNESCO το Νοέμβριο του 1999.

Αφορμή για την υιοθέτησή της από τη Γενική Συνέλευση της UNESCO στάθηκε η Σφαγή της Ντάκα στις 12 Φεβρουαρίου του 1952, όταν φοιτητές του Ανατολικού Πακιστάν (σημερινού Μπανγκλαντές) ξεσηκώθηκαν για να εμποδίσουν την κατάργηση της γλώσσας τους «Μπενγκάλι» και την υιοθέτηση της επίσημης πακιστανικής «Ουρντού». Η Αστυνομία έπνιξε τη διαμαρτυρία τους στο αίμα.

Γράφει η Ιωάννα Σαββινίδου, Καθηγήτρια Φιλόλογος στο LFH ED, Docteur ès Lettres Classiques EPHE IVe


Οι πολιτισμικές σημασίες της Γλώσσας
Αν δεχτούμε ότι η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας, αλλά είναι ο καθρέφτης της σκέψης μας και ο γλωσσικός εκφραστής του συναισθηματικού μας κόσμου, τότε καταλαβαίνουμε ότι μιλάμε, όπως είμαστε και είμαστε, όπως μιλάμε. Στο Σοφιστή του Πλάτωνα (263 e) ακούμε το Ξένο και το Θεαίτητο να συμφωνούν ότι η σκέψη και η γλώσσα είναι το ίδιο πράγμα.
Ξένος: Οὐκοῦν διάνοια μὲν καὶ λόγος ταὐτόν· πλὴν ὁ μὲν ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτὴν διάλογος ἄνευ φωνῆς γιγνόμενος τοῦτ” αὐτὸ ἡμῖν ἐπωνομάσθη, διάνοια; (Λέω λοιπόν ότι σκέψη και λόγος είναι το ίδιο και το αυτό, με την μόνη διαφορά ότι ο εσωτερικός διάλογος που γίνεται με την ψυχή μας, χωρίς φθόγγους, λέγεται, σκέψη.
Θεαίτητος: Πάνυ μὲν οὖν. (Ακριβώς έτσι)(1 ).

Γι αυτό το λόγο άλλωστε και σύμφωνα με την αρχή της γλωσσικής σχετικότητας η γλώσσα που χρησιμοποιούμε αντανακλά τις πολιτιστικές και γνωστικές κατηγορίες που μας επηρεάζουν και καθορίζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε, έτσι ώστε, όταν μιλούμε διαφορετικές γλώσσες, να έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε και να συμπεριφερόμαστε διαφορετικά ανάλογα με τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε.
Π.χ για έναν Γάλλο απόγευμα (après-midi στη γλώσσα του) είναι μετά τις 12:00 το μεσημέρι και μέχρι τις 16:00. Αντιθέτως ο Έλληνας σίγουρα το διάστημα 12:00 μέχρι και 14:00 θα το έλεγε μεσημέρι και αυτό γιατί ο χρόνος στη συγκεκριμένη περίπτωση φέρει το πολιτισμικό φορτίο της συνήθειας των Γάλλων να τρώνε γύρω στις 12:00 και των Ελλήνων γύρω στις 14:00. Αν θέλουμε να περάσουμε σε έννοιες με ειδικό βάρος, αρκετές είναι οι μελέτες για την έννοια φιλοτιμία που αποτελεί ευρύτερη έννοια επιμέρους εννοιών, συχνά μη απόλυτα προσδιορίσιμων σε άλλη γλώσσα, και γι΄αυτό είπε ο Momigliano «Καμιά άλλη λέξη δεν μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το ελληνορωμαϊκό επίτευγμα»(2).
Ο Wittgenstein έδωσε μία γενικότερη διάσταση σε αυτή τη σύμπτωση σκέψης και γλώσσας, που συμπυκνώνεται στη φράση «Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου».

