Σύμφωνος με τη συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίθηκε από την Γενική Διεύθυνση της Ενωσης Φορολογίας και Τελωνείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο αντισυνταγματικός δημοτικός φόρος της Δωδεκανήσου!
Η «δημοκρατική» φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που εκδόθηκε την 31η Οκτωβρίου 2013 και ενημερώνει αρμοδίως την πληρεξούσια δικηγόρο της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων των Δωδεκανήσων, που προσέφυγε μέσω του Επιμελητηρίου Δωδεκανήσου, ότι δεν θα κινηθεί η υπόθεση σε βάρος της Ελληνικής Κυβέρνησης για την ακύρωσή του.
Η προσφυγή ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έγινε τον Οκτώβριο του 2012, λίγες μέρες μετά την συζήτηση ενώπιον του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας σε 7μελή σύνθεση, των προσφυγών των εταιρειών “ΤΕΡΝΑ Α.Ε. – ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε-ΕΜΠΕΔΟΣ Α.Ε. – J & P ABAΞ Α.Ε. – ΙΜΕC GMBH”, ως μετονομάσθηκε η κοινοπραξία με την επωνυμία «ΓΕΚ Α.Ε.-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ Α.Ε.-ΑΤΕ ΓΝΩΜΩΝ Α.Ε.-ΑΒΑΞ Α.Ε.-ΙMEC GMBH”, κατά του Δήμου Ροδίων.
Το Eπιμελητήριο Δωδεκανήσου, εκπροσωπούμενο από τη δικηγορική εταιρεία “Ζέπος και Γιαννόπουλος”, που εκπροσωπεί και την ως άνω κοινοπραξία, υπέβαλε ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ολοκληρωμένο φάκελο συνοδευόμενο από διαμαρτυρία 40 σωματείων κατά του ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ..
Είχε προηγηθεί εξάλλου και κινητοποίηση κατοίκων της Καλύμνου, που διαμαρτυρήθηκαν για τις ανισότητες του φόρου.
Η μάχη που δεν τελεσφόρησε ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κερδήθηκε αμετακλήτως στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στην επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρονται τα εξής:
«Αναφορικά με την διαμαρτυρία σας με αριθμό αναφοράς CHAP(2012)2829 την οποία υποβάλατε εκ μέρους του κ. Γιάννη Κακλιού της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων των Δωδεκανήσων.
Παρακαλώ επιτρέψτε μου πρώτα από όλα να απολογηθώ για την καθυστέρηση της απάντησης στην επιστολή σας.
Στην διαμαρτυρία σας θέτετε έναν αριθμό ζητημάτων που αφορούν τον Δημοτικό Φόρο της Νομαρχίας Δωδεκανήσου.
Σκοπός της παρούσας επιστολής είναι να σας παρέχει το αποτέλεσμα της εκτίμησης της Μονάδας μου αναφορικά μόνο με την πιθανή σύρραξη του προαναφερόμενου φόρου με το Άρθρο 110 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (καλούμενη στο εξής «ΣΛΕΕ»). Για το τμήμα που αφορά την πιθανή ασυμβατότητα θεμελιωδών ελευθεριών έχετε ήδη λάβει μια ανάλυση με ξεχωριστή επιστολή από μια άλλη ενότητα της Γενικής Διεύθυνσης.
Στην διαμαρτυρία σας ισχυρίζεστε ότι ο Δημοτικός Φόρος που επιβλήθηκε στην Νομαρχία Δωδεκανήσου, και θεσπίστηκε μέσω του Άρθρου 60 του Νόμου 2214/94 είναι ασύμφωνος με το Άρθρο 110 της ΣΛΕΕ.
Υποστηρίζετε ότι ο Δωδεκανησιακός Δημοτικός Φόρος (καλούμενος στο εξής «ΔΔΦ») είναι ένας φόρος που επιβάλλεται στα ακαθάριστα εισοδήματα επιχειρηματιών που εκτελούν οικονομικές δραστηριότητες στην νομαρχία Δωδεκανήσου και ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με φορολογική επιβάρυνση αγαθών που πωλούνται στα Δωδεκάνησα. Σε αυτή την περίπτωση, η παραβίαση του Άρθρου 110 της ΣΛΕΕ προέρχεται από την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση την οποία αποκτούν τα αγαθά από άλλα Κράτη Μέλη που πρόκειται να πωληθούν στην Νομαρχία Δωδεκανήσου, αναφορικά με τα αγαθά που πωλούνται σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπου δεν εφαρμόζεται αυτός ο φόρος, τα οποία υπόκεινται σε χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση.
Σύμφωνα με την ανάλυσή σας ο ΔΔΦ είναι ένας φόρος που υπολογίζεται αναφορικά με την τιμή πώλησης των αγαθών που πωλούνται στην περιοχή της Δωδεκανήσου. Ωστόσο, υποστηρίζετε ότι εάν επρόκειτο να ισχυριστεί κανείς ότι ο ΔΔΦ είναι ένας φόρος επί της δραστηριότητας της επιχείρησης, δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (καλούμενο στο εξής «το Δικαστήριο», C-221/06 Δήμος Frohleiten (Stadtgemeinde Frohleiten), και C-206/06 Δίκτυο της Έσση (Essent Network) υποστηρίζουν το επιχείρημα ότι κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες επίσης ένας φόρος επί της δραστηριότητας της επιχείρησης μπορεί να χαρακτηριστεί ως φόρος σε αγαθά και επομένως εμπίπτει στο πλαίσιο του Άρθρου 110 της ΣΛΕΕ. Επιθυμείτε επομένως από την Επιτροπή να λάβει δράση κατά της Ελλάδας δεδομένου ότι ο ΔΔΦ είναι ασύμβατος με το Άρθρο 110 της ΣΛΕΕ.
Έπειτα από προσεκτική ανάλυση των επιχειρημάτων που θέσατε το προσωπικό μου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε αντίθεση με αυτά που υποβάλατε, ο ΔΔΦ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως φόρος επί των αγαθών κατά την έννοια του Άρθρου 110 ΣΛΕΕ και ότι επομένως εμπίπτει εκτός του αντικειμένου του τελευταίου.
Το Άρθρο 60 του Νόμου 2214/1994 ορίζει τον ΔΔΦ ως έναν φόρο επί των ακαθάριστων εισοδημάτων που προκύπτει από την απόδοση της οικονομικής δραστηριότητας στην περιφέρεια της Νομαρχίας Δωδεκανήσου από οποιοδήποτε άτομο που πληροί της προϋποθέσεις ενός επιχειρηματία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ελληνικού Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Προεδρικό Διάταγμα 186/192).
Ο φόρος υπολογίζεται επί των ακαθάριστων εισοδημάτων όπως ορίζονται για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος εφαρμόζοντας ένα συγκεκριμένο φορολογικό ποσοστό στον συντελεστή καθαρών κερδών ο οποίος προκαθορίζεται για συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες.
Το Άρθρο 60 αναγράφει ότι εάν ένας επιχειρηματίας ασκεί μεικτή δραστηριότητα (αγαθά και υπηρεσίες), ο φόρος υπολογίζεται ξεχωριστά για κάθε μια από αυτές.
Εφαρμόζεται ένας αριθμός εξαιρέσεων για ακαθάριστα εισοδήματα που προκύπτουν π.χ. από εναέριες και θαλάσσιες μεταφορές, πώληση αυτοκινήτων, κτλ.
Ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων ορίζει ως επιχειρηματίες τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που ασκούν βιομηχανική, χειροτεχνική, γεωργική δραστηριότητα ή δραστηριότητα ελεύθερης φύσης.
Ως γενικός κανόνας εφαρμοστέος στους επιχειρηματίες ανεξαρτήτως της νομικής μορφής στην οποία λειτουργούν (ατομική επιχείρηση ή εταιρεία), το Άρθρο 4 του Ελληνικού Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Νόμος 2238/94) ορίζει ως φορολογητέο εισόδημα τα κέρδη αυτά που προκύπτουν από έναν καθορισμένο αριθμό διαφορετικών πηγών:
εισόδημα από ακίνητη και κινητή περιουσία, εμπορικές και γεωργικές επιχειρήσεις, εισόδημα από εργασία, ελεύθερα επαγγέλματα και εισόδημα προερχόμενο από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Υπό αυτές τις συνθήκες ο ισχυρισμός ότι ένας φόρος εφαρμοστέος στο ακαθάριστο εισόδημα θα ήταν ισοδύναμος με έναν φόρο επί των αγαθών, γεγονός το οποίο αποτελεί έναν από τους όρους που απαιτούνται από το Άρθρο 110 της ΣΛΕΕ, δεν φαίνεται να ευσταθεί.
Η έννοια του ακαθάριστου εισοδήματος αποτελεί στην πραγματικότητα έναν αριθμό διαφορετικών παραγόντων εισοδήματος που περιλαμβάνουν εισόδημα από την πώληση αγαθών χωρίς όμως να περιορίζεται μόνο σε αυτό.
Ενισχύοντας αυτό το επιχείρημα, θα ήθελα να αναφερθώ στην Εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών Αρ. 34294/1994 την οποία προσαρτάτε στην διαμαρτυρία σας. Η συγκεκριμένη Εγκύκλιος παρέχει σαφείς οδηγίες οι οποίες θα πρέπει να καθοδηγούν στην σαφή εφαρμογή του ΔΔΦ και παρέχει επίσης σαφή παραδείγματα.
Το πρώτο παράδειγμα (σελίδα 27 της Εγκυκλίου) επεξηγεί με σαφήνεια ότι πέρα από την κατηγορία του εισοδήματος που προκύπτει από «πωλήσεις που πραγματοποιούνται από την εταιρική έδρα» (εισόδημα που καταχωρείται στην ενότητα α) στο παράδειγμα) υπάρχει επίσης η κατηγορία «άλλο διαφορετικό εισόδημα που δεν ορίζεται συγκεκριμένα» (εισόδημα που καταχωρείται στην ενότητα β) του παραδείγματος). Παρόλα αυτά, το εισόδημα και από τις δύο κατηγορίες αποτελεί την φορολογητέα βάση για τον υπολογισμό του ΔΔΦ. Είναι επομένως προφανές ότι η έννοια του ακαθάριστου εισοδήματος για τους σκοπούς του ΔΔΦ διαφέρει από την αξία των αγαθών και δεν περιορίζεται στην τελευταία.
Θα συμφωνήσω ότι από οικονομικής πλευράς ο ΔΔΦ μπορεί να αντικατοπτριστεί επίσης στην τιμή των αγαθών εφόσον η φορολογική επιβάρυνση των οικονομικών δραστηριοτήτων μπορεί να αποτελέσει έναν παράγοντα που επηρεάζει την τιμή των αγαθών και υπηρεσιών προς πώληση. Δεν μπορώ ωστόσο να συμφωνήσω ότι ο ΔΔΦ μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση σύμφωνα με το Άρθρο 110 της ΣΛΕΕ.
Ερχόμενος στην νομολογία του Δικαστηρίου που αναφέρετε, μπορώ να παρατηρήσω ότι δεν επιδεικνύει την σχετικότητα που επικαλείσθε στην διαμαρτυρία σας. Στην απόφαση που πάρθηκε στον Δήμο του Frohleiten είναι αλήθεια ότι το Δικαστήριο στην παράγραφο 43, αναφερόμενο σε μια προηγούμενη νομολογία, αναγνώρισε την πιθανότητα ένας φόρος να μπορεί να εμπίπτει στο πλαίσιο του Άρθρου 110 ακόμα και εάν επιβάλλεται όχι σε προϊόντα αλλά στην συγκεκριμένη δραστηριότητα που σχετίζεται με τα προϊόντα. Το Δικαστήριο ωστόσο απαίτησε επίσης μια στενή σύνδεση του φόρου με την αξία των ίδιων των προϊόντων αναφέροντας ότι «υπολογίζεται μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το βάρος του συγκεκριμένου προϊόντος».
Η τελευταία αυτή προϋπόθεση εκπληρώθηκε από τον Αυστριακό φόρο στον Δήμο του Frohleiten η οποία σύμφωνα με την παράγραφο 11 της απόφασης περιγράφεται ότι λαμβάνεται ως βάση της εκτίμησης «η μάζα του βάρους, που αντιστοιχεί στο ακαθάριστο βάρος … το οποίο είναι το βάρος των αποβλήτων, συμπεριλαμβάνοντας την συσκευασία». Επιπλέον, η παράγραφος 12 της ίδιας απόφασης περιγράφει τον Αυστριακό φόρο όπως εκφράζεται σε ευρώ «με τόνους στρογγυλοποιημένους ανοδικά».
Επίσης, ένα τιμολόγιο παρέθετε τις διάφορες τιμές σύμφωνα με την φύση των αποβλήτων, την ημερομηνία απόθεσης και τον εξοπλισμό του χώρου διάθεσης των αποβλήτων. Στο Δήμο Frohleiten επομένως δημιουργήθηκε ένας σαφής σύνδεσμος ανάμεσα στο βάρος και τον τύπο των συγκεκριμένων αγαθών και του ποσού του πληρωτέου φόρου.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την επιπλέον χρέωση στην τιμή για την μετάδοση του ηλεκτρικού ρεύματος η οποία ήταν υπό συζήτηση στο Δίκτυο Essent όπου το Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας και πάλι ότι ένας φόρος μπορεί να εμπίπτει στο Άρθρο 110 ακόμα και αν δεν επιβάλλεται στα ίδια τα προϊόντα αλλά στην δραστηριότητα που σχετίζεται με αυτό το προϊόν, κατέληξε (παράγραφος 47 της απόφασης) ότι η επιπλέον επιβάρυνση ενέπιπτε στο Άρθρο 110 επειδή επιβαλλόταν σε ένα «αντικειμενικό κριτήριο το οποίο είναι ο αριθμός των kWh που μεταδίδονταν». Επίσης στο Δίκτυο Essent επομένως η επιβολή του φόρου συνδεόταν εμφανώς στενά με μια μονάδα μέτρησης των συγκεκριμένων αγαθών (ηλεκτρισμός).
Οι δύο αποφάσεις συμβαδίζουν με τον σκοπό του Άρθρου 110, ο οποίος είναι να προσφέρει μια συγκεκριμένη προστασία σε αγαθά από άλλα Κράτη Μέλη της ΕΕ, αλλά ο οποίος απαιτεί ότι η υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση σε αγαθά να είναι εμφανώς ευδιάκριτη, προκαθορισμένη και υπολογίσιμη.
Αυτό δεν συμβαίνει στην υπόθεση του ΔΔΦ, ο οποίος επιβάλλεται στο ακαθάριστο εισόδημα και ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνει μια μεγάλη κατηγορία διαφορετικών πηγών εισοδήματος. Για αυτό τον λόγο, δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε αναλογικά την νομολογία του Δήμου Frohleiten και του Δικτύου Essent στον ΔΔΦ.
Καταλήγοντας στα νομικά επιχειρήματα που αναγράφονται παραπάνω, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια ανοικτή επιστολή του κ. Χατζηευθυμίου, πρώην Δημάρχου Ρόδου, προς τον Υπουργό Οικονομικών κ. Στουρνάρα και τον Υπουργό Εσωτερικών κ. Στυλιανίδη. Ο Δήμαρχος υπερασπίζεται την διατήρηση του ΔΔΦ ως σημαντική πηγή εσόδων για την τοπική αυτοδιοίκηση στην περιοχή της Δωδεκανήσου. Η ανοικτή επιστολή χρονολογείται την 12η Ιουλίου 2012.
Αν και δεν πρόκειται για επίσημο νομικό έγγραφο, η συγκεκριμένη επιστολή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα καθώς παρέχει μια ιστορική αναδρομή για την εισαγωγή του ΔΔΦ. Ο φόρος αυτός χρονολογείται από την δεκαετία του 30’, την εποχή της Ιταλικής κατοχής, όπου επιβαλλόταν σε όλα τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα από και προς τα Δωδεκάνησα στο 4% και 2% της αξίας τους αντιστοίχως. Με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και επακόλουθα με την ίδρυση μιας πραγματικής Εσωτερικής Αγοράς από το 1993 και την κατάργηση των συνόρων, μια εκ νέου αναθεώρηση του φόρου ήταν απαραίτητη καθώς ήταν προφανές ότι με την μορφή του θα βρισκόταν σε αντίθεση με το Άρθρο 95 της Συνθήκης της ΕΚ (τώρα 110 της ΣΛΕΕ). Ένας αριθμός πολιτικών συζητήσεων έλαβαν χώρα όπως αναφέρεται στην επιστολή για να εκσυγχρονιστεί η εκτίμηση και η είσπραξη του φόρου αλλά καθώς επίσης και για να αποσυνδεθεί ο αυστηρός σύνδεσμος με προϊόντα που εισέρχονταν στην περιοχή των Δωδεκανήσων. Ως αποτέλεσμα της συζήτησης υιοθετήθηκε το κείμενο του Άρθρου 60 του Νόμου 2214/1994 το οποίο θεωρήθηκε ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις μεταξύ άλλων της Εσωτερικής Αγοράς εισάγοντας έναν φόρο επί των οικονομικών δραστηριοτήτων συγκρίσιμο με έναν φόρο επί του εισοδήματος, επομένως εκτός του πλαισίου του Άρθρου 95 της ΕΚ.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση, λαμβάνοντας υπόψη ότι το θέμα που έχετε θέσει δεν αποδεικνύει μια παραβίαση του Άρθρου 110 της ΣΛΕΕ, δεν θα προχωρήσουμε σε καμία ενέργεια κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης. Αναλόγως, η διαμαρτυρία σας θα θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται πλέον εκτός και εάν λάβουμε το συντομότερο δυνατό, και σε οποιαδήποτε περίπτωση εντός τεσσάρων εβδομάδων από την παραλαβή της παρούσας επιστολής, νέες πληροφορίες ικανές να αιτιολογήσουν περαιτέρω εκτίμηση.
Με Εκτίμηση,
Micole Wieme
Προϊστάμενος Μονάδας».
dimokratiki.gr