Και η σύγχρονη έρευνα αναγνωρίζει στη γλώσσα λειτουργίες πέραν από τις απλές επικοινωνιακές. Γι’ αυτό άλλωστε σήμερα όταν μαθαίνουμε μία ξένη γλώσσα δεν περιοριζόμαστε, όπως γινόταν μέχρι τη δεκαετία του 1960, στην δομική και λειτουργική φύση της γλώσσας, αλλά αναγνωρίζοντας την αλληλεπιδρασιακή της πλευρά, ως μέσου πραγμάτωσης διαπροσωπικών σχέσεων και κοινωνικών συναλλαγών ανάμεσα στα άτομα, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να διδαχθεί μία γλώσσα αποκομμένη από το πολιτισμικό της περιβάλλον και τις συνήθειες του λαού που τη μιλάει ως μητρική.

Η σημασία της μητρικής γλώσσας
Οι τελευταίες έρευνες έχουν αποδείξει ότι «η μητρική γλώσσα «γράφεται» μέσα μας από τη μήτρα. Οι επιστήμονες κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα αφού κατέγραψαν και ανέλυσαν το κλάμα 60 νεογέννητων ηλικίας τριών ως πέντε ημερών (τα μισά από τα βρέφη είχαν γερμανόφωνους γονείς, ενώ τα υπόλοιπα γαλλόφωνους) και ανακάλυψαν εμφανείς διαφορές ανάλογα με τη μητρική γλώσσα του κάθε βρέφους. Τα βρέφη των γερμανόφωνων έκλαιγαν ακολουθώντας έναν τονισμό ο οποίος παρουσίαζε σταδιακή ύφεση, ενώ αντιθέτως τα βρέφη των γαλλόφωνων ακολουθούσαν έναν τονισμό που συνεχώς αυξανόταν. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνάδουν, λένε οι ειδικοί, με τη γερμανική και τη γαλλική γλώσσα αντιστοίχως (3).

Το παραπάνω παράδειγμα αναδεικνύει όχι μόνο ότι εγγράφεται η μητρική γλώσσα από τη βρεφική ηλικία αλλά και τη σπουδαιότητα της, αφού είναι γνωστό ότι η μητρική ταυτίζεται και με τη συναισθηματική μας γλώσσα. Και αυτό γιατί με αυτήν εκφράζουμε τις πιο επεξεργασμένες και λεπτές ψυχικές μας εκφάνσεις, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έχουμε αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο. Για τη σημασία της σωστής και βαθιάς γνώσης της μητρικής γλώσσας, αξίζει να αναφέρουμε αυτό που γράφει ο Χρ. Τσολάκης, με μεγάλη εμπειρία στην γλωσσική εκπαίδευση μεταξύ των άλλων και της Σουηδίας. Εκεί λοιπόν «ψηφίζουν νόμους και εκχωρούν κονδύλια, για να διδαχθεί και να μάθει ο κάθε ξένος, εργάτης ή μαθητής, τη μητρική του γλώσσα. Έτσι φτάνουν στην ασύλληπτη για μας απόφα¬ση να αμείβουν κάθε ξένο αναλφάβητο μετανάστη (και το δάσκαλο του) με ωριαία αντιμισθία, για να (του) μάθει τη μητρική του γλώσσα. Κι αυτό γιατί ξέρουν ότι μόνο εκείνος που θα καλλιεργήσει τη μητρική του γλώσσα, θα μπορέσει στη συνέχεια να μάθει και τη Σουηδική και να ενταχθεί στη νέα κοινωνία που τον φιλοξενεί. Η ημιγλωσσία τους είναι πεποίθηση ότι οδηγεί σε διανοητική αναπηρία» (4).

Στην δική μας περίπτωση, που η γλώσσα μας έχει την παγκόσμια ιδιαιτερότητα της ενιαίας συνέχειας, η σημασία της γίνεται ακόμη πιο σημαντική. Οι Έλληνες στον ίδιο γεωγραφικό χώρο επί 40 αιώνες μιλούν και γράφουν την ίδια γλώσσα, την ελληνική. Παρά τις διαφορές των δομικών κατηγοριών (καταλήξεις, σχηματιστικά στοιχεία, φθόγγοι, εγκλίσεις, πτώσεις και γένη) στην γλώσσα μας επιβιώνουν και αναβιώνουν πολλές λέξεις της αρχαίας ελληνικής τις οποίες ασυνείδητα άλλοι και πιο συνειδητά οι μορφωμένοι ανακαλύπτουν και προσδιορίζουν. Έτσι αναπόφευκτα μέσω της γλώσσας μεταφέρουμε αξίες, πολιτισμικές συνήθειες, λαογραφικές ιδιαιτερότητες, ιστορικές καταβολές. Συνεπώς μία οποιαδήποτε υποχώρηση της γλωσσικής μας επάρκειας σημαίνει ταυτόχρονα και πνευματική οπισθοδρόμηση.

Αναπόδραστο τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας σχεδόν παράλληλα με τη μητρική είναι τροχοπέδη ή αρωγός στην γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού.
Το φαινόμενο αυτό το συναντάμε στα ξενόγλωσσα σχολεία ή ακόμη σε δίγλωσσα οικογενειακά και κοινωνικά περιβάλλοντα. Ένας άνθρωπος θεωρείται δίγλωσσος όταν έχει την ικανότητα να χρησιμοποιεί με την ίδια περίπου ευχέρεια δύο γλώσσες ανάλογα με το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται κάθε φορά. Αντίστοιχα όσοι παρουσιάζουν ποσοτικές και ποιοτικές ελλείψεις και στις δύο γλώσσες, ελλείψεις δηλαδή που αφορούν το λεξιλόγιο, τη γραμματική, τη σκέψη και την έκφραση συναισθημάτων, συγκριτικά με τους μονόγλωσσους χαρακτηρίζονται ως ημίγλωσσοι ή διπλά ημίγλωσσοι.

Πάντως οι έρευνες δείχνουν ότι η δίγλωσση εκπαίδευση έχει θετικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη της γλώσσας (συμπεριλαμβανομένης και αυτής της μητρικής), εμπλουτίζει τον εγκέφαλο, αφού υπάρχουν δύο λέξεις για κάθε έννοια (5). Προϋπόθεση της επιτυχούς εκμάθησης είναι οι γονείς να μιλούν σωστά και καλά τη δική τους γλώσσα, γιατί έτσι ευαισθητοποιούν το παιδί για τα νοήματα που αποδίδονται με την μία ή την άλλη γλώσσα, του μαθαίνουν ανεπίγνωστα δομικές λειτουργίες της γλώσσας και συλλογιστική σκέψη, δομές που υπάρχουν σε κάθε γλώσσα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι έρευνες δείχνουν ότι η διγλωσσία σπάνια αποτελεί την αιτία δυσκολιών γενικότερης εκμάθησης. Η μόνη περίπτωση που θα μπορούσε να οδηγήσει ένα δίγλωσσο παιδί να παρουσιάσει προβλήματα εκμάθησης είναι, όταν καμία από τις 2 γλώσσες δεν έχουν κατακτηθεί σωστά με την είσοδο του παιδιού στο σχολείο.

Πηγές: 1. Πλάτων: Θεαίτητος, Ἀντερασταί, Θεάγης, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, Λ. Τατάκης, Π.Πετρίδης εκδ. Δαίδαλος – Ζαχαρόπουλος.
2. Brown, P. The Making of Late Antiquity, Cambridge, 1993, p. 31.
3. Εφημερίδα «Το Βήμα» , Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010
4. Χρ. Τσολάκης, Η πρωταρχία της μητρικής γλώσσας, περιοδ. Άρδην, τ. 30, 2001
5. Βλέπε, Διάλεξη της Γιώτας Γιαννέλη, Δίγλωσση ανάπτυξη του παιδιού, LFHED, 15/1/2009

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot